Μουλάρι

Πρόσφατες αλλαγές/Προσθήκες:
09-11-2011Η σελίδα είναι νεα

 

Ετυμολογία

Ημίονος :Από το το ημι+ονος =μισός γάιδαρος (Υβρίδιο)

Μουλάρι: απο το Λατινικό Mulus (νόθος)

Μορφολογία

ΜΟΥΛΑΡΙ

Μορφολογικά το μουλάρι ομοιάζει στο σώμα και το δέρμα με γάιδαρο, ενώ στις περιοχές του λαιμού και του κεφαλιού περισσότερο με άλογο. Το μουλάρι δεν μπορεί να αναπαραχθεί και είναι στείρο. Το μουλάρι είναι πιο μεγαλόσωμο και έχει το σώμα ενός αλόγου και τα πόδια ενός γαϊδουριού. Το γαϊδουρομούλαρο έχει το σώμα γαϊδουριού και τα πόδια ενός αλόγου. Είναι πιο μικρόσωμο από το μουλάρι.
Τα μουλάρια συνδυάζουν χαρακτηριστικά των γαϊδουριών, όπως η υπομονή και επιμονή, και των αλόγων, όπως η αντοχή και η δυνατότητα μεταφοράς μεγάλων βαρών.
Όταν ενοχληθεί, το μουλάρι μπορεί να κλοτσήσει πολύ δυνατά, προς κάθε κατεύθυνση.

Χρησιμοποιούνται σε αγροτικές κοινωνίες για βοήθεια στις μεταφορές, παλιότερα όμως και μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ευρύτατη ήταν η χρήση τους από τους στρατούς του κόσμου ως μέσα μεταφοράς, κυρίως λόγω της μεγάλης αντοχής τους και της ανθεκτικότητάς τους στις ασθένειες.

Η μείωση του αριθμού των ελληνικών κυριολεκτικών γαϊδουριών* έχει επιφέρει δραματική μείωση και στον πληθυσμό των μουλαριών.

*ΣΣ. Τα μεταφορικώς εννοούμενα γαιδούρια κατ΄αντιθεσιν παρουσιαζουν αλματώδη αύξηση.

Το θηλυκό του μουλαριου λέγεται μούλα και είναι εξ ισου στείρο με τό αρσενικό.

... και μέσα του μεσημεριού τη στάλα
φθάνει την ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλα.
Δένει την μούλα στην ξινομηλια
που ισικώνει μπρος στο σπήλιο ...

Γ. Γριπάρης - Ο παραμευτής

Μουλαράδες ή Βοθρατζήδες

Στο μεσαίωνα (Βυζάντιο) βόρδων ή βορδών λεγόνταν το
μουλάρι που γεννήθηκε από φοράδα και γάιδαρο. Απο την λέξη παράγονται τα βορδωναρείον (ο σταυλος των μουλαριων), ο βορδωνάρης (σταβλίτης βορδωνάρις <βορδωνάριος) .

Ο προστάτης των βόθρων είχε την επιμέλεια της συντήρησης της πλατείας και της υπονόμου του Αμαστριανού όπου γίνονταν ζωοπανήγυρη. Ο Αμαστριανός[α] φόρος, βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του Φόρου του Ταύρου (ή Θεοδοσίου). Ομως βόθροι ονομάζονταν και άτομα (εκτιμητές) που έπρεπε να εκτιμούν επακριβώς την αξία των αλόγων, τα οποία πωλούνταν υποχρεωτικά στον φόρο του Αμαστριανού, ωστε να αποφεύγεται το λαθρεμπόριο αλόγων και να μην ταξιδεύουν γι’ αυτό μακριά από την Πόλη για να εξιχνιάζουν τις ζωοκλοπές. [039]

Στάθηκε αδύνατο να ανακαλύψω τι λογής βόθρους προστάτευε ο προστάτης των βόθρων. Σε ολα τα λεξικά και κείμενα βόθρος σημαίνει όρυγμα. Απο το επαρχικό μαθαίνουμε οτι οι προστάτες (προϊσταμενοι συντεχνιών) παίρναν το όνομα από τους επαγγελματιες που "προστάτευαν" .πχ. Ο προστάτης των Χαλκέων, ο προστάτης των Μακελλαρίων (χασάπηδων, κρεοπωλών) κλπ.

