Υπογλώσσιο #30

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Μικρό λεξικό επιβίωσης
Εισαγωγή

Νέες λέξεις και σημασίες βλέπουν καθημερινά το φώς της δημοσιότητας[1].

Οι λέξεις ανηκουν στο λεξιλογιο της πιάτσας, τη έλληνική Αργκό[2]

Είναι λίγο - πολύ δυσνοήτες αν και βρίσκονται σε καθημερινή χρήση. Σε λιγο δεν θα γινομαστε κατανοητοί αν δεν τις χρησιμοποιούμε. Σταχυολογώ μερικές ενδιαφέρουσες στην τύχη:

 
αρπαχτή

Σύντομη, πρόσκαιρη, ευκαιριακή και προσδοδοφόρος δοσοληψία.

 
βάζελος Χαρακτηρισμος οπαδού του ΠΑΟ (Παναθηναικού) που τον δίνουν οι αντίπαλοι, οπαδοί του Ολυμπιακού (ΟΣΦΠ). Από την επάλειψη του πρωκτού με βαζελίνη προ της διείσδυσης του πέους, μεταφορικώς: για την επίτευξη τέρματος (γκολ).  
γαύρος Ψάρι παρόμοιο με την μαρίδα. Αποδίδεται ως χαρακτηρισμός των οπαδών του Ολυμπιακου ΟΣΦΠ αποό τους οπαδούς του ΠΑΟ. Επειδή η αξία του ψαριού είναι ευτελής και ο ΟΣΦΠ είναι παραθαλάσσια ομάδα.  
γρηγορόσημο Κρυφό τέλος για την επίσπευση εργασίας κάποιας Δημόσιας Υπηρεσίας. Αποτελεί έμμεση φορολογία και συμπλήρωμα του μισθού των Δημοσίων Υπαλλήλων. Δίνεται στη ζούλα και χωρίς απόδειξη. Είναι αφορολόγητη για τον λαμβάνοντα και μη εκπεστέον έξοδο για τον δόντα.  
καρεκλοκένταυρος Δημόσιος υπάλληλος για τον οποίο δεν ισχύει το “κουνήσου απο την θέση σου”. Από τους Κενταύρους που από την μέση και κάτω ήταν άλογα. Αυτοί είναι στενότατα συνδεδεμένοι με την θέση τους, την "καρέκλα".  
κουκιά Οι ψήφοι. Απ΄ το αρχαίο καιρό οι ψηφοφοριες γινόντουσαν με κουκιά (κυάμους). Οι αιρετοί άρχοντες λεγόντουσαν κυαμευτοί. Αυτο εκανε και τον Πυθαγορα να πει “κυάμων απέχεσθε” (απέχετε απο τα κουκιά, την ψηφοφορία και συνεκδοχικά από τήν πολιτική). Μιλάμε έτσι για “κουκιά μετρημένα”= σίγουρες ψήφοι.  
κουρμπέτι Στη φράση “χρονια τώρα στο κουρμπέτι”= έχει μεγάλη πείρα. Απο το τουρκικό kurbet: ξενητιά, εξορία.  
λαδώνω

Δωροδοκώ. Δεκάζω. Επειδή η λίπανση ενός μηχανικού περιστρεφόμενου ή κινούμενου μέρους επιφέρει την ομαλότερη λειτουργία του.

πρβλ.Β. Τσιτσάνη το “Βαπόρι απ΄ την Περσία”

Ήταν προμελετημένοι
καρφωτοί και λαδωμένοι
Δυο μεμέτια, τα καημένα,
μεσ' στο κόλπο ήταν μπλεγμένα

Η έκφραση “λαδωμένος ποντικός” ειναι κυριολεκτική. Οι ποντικοί δεν δωροδοκούνται.

