ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ

 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΣΤΟΛΕΣ

 

ΣΤΟΛΗ

  βηρύττες Μεγάλα ακόντια. Οι πεζοί που έφεραν βηρύττες ή σφενδόνες έπαιρναν θέση στα πλευρά της παράταξης.  
  γονυκλάρια προστατευτικά για τα γόνατα  
  ζάβα Λέξη που ορισμενοι αναφερουν οτι προέρχεται από την περσική γλώσσα και ερμηνεύεται ως αλυσιδωτός θώρακας. Η ζάβα δεν αναφέρεται στις πηγές μεταξύ του 7ου και του 9ου αιώνα. Στην πραγματεία του Ανώνυμου Βυζάντιου (μέσα του 6ου αιώνα) η ζάβα σήμαινε το υφασμάτινο ή δερμάτινο πανωφόρι που φορούσαν οι οπλίτες όταν δεν διέθεταν πλεκτή θωράκιση. Ο Μαυρίκιος όμως την εξομοιώνει με το λωρίκιον, ως δηλωτικό της πλεκτής θωράκισης. Τον 10ο αιώνα στο έργο "Στρατηγική έκθεση και σύνταξη" του Νικηφόρου Φωκά η ζάβα προσδιοριζόταν ως εξάρτημα κάλυψης του προσώπου, καθώς αναφέρονταν σιδερένια κράνη τα οποία κάλυπταν το πρόσωπο με διπλές και τριπλές ζάβες, οι οποίες άφηναν ακάλυπτους μόνο τους οφθαλμούς.

ζάβα, -ας} ή,Θώρακας L. lorica, cuirass. Justinian. Novell. 8δ, 4. Mauric. 1, 2. Chron. 625, 13. Mai. 322, 19. Zeo. Tact. 6, 2. 25.

ζαβαρείον, ου, το, (ζά£α) Αποθετήριο ζαβών (θωράκων). Σουϊδα

ζαβάτος, η, ον, (ζαβά) Ο θωρακοφόρος, Λατ. loricatus. Mauric. 10, 1. Chron. 719, 14.

[315,571]


[1] Το ρημα ζαβώνω [156,184] σημαινει

α. ζαβώνω (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο * (μεταφορικά) προκαλώ δυσκολίες ή μια άσχημη εξέλιξη
β. ζαβώνωμαι (αμετάβατο) γίνομαι στραβός * (μεταφορικά) παίρνω άσχημη τροπή

Η κυριολεκτική σημασια του ζαβώνω = σταβώνω ήταν και ο αντικειμενικός σκοπός της ζάβας, να στραβώσει δηλαδή τα βέλη των επιτιθεμένων ειτε κυριολεκτικ'α είτε προκαλώντας τον αποστρακισμό τους..

Συνώνυμα = στραβώνω
Συγγενικές λέξεις= ζαβός, ζαβομάρα, ισως και το ζαβαρακατρανέμια
Τουρ. ζάβαλης=ο κακόμοιρος, ο δυστυχής.

 
  ζωστάρια    
κασίδιον Κράνος αποτελούμενο συνήθως από περισσότερα του ενός μεταλλικά τμήματα, καρφωμένα μαζί, χωρίς επιρρίνιο και από τον 12ο-13ο αιώνα με μεταλλικό γείσο.

Από το κράνος κρεμόταν αλυσιδωτό ή φολιδωτό καταυχένιο, ενώ άλλες φορές αλυσιδωτό κάλυμμα για ολόκληρο το πρόσωπο (βλ. ζάβα), με οπές για τα μάτια μόνο.

 
  Κλιβανάριος Κλιβανάριος, ου (ο), (κλίβανον) clibanarius. Λυδός 158, 25 «Κλιβανάριοι, ολοσίδηροι – κηλίβανα γαρ οι Ρωμαίοι τα σιδηρά καλύμματα καλούσιν, αντί του κηλάμινα.» [Ο Λυδός* φαίνεται να πιστεύει οτι, το κλίβανον ή κλιβάνιον απ΄όπου προήλθε ο κλιβανάριος, παράγεται απο το Λατινικο celo ετσι : celo , celameli, celibanum, clibanum]

Ιωάννης ο Λυδος 490-565 (απο την Φιλαδέλφεια) Ιστορικός , νομικός και αστρονόμος , χρονικογράφος και καθηγητής της ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης

 
  Κλιβάνιον Θωρακας των καταφράκτων (εξ ου και κλιβανοφόροι ή κλιβανάριοι), αποτελούμενος από μεταλλικές πλάκες ραμμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και με δερμάτινες οριζόντιες λωρίδες.