Πιθανολογώ οτι σε καποια Βυζαντινή πηγή (ισως στο ιδιο το Επαρχικό βιβλίο του Λεοντος του Σοφού) ανεγράφετο "ο προστάτης των Βόρδων[αρίων]" που σημαίνει ο "Προιστάμενος τής Συντεχνίας των μουλαράδων" και ισως και αλόγων. Αντιγράφηκε από εκεί λανθασμένα και μεταφέρθηκε «Βόθρων»[β] απο τους μετέπειτα ερευνητές που δεν μπήκαν στον κόπο να το ψάξουν. Η παρανόηση ενισχύθηκε και απο τήν ύπαρξη των υπονόμων στο φόρο του Αμαστριανού.

[α] Αμαστριανός">Φόρος (forum) αγορά πιθανοτατα επί της Μέσης οδού, μεταξύ του Φόρου του Βοός και του Θεοδοσιανού Φόρου.

ών μαχαίραις παρ' αυτών εν νυκτί άνηρέθη· ους ό βασιλεύς κρατήσας καί μεληδόν κατακόψας κατέκαυσεν έν τοις Άμαστριανού. Ο δέ άπελάτης ...

Συμεών ο Μεταφράστης - Χρονικόν Τομος 1 σ. 261

* Η Αμάστρις ήταν πόλις στα παράλια της Παφλαγονίας (η Αρχ. Ελλην. «Σήσαμος» και σήμερα Τουρκ. Amasra ( 7.000 κατ). < Κυρ. αρσ. όνομα 'Αμαστρις ανεψιός του Δαρείου ΙΙΙ του Πέρσου. επιθ. Αμαστριανός (ο κάτοικος της Αμάστρεως) και ισως αργοτερα επώνυμο.
Αρριανου Αλεξάνδρου Ανάβασις 7α

Σημασία

Μεταφορικά, ο όρος «μουλάρι» μπορεί να χρησιμοποιηθεί:

○ για κάποιον που είναι ιδιαίτερα επίμονος (μουλάρωσε).

○ για κάποιον που έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να επωμίζεται ευθύνες χωρίς ωστόσο να το κάνει (είκοσι χρονών μουλάρι). Λέγεται εναλλακτικά, και υποτιμητικά.

Η λέξη μούλος ή μούλικος αποτελεί ύβρη συνώνυμη του μπάσταρδος και αναφέρεται σε εξώγαμο ή αγνώστου πατρότητας παιδί.
Πολλές φορές λέγεται και χαιδευτικά πχ. «για δες το μούλικο τί πονηρό που είναι!»

Συνώνυμα

Από την ηχητική ομοιότητα και τη χρήση χρησιμοποιείται αντί του μουλάρι η λέξη "γομάρι".

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λέξεις είναι ταυτόσημες. Το γομάρι από το αρχαίο γόμος < γέμω σημαίνει φορτίο. Συνεκδοχικά όμως αποδίδεται στο μουλάρι αλλά και στο γαϊδούρι.

Πρβλ. Την Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου του Κώστα Βάρναλη:
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά
του χωριού την εκκλησιά.

Φράσεις - Εκφράσεις

Μουλάρωσε: Πείσμωσε

Παροιμίες - Φράσεις παροιμιώδεις

mulum de asino pingere (ζωγραφίζει ημίονο από γάιδαρο) μια παροιμιακή έκφραση που χρησιμοποιείται όταν αρχικό και το αντίγραφο, διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους, ή όταν παραλογισμοί αντιπροσωπεύονται από παραλογισμούς, ή βρίσκεται ψέματα με ψέματα.

muli Mariani (τα μουλάρια του Μαρίου) Προσωνύμιο που δίνονταν στους στρατιώτες του Γάιου Μάριου γιατί πους ανάγκαζε να κουβαλούν οι ίδιοι τις αποσκευές τους, φορτωμένοι σαν μουλάρια πρβλ. Το Ελληνικό στρατιωτικό τραγουδάκι:

Οι φαντάροι, οι φαντάροι
φορτωμένοι σαν γαιδάροι.