 
λαμογιά Εξαπάτηση κάποιου. Συμπεριφορά αβανταδόρου. Ο λαμόγιας ή (το) λαμόγιο είναι ο μετερχόμενος παράνομα ή και ανήθικα μέσα για να πετυχει κάποιο στόχο. Το συνηθέστερο, κατά το παρελθόν, ήταν να εκδίδει την γυναίκα του, (όχι κατ΄επάγγελμα) αλλά περιστασιακά, σε υψηλά πρόσωπα, κυρίως προϊσταμένους του. Απο το Ιταλικό “λα μόλιε” (la moglie) = η σύζυγος.  
λοβιτούρα

Ουσιαστικό (η) : απάτη με στόχο την κερδοσκοπία κλοπή κατ' επέκταση, η χρηματιστηριακή απάτη και γενικά κάθε ανήθικη πράξη με την οποία κάποιος πορίζεται χρήματα. Από το ρουμάνικο lovitura= κτύπημα, μπάτσος, έξυπνη κίνηση ἤ το ιταλικο levatura = η μαγιά , το φύραμα που κανει τη ζυμη να φουσκώνει. Απο το ρημα levare = σηκωνω.

λουμπίνα

Ανθρωπος της υποστάθμης. Ευτελής. Απο το Γερμανικο lumpen που πρωτος ο Karl Marx χρησιμοποίησε στον όρο “λούμπεν-προλεταριάτο.”

Η ακριβής μετάφραση της γερμανικής λέξης λούμπεν (lumpen) είναι “κουρέλια”. Αυτή η κατώτερη κοινωνική κατηγορία, το "κουρελοπρολεταριάτο", αποτελείται από κατεστραμμένους και τυχοδιώκτες αστούς, αλήτες, απατεώνες, τσαρλατάνους, απολυμένους φαντάρους, πρώην κατάδικους, βαρυποινίτες που είχαν δραπετεύσει από τα κάτεργα, κλεφτοπορτοφολάδες, νταβατζήδες, ρακοσυλλέκτες, ζητιάνους κλπ., με μια λέξη εκείνη τη μάζα που οι Γάλλοι ονομάζουν “μποέμ”.

ματσαράγκα

Mazza-ranga. Εργαλειο για την ισοπεδωση του εδαφους. Αποτελειται απο μια βαρεια μεταλλικη ή πέτρινη πλάκα και μια κάθετη λαβή σε σχήμα Τ. Ο χειριστης της ματσαράγκας την σηκώνει απο τις δύο πλευρές του «Τ» και την αφηνει να πεσει στο χωμα. Μεταφορικά σημαίνει την κάλυψη των ατελειών και συνεκδοχικά των ανωμαλιών, παρατυπιών, και παρανομιών.

Από την ίδια ρίζα (Mazza) και η ματσόλα = ξυλοσφυρα των ξυλουργών, το ματσακόνι-= καλέμι για την απομάκρυνση της σκουριάς απο τις λαμαρίνες των πλοίων, και το ματσούκι ή ματσούκα.

Το δεύτερο συνθετικό ranga σημαίνει σειρά, τάξη, τακτοποίηση. (πρβλ. το Γαλλικο arranger και το Αγγλικό arrange)

 
μάτσο

δέσμη. Απο το Ιταλικό mazzo.

Πρόθεμα που δηλώνει υπερβολική ποσότητα: “γίναμε ένα μάτσο χάλια”.

Το ματσο, η δεσμη, δεσμίδα χρηματων δημιουργησε το ρημα ματσώνω,και το επιθετο ματσωμένος, που συγκόπηκε σε ματσός.

 
μέγκλα Κατι καλης ποιοτητας. Απο το Made in England. Η Αγγλια ηταν αριστη παραγωγος υφασματων και τα κοστουμια απο τη Αγγλια ήταν μεγκλα.  
μπαγάσας

αλήτης, μόρτης, μαγκας. Λέγεται χαιδευτικά ή ελαφρώς επιτιμητικά. Από το Ιταλικό bagascia> Αραβικό bagas> Περσικό bægâ όλα σημαίνουν ανέντιμος.

πρβλ.

τα παιδια τις γειτονιας σου με πειράζουνε
πάλι μεθυσμένος εισαι μου φωνάζουνε
θα τα πιασω να τα δειρω τα μπαγάσικα
να τους δώσω δυό χαστούκια ναναι χάσικα

 

μπασκίνας

Ο αστυφύλακας. Απο το Τουρκικό baskin που σημαίνει νυκτερινη ή αιφνιδιαστική επιδρομή της αστυνομίας.