Σπανιότερα χρησιμοποιούσαν τις άλλες μορφές βυζαντινών θωράκων - το λωρίκιον (φολιδωτός θώρακας) και τη ζάβα (αλυσιδωτός). Επιπλέον κάτω από το κλιβάνιον φορούσαν ενίοτε ζάβα, η πάνω από αυτό το καββάδιον –(από παραγεμισμένο ύφασμα ή δερμάτινο). Το κλιβάνιον είχε κατά κανόνα πτέρυγες για την προστασία των βραχιόνων και της οσφύος (μεταλλικές-σπανιότερα δερμάτινες). Tο κλιβάνιον κατά κανόνα έχει και κρεμάσματα, ήτοι μεταλλικές ή δερμάτινες πτέρυγες για την προστασία των βραχιονων (= μπράτσων) και της οσφύος (= μέσης). Επιπλέον, κάτω από το δαπανηρό κλιβάνιον φοριέται, καββάδιον, που είναι χιτώνιο από δέρμα ή παραγεμισμένο ύφασμα σε καπιτονέ ραφή. Αποκλειστικά από καββάδι αποτελούνται οι θωρακίσεις των ελαφρά οπλισμένων στρατιωτικών σωμάτων. Πάντως δεν περιφρονείται και η χρήση των άλλων μορφών ρωμέικου θώρακα: το λωρίκιον και η ζάβα, με ή χωρίς την προσθήκη καββαδίου.

 
  λαγκίδια λόγχες ρίψης  
λωρίκιον
λωρίκιον, ου, τό, το λατινικό lorica = θώραξ, πανοπλια.
Justinian. Νεαραί. 85, 4.
Theoph. 490, 15. 594, 3. Zeo. Τακτικόν. 5, 4. 15, 9 (6, 2 λουρίον).
λωρικάτος, ò, Loricatus = θωρακίτης, Θωρακοφόρος, Θεοφάνης . 284, 19 (v. 1. λουρικάτορ)· ; 608, 10. Τακτικόν Λεοντος 15. 9.

Το λωρικιο (lorica laminata), οπως συνάγεται και απο την ετυμολογία της λεξης και απο την σχετική εικόνα δεν ειναι αλυσιδωτός θώρακας, αλλά θώρακας αποτελούμενος απο μεταλλικές λουρίδες. Αρα αποκλείεται να είναι συνώνυμος της ζάβας. Είναι συγγενική λέξη γιατι και τα δύο ανήκουν στην γενική κατηγορία «θώρακες»

 
  μαρτζοβάρβουλα Μικρά ακόντια ρίψης.

μαρτζοβάρβουλον

 
  πέλτη Μικρή στρογγυλή ασπίδα με διάμετρο 30 περίπου εκατοστών. Την ίδια ασπίδα έφεραν πολλοί άνδρες του βαρέος ιππικού, κυρίως οι τοξότες.

Γνωστή από των Αρχαιοτάτων Χρόνων, μικρή και ελαφριά ασπίδα, μάλλον θρακικής προέλευσης, είχε συνήθως σχήμα μισοφέγγαρου και δεν ήταν μεταλλική. Συνήθως ήταν πλεκτή (ίσως με κλαδιά λυγαριάς) και επενδεδυμένη με δέρμα. Ο Ξενοφών κάνει λόγο και για χάλκινες πέλτες, αν και με τον όρο αυτό φαίνεται να εννοεί ασπίδες μικρότερες από τις οπλιτικές.(Πολύαινος Δ.2.10, Αρριανός Γ.21)

 
  σαγίον Από το λατινικό Sagum. Στρατιωτικό πανωφόρι. Το ιδιωτικό, μη στρατιωτικό, λέγονταν «τόγα»

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: «ad saga ire» ή «saga summere» = κυριολεκτικά «φέρω το σαγίον» μεταφορικώς «παίρνω τά όπλα»

 
  σκούτα Η ασπίδα των ανδρών του βαρέος πεζικού, η σκούτα, είχε συνήθως ωοειδές σχήμα και μήκος 90-120 εκατοστών.

Απο το scuta πληθυντικος του το λατινικού scutum=ασπίδα , scutella κυριολεκτικά = μικρή ασπιδα, μεταφορικά: μικρό πιάτο που μοιάζει με ασπίδα.

 
  σπαθιά ερουλικά Βραχύ ξίφος ερουλικού τύπου

Οι Έρουλοι ήταν αρχαίος λαός εγκαταστημένος κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη Βόρεια Γερμανία. Φαίνεται όμως ότι αρχικά ήταν κλάδος των Γότθων της νοτιοδυτικής περιοχής της Σκανδιναβίας που αποσπάστηκε αργότερα από τον αρχικό κορμό.Το 512 μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία. Ασπάστηκαν το Χριστιανισμό και έγιναν σύμμαχοι με τον Ιουστινιανό. (Εργασία της Δέσποινας Αντώναρου)

 
  τούφα

Λοφίο κράνους (κασίδας) . Ταν διακριτικό των Μοιρών (πβ. αντίλογο "Μόρα και κασίδα").

ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Λοφίο, Θύσανος, Φούντα.

Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται για τον θύσανο του χασισιού. Πάμε για τουφες - Να καπνισουμε χασίς.

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

ΟΧΙ οι φούντες στο "Δουλειές με φούντες" βλ. (Σχετική Σελιδα μου)

 
ΠΗΓΕΣ   345 Lexicon Latinum Wagner pdf