1. Μουλάρι ποιος σε γέννησε; - Τ' άλογο ειν΄ο θείος μου [241.768]

2. Το μουλάρι κι αν παινιέται, απο γαιδαρο κρατέται[241.769]

Παροιμιόμυθοι

300 Βίβλος Γεννέσεως

431

431

Λογοτεχνία

Οι ομηρικοί νεκροπομποί

Η σορός του Εκτορα επιστρέφει με ημιόνους στήν Τροία:

... η Κασσάντρα η όμορφη σα χρυσωπή Αφροδίτη στην άκρη ανέβη
και θωράει το γέρο της πατέρα με τον καλόφωνο μέσα στ' αμάξι
κράχτη, νεκρό είδε πού φέρνανε τα δύο μουλάρια πίσω στο στρώμα
απάνου πλαγιαστό.
Και μπήγει εφτύς το κλαμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη
τη χώρα κάτου «Αντρες γυναίκες, τρέξτε εφθύς τον Εκτορα να δείτε».

εσταότ᾽ ἐν δίφρῳ, κήρυκά τε ἀστυβοώτην:
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ἡμιόνων ἴδε κείμενον ἐν λεχέεσσι:
κώκυσέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ:
ὄψεσθε Τρῶες καὶ Τρῳάδες  Ἕκτορ᾽ ἰόντες.

Ιλιάδα Ραψ. Ω 701-704

Δημοτική ποιηση

Ανδρούτσος ο πραματευτής, Ανδρούτσος ο στρατιώτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα,
κ' η μούλα η χρυσοσκέπαστη βαστάει το νιόν αφέντη.
Ο νιος αποκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλλάρης,
κ' η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα των κλεφτώ, των καπιταναραίων.
Κι' ο νιος όταν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
στέκει και διαλογίζεται και διασκορπάει το νου του.
"Τάχα μην είναι κλέφταις δω, μην είναι χαραμήδες;"
Το λόγο δεν απόσωσε κ' η συλλογή τ' εκράτει,
κ' η κλεφτουριά ξεφάνηκε σαράντα δυο νομάτοι.
Άλλοι του κόφτουν τοις τριχαίς, άλλοι τα ξεφορτώνουν.
Στέκει και τους παρακαλεί να μην τα ξεφορτώνουν.
"Παιδιά, μην ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμαι ο μαύρος μοναχός δεν μπορώ να φορτώσω,
μου πλήγιασαν τα στήθη μου, φορτώντας ξεφορτώντας.
-Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι,
δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν' κλαίει τα μουλάρια!

http://www.myriobiblos.gr

ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ

Απο το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδ. Ελύτη - Η ΠΟΡΕΙΑ - Ανάγνωσμα

ΗΜΙΟΝΗΓΟΙΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί.
Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά.
Και ξεφόρτωναν τη ρέγκα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε.
Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να' χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ' όλο που το' χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας.
Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους.
Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να 'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και "Λοχία" είπε "τι βαρυγκομάς;
Αυτοί πού ναι ταγμένοι για τη ρέγκα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο"
Και ο Ζώης: "Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες; "
Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης: "Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα βρουν, θαν τα βρουν".
Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: "Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα βρει; "
Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: "Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει".
Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε.
Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν.
Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει.
Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγκα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένιστη φαγωμένη την όψη μας.

Αργότερα η ειδικότητα του ημιονηγού δίνονταν σε επικίνδυνους κομμουνιστάς ακόμα και όταν τα μουλάρια καταργήθηκαν από τον στρατό. Τα μουλάρια καταργούνται και οι διώξεις συνεχίζονται.

Σύνθετα - Παράγωγα

Κατσικομούλαρα : Το σύνολο των κτηνων ελάσεως και βοσκής κάποιου. Συνεκδοχικά η περιουσία του σέ ζώα. Απαντάται στήν φράση «ζωή στα κατσικομούλαρά σας» που σημαίνει «Συλυπητήρια!»

Βιβλιογραφία

039 Α. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ- ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΚΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΙ ΕΝ ΒΥΖΑΝΤΙΩ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΒΑΝΙΑΣ -2000
241 ΙΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑ ΜΠΟΥΣΟΥΝΗ - 1865 ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΑ - ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ - 2010
1065 - Δημ. Λουκάτος - Νεοελληνικοί Παροιμιόμυθοι - Ερμής - 1972
Κλικ εδώ για να δείτε την βιβλιογραφία.
Οι παραπομπές γράφονται με μορφή [ββββ.σσσσ] μέσα στο κείμενο ως εκθέτες.Οπου ββββ = αριθμό ή τον κωδικός του βιβλιου της βιβλιοθήκης μου και, σσσσ = ο αριθμός σελίδας ή παροιμίας.
Copyright © 2011 - Aris Stougiannidis 16-08-2011