Bascinet ηταν επισης και ενα μεσαιωνικο κρανος σαν και αυτο που φορουν σημερα τα ΜΑΤ. Επειδη στα Ιταλικα λεγεται Bacinetto (μπατσινέτο) που μας θυμιζει το μπάτσο, είιναι πιθανό απο αυτό το κράνος να ονομάστηκαν οι μπασκίνες.

 
μπάτσος δυνατό χτύπημα με την παλάμη, χαστούκι, ράπισμα “πρόσεξε, μη φας μπάτσο!” κατα συνεκδοχή ο ασυφύλακας, αυτός που δινει μπάτσους.  
παίρνω

Απο το “αιρω”, λαμβάνω. Απαντάται σε πολλες αλλες εκφρασεις μεταφορικως:

  • μου επιτρεπεται: δεν με παίρνει να ξεκινήσω τέτοια επιχείρηση ή προσπάθεια
  • κανω χρήση: παιρνει ηρωϊνη, ασπιρίνες, φάρμακα
  • συνουσιαζεται εκουσιως: τον παιρνει
  • δωροδοκείται : τα παίρνει
  • εξοικειώνωμαι: πήρα το κολάϊ (τουρκ. kolay=εύκολο,ευκολία).
  • υποσκελιζω (μεταφορικα): του πηρα τον αέρα
  • αποκτά υπερβολικό και αδικαιολόγητο θάρρος: πήραν τα μυαλά του αέρα.
  • αναλαμβάνω την διεκπεραίωση: το πήρα [το θέμα] επάνω μου
  • επαίρεται: έγινε τμηματάρχης και το πήρε επάνω του
  • κοιμάμαι ελαφρα: πήρα έναν υπνάκο ή με πήρε λίγο ο ύπνος
  • υπερεξετίμησε τις δυνάμεις του: τον πήρε ψηλά τον αμανέ.
  • διαπομπεύω : τον πήρανε με τις λεμονόκουπες / πέτρες /της μπομπής τα μαντήλια / στο ψιλό.
  • είναι αδιάλακτος: δεν παίρνει από λόγια
  • δεν αντιλαμβάνεται: δεν τον πήρε πρέφα/χαμπάρι
  • δίνω ερμηνεία: όπως το πάρεις
  • τολμώ: παίρνω τα μούτρα μου (επαίρω σηκώνω το προσωπο, το κεφάλι, τολμώ) «ας πάρει τα μούτρα του να μου το πει και θα δεις»
  • αγανακτώ : πήρε των ομματιών του (επήρε τους οφθαλμούς του)
 
σαν

Χρήσιμο στις παρομοιώσεις.

Πολλές φορές το μπερδεύουμε με το “ως” πχ. «ο κ. Βενιζέλος, σαν υπουργός Οικονομικών» αντί του ορθού «ο κ. Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών». Το “σαν” υποθέτει και παρομοιάζει και επομένως υπονοεί εν προκειμένω ότι δεν είναι υπουργός άλλά “κάτι που μοιάζει με υπουργό”!

  • πεινάω σαν λύκος
  • μαύρος σαν κοράκι
  • άσπρη σαν το χιόνι (η Χιονάτη)
  • χλωμός σαν το κερί
  • τσακώνονται σαν το σκύλο με τη γάτα
  • πολεμήσανε σα λιοντάρια
  • τρέχουν τα χρονιά σαν νερό
  • έμεινε μονή της σαν καλαμιά στον κάμπο
  • έφαγα σαν πούστης
  • δουλεύω σαν σκυλί
  • σε θέλω σαν τρελός
  • δυνατός σαν ταύρος
  • τρώει σα γουρούνι
  • σαν τα χιόνια!

Το σαν σημαινει και οταν ή εφ΄οσον

  • σαν θελει η νυφη κι ο γαμπρος
    τυφλα να χει ο πεθερός
  • Βρε κυρ-Γιαννη σαν πεθανεις
    το λουλα τι θα τον κανεις;
  • σαν ξημερωσει θα τα πουμε
    σβυσε το φως να κοιμηθουμε!
  • σαν κανει ο Μαρτης δυο νερα
  • σαν πεθανω στο καράβι
    ριχτε με μεσ΄στο γιαλό.

 

 
σουσουράδα

Κοπέλα ακκιζομένη, που κάνει κουνήματα, που «τα θέλει».

Από το ομώνυμο πουλί, που σημαίνει «αυτή που κουνάει τήν ουρά της»: η αρχαία σεισοπυγίς> ρ. σείω = κουνάω + πυγή = πισινός, κώλος.

Η παρομοίωση μιας γυναίκας με πουλί είναι συνήθης και στην αργκό και στην Δημοτική ποιηση: περιστέρα μου, πιτσουνάκι μου, πέρδικά μου, κ.α.

βλ. και τσαπερδόνα

 
σταρχιδισμός Η συμπεριφορά του σταρχιδιστή. Του ανθρώπου που αδιαφορεί για τα πάντα.  
τερτίπι

Τέχνασμα, κόλπο. Από το τουρκικό terdib: ρύθμιση, σχέδιο, πλάνο, συνταγή.

Φράση: ξέρει όλα τα τερτίπια της δουλειάς. Δηλ. τις τεχνικές, τους χειρισμους, τα κολπα.

 
τζιμάνι

Ανθρωπος ικανός, έξυπνος, ευφυής. Από το Αμερικάνικο G.Men= Governement men= Ανθρωποι της Κυβέρνησης. Φαίνεται ότι στην Αμερική είναι και έξυπνοι.

Φράση: παιδί-τζιμάνι.

Συνώνυμα: καπάτσος, ατσίδα, σαϊνι, γάτα, αητός.

 

 
τουμπάρω

Κάνω τούμπα. Η αρχαια κυβιστισις. Φέρνω το επάνω μέρος κάτω. Μεταφορικώς «μεταστρέφω». Φράση: «τον τούμπαρε». «Ηρθαν όλα τούμπα».

Η εικόνα από το αντεστραμένο πιάτο και την λέξη τύμβος=τεχνητός λόφος που καλύπτει ομαδικό τάφο. π.χ. Ο τύμβος του Μαραθώνα. Τέτοιοι λόφοι χρησίμευαν για τις Βυζαντινές φρυκτωρίες (για σήματα με φωτιά) και δημιούργησαν το συχνό τοπωνύμιο "Τούμπα".

 
τουμπεκί

Ο καπνός που μπαίνει στον ναργιλέ. Η ενασχόληση με την προετοιμασία και το κάπνισμα του ναργιλέ γίνοταν με την δέουσα σοβαρότητα από τους καφενόβιους που τότε αντιμετώπιζαν τα συμβαίνοντα γύρω τους, με αδιαφορία.

Η φράση «κάνε τουμπεκί» σημαίνει αδιαφόρησε. πρβλ.

Οταν μιλώ την Κυριακή
εσύ να κάνεις τουμπεκί.


 

τραβάω

Το σωστό τραυώ = σύρω, ελκύω. Από το ταύρος με αντιμετάθεση. Ο ταύρος (βώδι) χρησημοποιείται ως ζώο έλξης, για να έλκει, να τραυάει το κάρο, αλέτρι κλπ.

Λατινικά tracto (& traho) > tractor > τρακτέρ.

trabalis γενική του trabs = δοκάρι, παλούκι >τράβαλα πρβλ. τραβέρσα.

Μεταφορικά

  • Υφίσταμαι κακή μεταχείριση ή συγκυρία: Τι τραβάμε εμεις οι παντρεμένοι!
  • εξακολούθησε: τράβα κρδόνι
  • δυσκολίες: τραύαλα ή τράβαλα ή ντράβαλα.
  • Θέλει κάτι υπερβολικά: το τραβάει ο οργανισμός του
  • υβρίζω εντόνως: του τράβηξα ένα χεσίδι
  • πίνω αρκετό κρασί: τράβηξε τα σκονάκια του
  • αυνανίζομαι: τραβάω μαλακία
  • εμπλέκομαι : έχω τραβήγματα, τραβολογιέμαι, τραβιέμαι σα λαστιχο.
  • θα έχουμε ντράβαλα : προβλήματα
  • προχώρει: Τράβα μπρός [ενν. το άλογο]
  • συναλλαγματικη ή επιταγή: τραβηκτική. Επειδή αποσύρει χρήματα.
  • ελκυστική: Είναι πολύ τραβηκτική γυναίκα.
  • προσέχω: ένα θέμα που τράβηξε την προσοχή μου...
  • έχω ερωτική σχέση: αυτή τραβιέται με τον Χ.

 

 
τραμπούκος Εγκάθετος και βίαιος πράκτωρ πολιτικού κόμματος, πολιτευτή ή φατρίας. Από το Ιταλικο traboccare εισβάλλω βιαίως.  
τρέχει

συμβαίνει: κάτι τρέχει (αν τρέχει στα γύφτικα είναι ασήμαντο)

ισχύει: Θα δώσετε δύο νοίκια προκαταβολή: ένα να τρέχει και ένα να στέκει (ως εγγύηση)

ρέει: η βρύση τρέχει

Δεν συμβαίνει: δεν τρέχει τίποτα.

Ο ισχύων : Τρεχούμενος Λογαριασμός,

Προβλήματα: Τρεχάματα

Εναγώνια αναζήτηση: Τρεχαλητό.

 
τροτέζα Πόρνη, γυναίκα του πεζοδρομίου από το γαλλικό Trottoir= πεζοδρόμιο>trotteuse.  
τρώω

κυριολεκτικά: μασάω και καταπίνω τροφή προκειμενου να διατραφώ, να διατηρηθώ στη ζωή. Μεταφορικά αναφερεται σε μια πληθώρα φράσεων.

μαλώνω, φιλονικώ: τρώγεται με τον αδελφό του για ένα χωράφι

κατατρύχεται: τρώγεται με τα ρούχα του

είμαι/δεν είμαι άξιος/α λόγου: καλή γκομενα, τρώγεται. Εσύ βρέ αδελφέ μου δεν τρώγεσαι με τίποτα.

αισθάνεται φαγούρα: γι' αυτό με τρώγανε (ενν. τα αρχίδια του). Τον τρώει η πλάτη του για ξύλο.

υπέστη σεξουαλική πράξη: τον έφαγε ή τον τρώει (κατ΄εξακολούθησιν) συνων. τον παίρνει, τον πίνει

δεν είμαι εύπιστος : δεν τρώω άχυρα (οπως ο γαϊδαρος) ή κουτόχορτο.

υπερεπάρκεια: να φαν κι οι κότες

ζω ανέμελα : εσείς τρώτε και πίνετε και πίσω σας κουρσεύουν.

ξυλοκοπούμαι: τρώω ξύλο.

πεφτω ητημένος κατά την πάλη: έφαγε η πλατη του χώμα.

σκοτώνω, φονεύω : τον έφαγε λάχανο*. Τον Λαμπράκη τον έφαγε το παρακράτος.

*) Άλλη η σημασία εχει η φράση «του έφαγε [το] λάχανο» : του πήρε το λάχανο=πορτοφόλι. πρβλ. το ρεμπέτικο τραγούδι «Κάτω στά Λεμονάδικα»

Κάτω στα Λεμονάδικα
γίνηκε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
και κάναν την κυρία

Μετάφραση: Στην περιοχή του Πειραιά όπου αράζουν τα καϊκια με τα λεμόνια απο τον Πόρο, έγινε αναταραχή, συνέλαβαν δύο πορτοφολάδες που έκαναν τους ανήξερους.

μιλάς ασταμάτητα: γλυστρίδα έφαγες;

Η γλυστρίδα, η αρχαία εκγλυστρίς η λεγόμενη και αντράκλα είναι ένα σαλατικό που, για άγνωστους λόγους, προκαλεί πολυλογία!

Γεώργιος Χατζηδάκις - Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά σ. 204 - Περί της παραγωγής των λέξεων απ΄αλλήλων.

 

αποκυρήσσω και εξορκίζω τα λεγόμενα κάποιου: Μπα που να φας τη γλώσσα σου.

Επαπειλώ έριδα και χειροδικία: θα φάμε τα μουστάκια μας. Θα σου φάω το μάτι.

Ικανοποιούμαι στοιχειωδώς: Φάτε μάτια ψάρια.

Υπεξαιρώ ή δεν επιστρέφω τα δανεισθέντα: και πέρσυ σου έδωσα χρήματα και μου τα έφαγες. Ανάλογο για μηχανήματα: Ο κερματοδέκτης μου έφαγε το ευρώ και δεν έβγαλε εισιτήριο.

Βραδύνω ή σπαταλώ τον χρόνο: έφαγα την ώρα μου ή έφαγα δυό ώρες στα διόδια.

Ψάχνω επισταμένως: Εφαγα τον κόσμο για να τον βρω.

Επέμεινε σθεναρώς: Φαγώθηκε να πάμε σινεμά.

Τρώω υπερβολικά: Εφαγε τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, τον σκασμό, το αγλέωρα (ο αρχ. ελλέβορος= εμετικό βοτάνι).

Παρατηρώ επισταμενως, κυρίως ζουμερό θηλυκό: Την έφαγε με τα μάτια.

Δημιουργώ δυστυχία: μας έφαγε με τήν κακογλωσσιά του.

Υφισταται τα επίχειρα των πράξεών του: «κουκιά έφαγε κουκιά μαρτυρεί». με τίς βλακείες που κανεις θα φας το κεφάλι σου.

 
τσακίδια

Πλασματική τοποθεσία στήν οποία εξαποστέλουμε κάποιον με την ελπίδα και ευχή να πέσει και να υποστεί κατάγματα.

Φράση: «στα τσακίδια»

 
τσαλίμι Χορευτικός αυτοσχεδιασμός, επίδειξη. Από το Τουρκικό ουσ. çalim › ρήμα çalışmak = εργάζομαι, μελετώ, προσπαθώ. Το υποκοριστικό «τσαλιμάκια» είναι συνθέστερο. Η φράση : «μας κανει τσαλιμάκια» σημαίνει «προβάλλει δυσκολίες, αντιρήσεις, υπεκφυγές».  
τσακ[Β]

Μόνο στην φράση «στο τσακ» που σημαίνει «την τελευταία στιγμή», «λίγο πριν την κατακύρωση». Στά τουρκικα çak σημαίνει «ακριβώς», «επακριβώς» αλλά και τον ήχο του σφυριού. Η τελική κατακύρωση στον πλειστηριασμό επιβεβαιώνεται, μετά την τρίτη προειδοποίηση**, με το κτύπημα του σφυριού που την καθιστά τελεσίδικη.

Περισσότερα

* πολλες φορές η κατακύρωση=καθορισμός του τελικού νικητή σε πλειστηριασμό ή διαγωνισμό, μπερδεύεται με την κατοχύρωση=προάσπιση, διασφάλιση πράγματος ή δικαιώματος πχ. κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας.

** πρβλ «αλα ούνα, αλα ντουε αλα τρε»

 
τσαπερδόνα

Χαιδευτικά για ναζιάρα νεαρή γυναίκα. Απο το αρχαίο σαπέρδιον υποκοριστίκο του σάπερδης = είδος ψαριού, πιθανώς ρέγγα (ευκίνητη, με ωραία χρώματα).

Η παρομοίωση κοριτσιών με ψάρια, πουλιά και ζώα δεν είναι πρωτοφανής. Τα ζαργάνα, μπαρμπουνάρα, μελανούρι είναι συνηθισμένες λεξεις που χαρακτηριζουν ευλύγιστες, εύσωμες και μελαχροινές κοπέλες αντίστοιχα.

Βλ.σουσουράδα

 
τσαμπουκάς

Το βίαιο συμβάν ή ο βίαιος άνθρωπος από το Τουρκικό çabuk=γρήγορα, βεβιασμένα.

τσαμπουκαλής: ανθρωπος βίαιος, του τσαμπουκά.

Η κατάληξη -κλής και -λής στις λέξεις που προέρχονται απο τα τουρκικά δέν προέρχεται απο το κλέος όπως στα Περικλης, Νεοκλής, Θεμιστοκλής, Ηρακλής κλπ, αλλά σημαίνουν την προέλευση ή το χαρακτηριστικό. μουστακλής, τσκαμπουκλής, που παιρνουν συχνά και ενα ευφωνικό «α» και γινονται μουστακαλής ή τσκαμπουκαλής ή μένουν αμετάβλητα οπως το μερακλής: με μεράκι, με πάθος.
Η κατάληξη των ουδετέρων είναι -λι απ' όπου και το Πεϊνιρλί, παστουρμαλί, αντιστοιχο με το δικο μας -ουχον πχ σεκερλί = ζαχαρούχο απο το σεκέρ=ζάχαρι , σατιρλής = ευθυμος από το satir που δεν εχει σχέση με το "σάτιρα".
Αντιστοιχα η κατάληξη -νταν σημαίνει «από ...»: μερακλαντάν= απο μεράκι, πάθος, αρκαντάν = απο πισω, μυστικά.

Πρβλ. Παλιό Ρεμπέτικο του Σαλονικιού

Το [ει]'σπρακτοράκι, βρε παιδιά, είναι μαγκάκι με καρδιά,
είναι σερέτης και πολύ τσαμπουκαλής!
Κι από τα μπούνια ως την κορφή,
μέχρι τακούνι πι και φι, κάργα φιλότιμο,
τσαγκός και μπελαλής!

και νεότερο του Σταμάτη Κραουνάκη

Ξημερώνει πάλι
μια ζωή σαν άλλη,
Σπάει ο τσαμπουκάς
όλα είναι cash
μπρος περνάν κι οι άλλοι

 
τσεπώνω Απο το Τουρκικό cep=θυλάκιον, κόλπος. Ενθυλακώνω παίρνω και οικειοποιούμαι χρήματα τα οποία ποροορίζονται για άλλον.  
τσίμα-τσίμα Απο το Ιταλιkο cima=κορυφή, στην κορυφή, στην άκρη, ακροθιγώς, απο το ελληνικο κύμα (την κορυφή του κύματος). Επώνυμο: Τσιμάρας, Τσίμας  
τσιμπάω

Το τσιμπάω -ώ, σημαίνει τρώω, απο την εποχή που το φαγητό πιάνοταν με τα δάκτυλα. Βλ. Αρη Στουγιαννίδη Φαγείν.

Φράση: «Ενα φαϊ! Να γλύφεις τα δακτυλά σου». «Πάρε κανένα τηλέφωνο να πάμε πουθενά να τσιμπήσουμε τίποτα» (ανοησία που λέγεται σοβαρά).

Ειδική σημασία : Τρώω, δαγκώνω το δόλωμα. πρβλ. κυριολεκτικά:

Κώστα Βιρβου - Όσα έρθουν κι όσα πάνε

Κόντρα ο καιρός Πλωριά
και τα ψάρια δεν τσιμπάνε.
Δε βαρυέστε βρε παιδιά
όσα έρθουν κι όσα πάνε.

αλλά και μεταφορικά: είναι τσιμπημένος με τη Ρούλα (ερωτευμένος, αγκιστρωμένος γιατί εφαγε το δόλωμα).

πρβλ. το Λαϊκο τραγουδάκι του Μανώλη Χιώτη:

Γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια
γιατί είσαι λυπημένος
σ' έμπλεξε καμμιά γυναίκα
κι είσαι πάλι τσιμπημένος

 
     
     

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

 

1. Για τις φράσεις "κλισέ" θα ασχοληθώ σε ξεχωριστό υπογλώσσιο.
2. Η αργκό είναι η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι άνθρωποι του υποκόσμου της Γαλλίας για να μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από άλλους. Ο όρος επεκτάθηκε και σήμερα σημαίνει κάθε γλώσσα «κλειστή», συμβατική, που χρησιμοποιείται από διάφορες κοινωνικές ομάδες ανθρώπων. Ύστερα μάλιστα από τον α' παγκόσμιο πόλεμο καθιερώθηκε και ως διεθνής όρος. Η αργκό αποτελείται από λέξεις και φράσεις της κοινής ομιλούμενης γλώσσας που έχουν όμως εντελώς διαφορετική σημασία, ή από λέξεις που διατηρούν την ίδια έννοια, είναι όμως παραφθαρμένες ή αυτοσχέδιες. (Γαλ. argot , Αγγλ. jargon / slang)

 

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) Ευάγγελος Παπαζαχαρίου - Λεξικό της Πιάτσας - Κάκτος - 1999

Β) H. Hony - Turkish-English Dictionaty - Oxford -1947

Γ) Κ. Κουκκίδη - Λεξιλόγιον Ελληνικών Λέξεων παραγομένων εκ της Τουρκικής - Ετ. Θρακικών Μελετών - ΑΘΗΝΑ 1960

Δ) Nicholas Salmon - Stemmata Latinitatis

 
Έκδοση:28/ 08/2011

Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr