Λόγος

1. Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.
2. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν .
3. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν.

   

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κεφ. 1 Στ. 1
(κι΄οποιος καταλάβει τι θέλει να πεί ας μου γράψει)

   

Ο λόγος στον οποίο αφιερώνεται ο ιστοχώρος «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΑΣ», έχει πάρα πολλές έννοιες όπως και το ρήμα «λέγω» που παράγει το ουσιαστικό «λόγος».

Παραθέτω αυτούσια τα λήμματα απο τον Κριαρά «Λεξικόν της Δημώδους Ελληνικής Γραμματείας». Οι κίτρινες υπογραμμίσεις αποτελούν δικές μου επισημάνσεις και προσθήκες. Τοποθετήστε τον δείκτη του ποντικού σας πάνω στο κείμενο για περισσότερες λεπτομέρειες ή και σχόλια

Η θεολογική άποψη της λέξης λόγος είναι σε τέτοιο βαθμό μπερδεμένη που διερωτάται κανείς για τον συγγραφέα "ήθελε να περάσει ένα μήνυμα ή να συσκοτίσει σε μέγιστο βαθμό τά πράγματα. Εκτός αν έπινε ή έπαιρνε παραισθησιογόνα".

 

 

λέγω· ελέγω· λέω· γ́ πληθ. λέσι· λέσινε· αόρ. είπουν· μτχ. ενεστ. λέγας· λεγάμενος.

  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Μιλώ, λέω:
          • (Ερωφ. Δ́ 470), (Πανώρ. Ά 58
          • (με σύστ. αντικ.):
            • (Γεωργηλ., Βελ. Λ 294), (Διήγ. παιδ. 811
          • (για έμφαση μαζί με το λαλώ):
            • έχω να ειπώ και να λαλήσω ρήμα (Διήγ. παιδ. 631
        • β) αναφέρω, κάνω λόγο για κ.:
          • (Προδρ. IV 248
          • τ’ όνομά μου το γλυκύ κιαμιά φορά να λέγεις (Ερωφ. Έ 289
        • γ) συνηθίζω να λέω, χρησιμοποιώ μια κοινή έκφραση:
          • εις μια κλωστή μπαμπακερή κρέμομαι, σαν το λέσι (Ερωφ. Β́ 446· Πεντ. Γέν. X 9).
      • 2) (Με είδος σύστ. αντικ.):
        • λέγει (ενν. o Δεμέστικος) προς τον πρίγκιπα απόκρισιν ετέτοιαν (Χρον. Μορ. Η 5514).
      • 3) Συζητώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω:
        • σύρσου καμπόσο 'ς μια μεριά ν’ ακούσομε είντα λέσι (Φορτουν. Δ́ 453).
      • 4) Προφέρω:
        • τ’ όνομά σου το γλυκύ λέγοντας με χορταίνει (Πανώρ. Γ́ 560).
      • 5) Διηγούμαι, εξιστορώ:
        • πολλές … ηθέλανε το λέγει για παραμύθι (Ερωτόκρ. Ά 973· Διγ. Άνδρ. 3974
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • να σας ειπώ αφήγησιν, καταλογήν μεγάλην (Χρον. Μορ. Η 1201· Ριμ. Βελ. ρ 982).
      • 6) Μνημονεύω, προαναφέρω:
        • εμήνυσεν ο ρήγας του ρηθέντος Καρλούν Τζε να σταθεί … (Μαχ. 5825).
      • 7) Σημειώνω, τονίζω:
        • να γυρίσετε στην εδική σας χώρα. Λέγω στη χώρα σας, γιατί δεν είστε … στην Κρήτη πλιο (Ερωφ. Πρόλ. 111).
      • 8) Παριστάνω, παρουσιάζω:
        • ό,τι γροικούν τ’ αθρώπου πως τ’ αρέσει, αν έχει βλάβη και κακό, κείνοι καλό το λέσι (Ερωτόκρ. Γ́ 146).
      • 9) Ανακοινώνω, γνωστοποιώ:
        • τούτη τση την απόφαση σήμερον είπε μού τη (Ερωφ. Έ 558).
      • 10)
        • α) Ρωτώ:
          • με γλυκότη του ρηγός στά του 'πε απιλογήθη (Ερωτόκρ. Ά 1948· Κοσμογ. 1031
        • β) αναρωτιέμαι:
          • εκλαίγανε κι ελέγανε ποιοι να 'ναι σκλαβωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44013).
      • 11) Ζητώ, αξιώνω:
        • δεν σώνει που μας έσυρνε εκεί στην ερημίαν, μα λε να πολεμήσομε του Πώρου βασιλείαν (Αλεξ. 1744).
      • 12) Απαντώ:
        • ειπέ με, κύκνε ασύσσουμε … τι θέλεις εις τον γάμον; (Πουλολ. 7).
      • 13)
        • α) Παρακαλώ, ικετεύω:
          • ήλεγε (ενν. το παιδί) των Τουρκώ να μην το πάρου (Λεηλ. Παροικ. 433· Διγ. Άνδρ. 37010
        • β) επικαλούμαι τη βοήθεια κάπ.:
          • δεν έλεγες … τους αδελφούς σου … του φτάσειν και κρημνίσειν με (Διγ. Ζ 1870).
      • 14) Αναφωνώ, κραυγάζω:
        • «… βαβαί! πού το λαμπρόν μου γένος;» Και ταύτ’ ειπών εξήπλωσεν (Βέλθ. 1182
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • στριγγή φωνήν ελέγασιν (Θρ. Κων/π. 110).
      • 15)
        • α) Αποκαλύπτω, φανερώνω:
          • πρόσεξε δε μη τα ειπείς εξ ων σε εμπιστεύθην (Βέλθ. 984· Ερωφ. Έ 349
        • β) εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι, λέω κ. εμπιστευτικά:
          • κράζει τη νένα τση χωστά …, με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση (Ερωτόκρ. Ά 646· Σπαν. Ο 252).
      • 16) Πληροφορώ, ενημερώνω:
        • ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ μ’ εβιάζαν (Απόκοπ. 128).
      • 17)
        • α) Διαβιβάζω:
          • θες τσ’ ειπεί από λόγου μου πως … (Ερωφ. Δ́ 95
          • να πεις των πονεμένων … χαιρετισμούς (Απόκ. 555
        • β) ειδοποιώ, στέλνω μήνυμα, παραγγέλλω:
          • (Βελλερ., Επιστ. 62
          • Γύρεψε τον Πανάρετο λοιπό, κι απ’ όνομά μου του 'πέ πως τονε καρτερώ (Ερωφ. Β́ 182).
      • 18)
        • α) Βεβαιώνω:
          • Νένα, 'ποθαίνω, λέγω σου (Ερωφ. Έ 295
        • β) αποδεικνύω:
          • αυτός δεν είναι ουδέ στραβός ουδέ ζουγλός, Φροσύνη, και μαρτυρά και λέγει το το πράμαν οπού γίνη (Ερωτόκρ. Ά 1024).
      • 19) Απαγγέλλω:
        • (Εκατόλ. Μ 18), (Αχιλλ. Ο 518).
      • 20) Διακηρύσσω, διαλαλώ:
        • είν’ καλύτερο, γαμπρό να κάμεις ένα να λέγει πως την βασιλειάν επήρεν από σένα (Ερωφ. Δ́ 524).
      • 21) Προλέγω, προφητεύω:
        • ένας του άλλου ηλέγαμεν τό έχομεν να γενούμεν (Διήγ. ωραιότ. 429· Πεντ. Γέν. V 29).
      • 22) Υπερασπίζομαι:
        • ως εγνώρισε ο αφέντης πως ορίζει να πει κι αυτός το δίκιο του, έτοιας λογής αρχίζει (Ερωτόκρ. Β́ 850).
      • 23)
        • α) Υποστηρίζω, πρεσβεύω, φρονώ:
          • απ’ το φόβο λέγουσι το ψόμα πως κινάται (Ερωτόκρ. Β́ 887
        • β) ισχυρίζομαι:
          • τώρα λογούμαι βασιλιός, τώρα την εντροπή μου μπορώ να πω πως έλειωσεν η χέρα η εδική μου (Ερωφ. Έ 232· Στάθ. Ά 71).
      • 24) Καταθέτω:
        • (Ασσίζ. 35120
        • να ομόσουν επάνω εις τα άγια να πουν αλήθειαν (Ασσίζ. 29625).
      • 25) Προβάλλω κάπ. δικαιολογία, προφασίζομαι:
        • το στέμμα … ουδέν το επαραδέχτη … λέγων: «Ουκ είμαι άξιος …» (Χρον. Μορ. Ρ 109· Ερωφ. Ά 645).
      • 26) Παραδέχομαι, ομολογώ:
        • θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση (Ερωφ. Δ́ 447).
      • 27)
        • α) Εννοώ:
          • (Ψευδο-Σφρ. 56233
        • β) σημαίνω, δηλώνω:
          • δε γνώθει είντα θα πει πέλαγο και κολόνες (Στάθ. Β́ 284
        • γ) ερμηνεύω, εξηγώ:
          • ηφέραν το βιβλίον όπου έγραφαν κι ελέγασι του τόπου τα συνήθια (Χρον. Μορ. Η 7568
        • δ) επεξηγώ, διευκρινίζω:
          • ένα γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο με γράμματα που λέγασι πως είναι σκλαβωμένο (Ερωτόκρ. Β́ 226).
      • 28)
        • α) Πιστεύω, νομίζω, έχω την εντύπωση:
          • έλεγα πως η μοίρα μου τούτά 'χε μου χαρίσει (Ερωφ. Ά 377
          • (εδώ χρ. της δυνητικής οριστ. να είπες):
            • τα δένδρα τα αμίλητα να είπες και αδονούσαν (Αχιλλ. L 780· Βέλθ. 453
        • β) φαντάζομαι, υποθέτω:
          • οπού σε βλέπει, αφασιανέ, ότι φορείς το ρούχον … να ειπεί ότι είσαι αρχοντόπουλον (Πουλολ. 275).
      • 29)
        • α) Εκφράζω, διατυπώνω:
          • τη βουλή μου μ’ ορίζεις ποιά 'ναι να την πω (Στάθ. Ιντ. β́ 82
        • β) αποφαίνομαι, γνωματεύω:
          • Μην βαρεθείτε το ζιμιό ώστε να ιδείτε τέλος, κι ύστερα με τον λόγον σας πέτε αν έχει οφέλος (Ευγέν. Πρόλ. 154· Ερωτόκρ. Δ́ 1360).
      • 30)
        • α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
          • όσοι τον είδαν είπασιν άγγελον ομοιάζει (Ιμπ. 399
        • β) σκοπεύω (να κάνω κ.):
          • λέγω ν’ αφήσω τα πολλά (Διήγ. παιδ. 209
        • γ) παίρνω την απόφαση, αποφασίζω κ.:
          • εάν ευρείτε και σφαλτόν να μη με βλασφημάτε, ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα (Σταυριν. 1293).
      • 31) Εκφωνώ:
        • να λέγει και να γράφει πολιτικά μετριάσματα και πολιτογραφίας (Προδρ. II 7).
      • 32) Τραγουδώ:
        • ο τραγουδιστής … οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει (Ερωτόκρ. Ά 475
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • μοιριολόγιν έλεγε (Βέλθ. 128· Λόγ. παρηγ. L 205).
      • 33) Προστάζω, διατάζω:
        • (Συναξ. γυν. 889), (Καλλίμ. 1280).
      • 34)
        • α) Συμβουλεύω, νουθετώ:
          • όσο η Φροσύνη τση 'λεγε το μίλημα ν’ αφήσει τόσο την εξαγρίευγε (Ερωτόκρ. Γ́ 529
        • β) παρακινώ, προτρέπω:
          • ο πόθος και η αγάπη μου … ελπίδες με γεμώνουσι … και λέσι μου να χαίρομαι (Φορτουν. Γ́ 421
        • γ) υποδεικνύω, καθοδηγώ:
          • μαζώνει τα (ενν. τα χορτάρια) καταπώς της ειπώθηκε (ενν. από την Παναγία) (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422
        • δ) διδάσκω:
          • Ο μύθος λέγει μας … (Αιτωλ., Μύθ. 12525
        • ε) προτείνω· συνιστώ:
          • αμή λέγω … να βρούμεν αληθή πούπετε μάντην (Ερμον. Η 230· Προδρ. IV 567).
      • 35)
        • α) Ονομάζω, αποκαλώ:
          • (Ερωτόκρ. Ά 1886), (Πανώρ. Έ 25
        • β) χαρακτηρίζω:
          • φταίσιμο … γή κρίμα δε μπορούσι όσοι κι αν το γροικήσουσι, με δίκιο να το πούσι (Ερωφ. Β́ 262).
      • 36)
        • α) Σχολιάζω:
          • (Χρον. Μορ. Η 5008
          • συκοφαντούν και λέγουν με ότι αγαπώ σε, αφέντρα (Ch. pop. 224
          • (με σύστ. αντικ.):
            • τα χείλη των κακόγλωσσω … ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι (Ερωφ. Αφ. 20
        • β) διαδίδω, μεταφέρω φήμη:
          • λέγουσι και τούτο, πως ο Καρμουρίδας των αφήκε δ́ χιλιάδες υπέρπυρα (Επιστ. ηγουμ. 175).
      • 37)
        • α) Προσάπτω, καταλογίζω· κατηγορώ κάπ. για κ.:
          • τσ’ Ερωφίλης … να λέγει χίλιες εντροπές (Ερωφ. Δ́ 86
          • λέγεις γαρ ως … την σύζυγον αφήρπασα (Βέλθ. 1240
        • β) επιπλήττω:
          • πολλά να λυπηθείτε κι ογιάντα να το δηγηθώ στο 'στερο να μου πείτε (Ερωφ. Έ 34
        • γ) απειλώ:
          • έρωτας … τυραννά με … με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σατα λέγει (Ερωτόκρ. Ά 1669).
      • 38) Επιθυμώ:
        • ορίζει προς με …: «πρωτοβεστιαρίτα, … συ λέγω να απέλθεις εις τον Μορέαν …» (Σφρ., Χρον. 11824).
      • 39) Υπολογίζω την αξία κάπ.:
        • Σαν πολλά τον λες τον γέρο, σαν πολλήν τιμήν τον κάμνεις (Πτωχολ. Β 92).
      • 40) Διαλέγω, προτιμώ:
        • (Ερωφ. Β́ 215).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Μιλώ:
        • πολλάκις οι απρόσεκτοι λέγουν απερισκέπτως (Σπαν. Α 345).
      • 2) Αναφέρομαι σε κ., κάνω λόγο για κ.:
        • εγώ θωρώ τα χρονικά, λέγουν δι’ ανδρειωμένους (Θρ. πατρ. 93).
      • 3) Προαναφέρω:
        • Για τούτο, ως είπα, δεν παινώ του βασιλιού τα πλούτη (Ερωφ. Ά 577).
      • 4) Συζητώ:
        • δεν εντρέπεστε … διά τα μαλλιά να λέετε; (Συναξ. γυν. 591).
      • 5)
        • α) Γνωμοδοτώ:
          • Τσ’ άρχοντες … έκραξε για να πούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33521
        • β) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ:
          • άραντες ουν αυτόν και μη θέλοντα ειπείν εποιήσαντο … πατριάρχην (Ιστ. πολιτ. 109).
      • 6) Θρηνολογώ:
        • εθάμπυναν τα μάτια μου από το πε και κλάψε (Γεωργηλ., Θαν. 84).
      • 7) (Προκ. για μουσικό όργανο) ηχώ:
        • όρισεν, ελαλήσασιν και είπαν τα σαλπίγγια (Χρον. Μορ. Η 1136).
      • 8) (Παρενθετικά) επαναλαμβάνω:
        • Ο τόπος όπου επέζευσα, λέγω, εκεί όπου εστάθην (Απόκοπ. 23).
      • 9) (Μεταβατικά) λοιπόν:
        • «Όταν την απήρα, λέγω, εκ το χέριν, όπερ οίδας …» (Πτωχολ. α 630).
  • II. Μέσ.
    • 1) Διαδίδομαι:
      • τα λόγια όπου ειπήθησαν ενταύτα εις τα φουσσάτα μη τα πιστέψει γαρ κανείς (Χρον. Μορ. Η 3896).
    • 2) Είμαι:
      • του Λαρδοφάγου του ρηγός λέγεται θυγατέρα (Ζήνου, Βατραχ. 49).
    • 3) (Με ενεργ. σημασ.)
      • α) διηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω:
        • ή γλώσσα να ελέξεται και χείρα να συγγράψει … τά γέγονεν εις Τροίαν (Βυζ. Ιλιάδ. 12
      • β) συζητώ:
        • ο βασιλεύς … τον δέχθη και εις το σπίτι μετ’ αυτού πολλήν ώραν ελέχθη (Κορων., Μπούας 86).
  • Φρ.
  • 1) Είπα, ειπέτε = είδος παιδικού παιχνιδιού:
    • (Προδρ. IV 369).
  • 2) Λέγει ο λογισμός (μου) =
  • (α) έχω τη διαίσθηση:
    • (Ερωτόκρ. Ά 661
  • (β) σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
    • (Θρ. πατρ. Ο 90).
  • 3) Λέγει ο νους μου, η όρεξή μου = προαισθάνομαι:
    • (Ερωφ. Β́ 86), (Ερωτόκρ. Ά 1361).
  • 4) Λέγεται κ. βεβαίως = αποδεικνύεται, είναι βέβαιο:
    • (Διγ. Esc. 1675).
  • 5) Λέγεται κ. εν τοις ωσί μου = πληροφορούμαι, μαθαίνω:
    • (Ψευδο-Σφρ. 38620).
  • 6) Λέγεται λόγος παλαιός = αναφέρεται από την παράδοση:
    • (Χειλά, Χρον. 353).
  • 7) Λέγουν με ονόματι, το όνομά μου = έχω το όνομα, ονομάζομαι:
    • (Φυσιολ. 37137), (Ερωτόκρ. Β́ 221).
  • 8) Λέγω (από) μέσα μου, εις νουν, εις την ψυχήν μου, μέσα στο νου μου, μόνος μου, τον εαυτόν μου = σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 1301, Ά 494), (Καλλίμ. 1042), (Διγ. Esc. 1420), (Παλαμήδ., Βοηβ. 655), (Βέλθ. 733, 725).
  • 9) Λέγω βουλήν = αποφασίζω:
    • (Καλλίμ. 1032).
  • 10) Λέγω (εις) πληροφορίαν = πληροφορώ, γνωστοποιώ, θέτω υπόψη κάπ.:
    • (Χρον. Μορ. H 4225), (Χρον. Μορ. Ρ 715).
  • 11) Λέγω κ. εκ στόματος = διηγούμαι λεπτομερώς:
    • (Χρον. Μορ. Η 3125).
  • 12) Λέγω κακό, βλ. κακόν Φρ. 1.
  • 13) Λέγω καλλιά = προτιμώ:
    • (Ερωφ. Β́ 212).
  • 14) Λέγω καλόν, καλά, βλ. καλόν (I) Φρ. 3.
  • 15) Λέγω κατά της διαθήκης = προσβάλλω τη διαθήκη:
    • (Ελλην. νόμ. 57913).
  • 16) Λέγω (την) λειτουργίαν = λειτουργώ:
    • (Διήγ. ωραιότ. 363, 862).
  • 17) Λέγω κ. μεγάλως = μεγαλοποιώ:
    • (Προδρ. IV 280).
  • 18) Λέγω το ναι = συγκατατίθεμαι:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 464).
  • 19) Λέγω την ομιλίαν = συζητώ, συνομιλώ:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 224).
  • 20) Λέγω όρκους κάπ. =
  • (α) δίνω ένορκες διαβεβαιώσεις:
    • (Απόκοπ. 253
  • (β) εξορκίζω:
    • (Λίβ. Ν 1557).
  • 21) Λέγω (το) όχι σε κάπ. = αρνούμαι, αποκρούω (ερωτική συν.) πρόταση:
    • (Ερωτόκρ. Έ 1420), (Ερωφ. Β́ 300), (Κυπρ. ερωτ. 743).
  • 22) Λέγω σε κάπ. τα παστικά του = βρίζω κάπ.:
    • (Φορτουν. Δ́ 362).
  • 23) Λέγω την προσευχή μου = προσεύχομαι:
    • (Γαδ. διήγ. 297).
  • 24) Λέγω τα συγχαρίκια = ανακοινώνω ένα χαρμόσυνο γεγονός:
    • (Διγ. Gr. 919).
  • 25) Υπάγω ή (υ)παγαίνω λέγοντας = συνεχίζω, συνεχίζω να λέω:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 267v, φ. 85v, φ. 136r).

·  Το γ́ εν. ενεστ. απρόσ. =

  • 1) (Ενεργ.) αναγράφεται, αναφέρεται:
    • ακούσατε τι λέγει εις τας Πράξεις των αγίων Αποστόλων (Ιστ. πατρ. 18813).
  • 2) (Μέσ.) φημολογείται:
    • τον πλούτον αυτού δημοσί επώλησεν … ως λέγεται (Ιστ. πολιτ. 7716).

·  Το απαρέμφ. ως ουσ. =

  • 1) (Ενεστ.) η ρητορική:
    • άξιος εις το λέγειν (Εγκ. αγ. Δημ. 110179).
  • 2) (Αόρ., τ. 'πείν)
    • α) λόγος· ρητό, απόφθεγμα:
      • μεγάλη διαφορά είναι από το ’πείν ως το να ποίσει (Μαχ. 47627
      • το 'πείν τους φιλοσόφους (Μαχ. 39025).
    • β) πληροφορία, μαρτυρία:
      • κατά το ’πείν τους λας (Μαχ. 59433).

[αρχ. λέγω. Το γ́ πληθ. λέσι στο Du Cange (λ. λέσειν) και σήμ. κυπρ. Η μτχ. λεγάμενος στο Somav. και σήμ. Η λ. και ο τ. λέω και σήμ.]

 

 

 

λόγος ο· 'λλόγος· λογία· ?λογιά· γεν. εν. ολόγου· πληθ. λόγια.

  • 1)
    • α) Ό,τι λέει κάπ., κουβέντα:
      • (Διγ. Gr. 429), (Απολλών. 325
      • πότε να ιδώ κοιτώναν της και λόγια της ακούσω; (Λίβ. Esc. 1557
      • μην πιστεύετε … εις τα γλυκά της λόγια (ενν. της γυναίκας) (Βεντράμ., Γυν. 37
      • (ως σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.):
        • (Καλλίμ. 1670), (Κορων., Μπούας 23
        • λάλησε λόγον, τι σιγάς; (Καλλίμ. 488
        • Πόσα εβαττολόγησας ληρήματα και λόγους (Διήγ. παιδ. 541· Πεντ. Γέν. XXIV 33
    • β) λέξη:
      • ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα (Πεντ. Γέν. XI 1
    • γ) πρόταση, φράση· ρητό, ρήση:
      • να γράφει ορθά και να συντάσσει τα λόγια του με τέχνην γραμματικήν (Σοφιαν., Γραμμ. 84· Περί ξεν. 463 κριτ. υπ.
    • δ) νόημα, σημασία:
      • Audi, ascolta, γροίκησε, τρία σε λόγον ένα (Φορτουν. Έ 242).
  • 2)
    • α) Ομιλία:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 596
    • β) λεκτική ικανότητα· αφηγηματική ευχέρεια:
      • ο ασθενής … χάνει τον λόγον του (Ασσίζ. 1838
      • να λάβω … μνήμην και λόγον … ορθώς να ερμηνέψω (Συναξ. γυν. 3).
  • 3) Γλώσσα:
    • Ρωμογενής είσαι, φαίνεσαι εκ του λόγου (Βέλθ. 1248).
  • 4)
    • α) Πρόταση:
      • δεν εδέχθη τους λόγους τους διά να παντρευθεί (Δωρ. Μον. XXVIII
    • β) συμβουλή:
      • πείσθητι γεροντικοίς και πατρικοίς μου λόγοις (Προδρ. III 72
      • όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται (Πανώρ. Έ 254
    • γ) διδασκαλία, κήρυγμα:
      • βλάπτοντ’ οι μη ακούσαντες τον λόγον του Κυρίου (Σπαν. A 187· Πηγά, Χρυσοπ. 58 (17)
      • τ’ αφτιά τως λόγια του Θεού ποτέ τως δε γροικούσι (Ζήν. Δ́ 323).
  • 5)
    • α) Γνώμη, κρίση, άποψη:
      • Όλοι τον ετιμούσασιν, τον λόγον του εστέργαν (Χρον. Τόκκων 1314· 1356), (Συναδ. φ. 15v
    • β) σκέψη, υπόθεση:
      • (Αχιλλ. (Smith) Ν 692
    • γ) ερώτηση:
      • ρωτημό ερώτησεν ο ανήρ … Και αναγγείλαμε … τα λόγια ετούτα (Πεντ. Γέν. XLIII 7).
  • 6) Επιχείρημα:
    • παραστήσαι διά λόγων πιθανών ότι τα συμβάντα τ Μουράτ ουκ ην αιτία ο βασιλεύς (Δούκ. 2317· Παλαμήδ., Βοηβ. 1088).
  • 7)
    • α) Εντολή, διαταγή:
      • (Πανώρ. Ά 376), (Πικατ. 505), (Διγ. Z 392
      • έκφρ. τα δέκα λόγια = οι δέκα εντολές:
        • (Πεντ. Δευτ. IV 13
    • β) απόφαση:
      • (Ιμπ. 321
      • πολλούς εκρέμασεν άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον (Συναδ. φ. 33r).
  • 8) Απειλή, εκφοβισμός:
    • Εμέ δε μόνον βλέποντες (ενν. οι στρατιώται) λόγοις ήλπιζον τρώσαι (Διγ. Gr. 2463).
  • 9)
    • α) Μήνυμα, παραγγελία:
      • Του έστειλε λόγον ότι: «ο πατέρας σου σε θέλει να σου ομιλήσει» (Χρον. σουλτ. 294
      • του βασιλέως λόγια τον πατριάρχην είπαν (Αρσ., Κόπ. διατρ. [141]
      • (προκ. για επιστολή):
        • (Σπαν. V 15
    • β) επιθυμία:
      • να κάμω σαν το λόγο σου (Πεντ. Γέν. XLVII 30).
  • 10) Αγόρευση, ρητορεία:
    • (Ιστ. πατρ. 1172), (Προδρ. ΙΙΙ 14
    • έκφρ. ανήρ λογιών = εύγλωττος:
      • (Πεντ. Έξ. IV 10).
  • 11)
    • α) Διήγηση, εξιστόρηση, αφήγηση γεγονότων:
      • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 21, 845), (Μάρκ., Βουλκ. 3447
    • β) πλαστή διήγηση, μύθος:
      • (Λόγ. παρηγ. L 748).
  • 12)
    • α) Τμήμα συγγραφής, κεφάλαιο, ενότητα:
      • (Διγ. Z 247, 1630
    • β) (προκ. για νόμο) διάταξη, όρος:
      • να φυλάξετε τα λόγια της διαθήκης ετουτηνής (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΧ 8).
  • 13) (Στον πληθ.) στίχοι τραγουδιών:
    • Τα λόγια του (ενν. του τραγουδιστή) τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω (Ερωτόκρ. Ά 875· Ά 886).
  • 14)
    • α) Υπόσχεση, ένορκη διαβεβαίωση:
      • όρκον δεν κρατούσι, δεν στέκονται στον λόγον τους, σ’ εκείνο που μιλούσι (Σταυριν. 1258
      • οπού … τα λόγια τους πιστεύγει, τ’ αγρίμια 'ς λίμνην κυνηγά (Απόκοπ. 263
    • β) προφορική συμφωνία:
      • λόγον είχαμεν μόνον, και ουδέ κείνος εκράτησεν τον λόγον του (Μαχ. 28034· Ασσίζ. 15810
    • γ) όρος:
      • (Δούκ. 41728), (Διγ. Gr. 93).
  • 15)
    • α) Συζήτηση, συνομιλία:
      • (Χρον. Μορ. H 7566
      • Τούτα τα λόγι’ ας πάψομε κι ας έρθομεν εις άλλο (Πανώρ. Γ́ 327
    • β) (συν. στον πληθ.) διαπραγματεύσεις, συνεννοήσεις:
      • (Έκθ. χρον. 610
      • Οι Γενουβήσοι … δεν εβγατίζουν … ουδέ με τους πολέμους ουδέ με τα λόγια τους (Μαχ. 49027· Λίβ. Esc. 2255).
  • 16)
    • α) Μάθηση, παιδεία, επιστήμη:
      • (Γλυκά, Στ. 12), (Θεματογραφία 20
      • έκφρ. μέτοχος λόγου = κάτοχος γνώσεων, μορφωμένος, επιστήμων:
        • (Έκθ. χρον. 288
    • β) ο νους, η λογική:
      • με λόγον και καρδιά … ουδέποτέ μου μετά με, ψυχή μου, να σ’ αρνήθη (Φαλιέρ., Ιστ. 719
      • τα γράμματα σπουδάζουσι … να 'ναι εις λόγον φρόνιμοι (Φλώρ. 161
    • γ) (πληθ.) ασκήσεις λογικής (ή και ρητορικής· πβ. και σημασ. 10):
      • Εις λόγους και μαθήματα γύμναζε τον εαυτόν σου (Σπαν. B 172).
  • 17)
    • α) Πληροφορία, είδηση:
      • (Χειλά, Χρον. 349), (Χρον. Μορ. P 3876
      • Σαρακηνόν ηπάντησαν … και λόγια τούς ελάλησεν … (Διγ. Esc. 68
    • β) μαρτυρία:
      • Περί κριτού ότι … να μην πιστεύει λόγους τινός χωρίς να εξετάζει (Βακτ. αρχιερ. 157
      • ταύτα τα λόγια οπού είπες έχεις μάρτυρες …; (Ιστ. πατρ. 16123
    • γ) μυστικό:
      • όπου εμπιστευθεί σε λόγον, … μη το φανερώσεις (Σπαν. A 391
      • εκφρ. απόκρυφος, μυστικός λόγος = μυστικό:
        • (Διγ. Gr. 422), (Διγ. Z 665
    • δ) κατηγορία, μομφή:
      • ανήφερεν εις αυτόν λόγους σκληρούς και φοβερούς …, ως ότι οι Ρωμαίοι τον πάπαν έχουν διά αιρετικόν (Ιστ. πατρ. 14813).
  • 18) Φήμη:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 61).
  • 19) Προφητεία, πρόβλεψη:
    • έφθασεν η κόρη εις τον δωδέκατον χρόνον κατά τον λόγον οπού προείπεν ο μάντης (Διγ. Άνδρ. 3152).
  • 20) Λογοδοσία, απολογία:
    • όταν υπάγει εις τον κριτήν, τι λόγον να λαλήσει; (Αλφ. (Μπουμπ.) I 56).
  • 21) Δικαιολογία:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 58r).
  • 22) Αιτία:
    • (Βέλθ. 510
    • Όταν λυπείται άνθρωπος και φανερώνει λόγον … (Διγ. A 2538).
  • 23) Παροιμία:
    • ο λόγος λαλεί: «Κρατεί με ο δυνατός και δέρνει με ο αδύνατος» (Μαχ. 25619
    • εκφρ. δημοτικός, δημώδης, παλαιός, παροιμιακός, χωρικός λόγος = παροιμία ή παροιμιώδης έκφραση:
      • (Γλυκά, Στ. 116, 19), (Διήγ. παιδ. 423
      • καθώς φησίν ο παλαιός λόγος (Rechenb. 11 (έκδ. παλαιολόγος· διόρθ. Κριαράς)· Βίος Αλ. 608), (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
  • 24) Παράκληση, δέηση:
    • (Κορων., Μπούας 18
    • Εις τον Θεόν εστείλασι λόγον να τους γλυτώσει (Αιτωλ., Μύθ. 1115).
  • 25) Συγκατάθεση:
    • εζήτει παρά του βασιλέως λόγον του εξελθείν της Πόλεως και ελθείν εν τ Αγί Όρει (Δούκ. 712).
  • 26) Λογομαχία, φιλονικία:
    • επράυναν τα λόγια τους κι έβαλάν τους σ’ αγάπην (Χρον. Μορ. H 4191· 955).
  • 27) Αναθεματισμός:
    • της γραίας μ’ έκαψαν οι λόγοι κι οι κατάρες (Γαδ. διήγ. 293).
  • 28) Όρος μαθηματικός:
    • (Rechenb. (Vog.) 75).
  • 29) (Θεολ.) ο ενσαρκωμένος Χριστός:
    • Συ (ενν. Θεοτόκε) κατά σάρκα τον Θεόν εγέννησας και Λόγον (Εις Θεοτ. 17· Διγ. Esc. 1816).
  • Εκφρ.
  • 1) Από λόγου = προφορικά:
    • (Βαρούχ. 7014).
  • 2) Δυο λόγια = λίγες λέξεις, λίγες κουβέντες:
    • (Μανολ., Επιστ. 173), (Ch. pop. 22).
  • 3) Εκτός λόγου = χωρίς συζήτηση, αναντίρρητα:
    • (Διγ. Gr. 1041).
  • 4) Εξ αέρων λόγος = θεία φώτιση:
    • (Ριμ. Βελ. ρ 734). Ομως σήμερα λέγοντας "Αερολογίες" εννοουμε «έπεα πτερόεντα», ανοησιες, φληναφήματα.
  • 5) Κατά λόγον, βλ. κατά Εκφρ. 9.
  • 6) Με λόγια = θεωρητικά, υποθετικά: Με τα λογια και τα λογια κτιζει ανωγεια και κατωγεια (παροιμια)
    • (Χρον. Μορ. H 825).
  • 7) Ουδέ λόγος = οπωσδήποτε, αναμφισβήτητα:
    • (Λίβ. Sc. 1314).
  • 8) Παλαιός λόγος = παράδοση (πβ. και σημασ. 23):
    • (Χειλά, Χρον. 353).
  • 9) Ο ρέων χύδην λόγος = άποψη που κυκλοφορεί γενικά για κ.:
    • (Ψευδο-Σφρ. 15013).
  • 10) Το του λόγου = όπως λέει ο λόγος, κατά τη συνηθισμένη έκφραση:
    • (Διγ. Gr. 871).
  • 11) Υπέρ λόγον = ανυπολόγιστα, σε υπερβολικό βαθμό:
    • (Καλλίμ. 284).
  • 12) Χάριν λόγου = για παράδειγμα:
    • (Πτωχολ. Β 64).
    • Φρ.
    • 1) Αίρω λόγους, βλ. αίρω.
    • 2) Αλλάττω αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου), βλ. αλλάσσω IÁ1α φρ.
    • 3) Βάλλω λόγια, βλ. βάλλω 3θ. Διαβάλλω
    • 4)
    • α) Βάνω λόγια, λόγους, βλ. βάνω I30β·
    • β) βάνω λόγο στο στόμα κάπ. = καθοδηγώ, υπαγορεύω σε κάπ. τι θα πει:
      • (Πεντ. Αρ. ΧΧΙΙΙ 16).
    • 5) Βαστάζω τον λόγον κάπ., βλ. βαστάζω Ά13. Τηρώ υποσχεση
    • 6) Βαστώ τον λόγον κάπ., βλ. βαστώ Ά15.
    • 7) Βγαίνω από τον λόγον μου = αθετώ την υπόσχεσή μου:
      • (Χρον. σουλτ. 11428).
    • 8) Βγάνω λόγους, βλ. βγάνω 14γ.
    • 9) Γίνεται λόγος, βλ. γίνομαι 4ι.
    • 10)
    • α) Δίδω λόγον, δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μερωμένα, δίδω λόγον φοβερόν, βλ. δίδω ΙΆ7γ·
    • β) δίδω (τον) λόγον =
    • (α) υπόσχομαι γάμο:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [286]
    • (β) διατάζω:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42525, 53915).
    • 11) Δράσσω λόγια = αποσπώ, «παίρνω λόγια» από κάπ.:
      • (Ιμπ. 755).
    • 12) Εγείρω τον λόγον προς κάπ., βλ. εγείρω ΙΆ4.
    • 13) Εμφαίνω λόγους, βλ. εμφαίνω ΙΆ1.
    • 14) Να μη έναι λόγος, ουκ ένι λόγος, ουκ έχω λόγον = (επιρρ.) «ούτε λόγος», αναμφισβήτητα:
      • (Φλώρ. 1250), (Λίβ. Sc. 2412), (Λίβ. Esc. 3594).
    • 15) Ενεργώ λόγον, βλ. ενεργώ Ά1 φρ.
    • 16) Έρχομαι εις λόγον, έρχομαι εις λογία, βλ. έρχομαι φρ. 3 και 4. Ηρθαν στα λόγια = αρχισαν να αλληλοϋβρίζονται.
    • 17) Έχω λόγο μέσα μου = προσέχω, φροντίζω, έχω το νου μου:
      • (Απόκοπ. 174).
    • 18) Μεταδίδωμι λόγους = μιλώ, συζητώ:
      • (Διγ. Gr. 1454).
    • 19) Μοιράζω τον λόγον = μιλώ με σειρά:
      • (Βεν. 49).
    • 20) Μπαίνω εις λόγια =
    • (α) διχογνωμώ, φιλονικώ:
      • (Μαχ. 1886
    • (β) μιλώ, συζητώ κ.:
      • (Ερωφ. Β́ 25).
    • 21) Περνάει ο λόγος μου = εισακούομαι:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 167).
    • 22) Πιάνω το λόγο ή τα λόγια κάπ. = εισακούω κάπ.:
      • (Πανώρ. Γ́ 450), (Ιστ. πατρ. 10216).
    • 23) Πλαταίνω λόγους διά κάπ. = συζητώ εκτενώς για κάπ.:
      • (Φλώρ. 207).
    • 24) Προπέμπομαι λόγον = μιλώ:
      • (Διγ. Gr. 513).
    • 25) Στέκω ή στέκομαι εις τον λόγον μου = κρατώ την υπόσχεσή μου:
      • (Χρον. σουλτ. 8315, 1242).
    • 26) Στήνω λόγον = κάνω συμφωνία:
      • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1083).
    • 27) Στρέφω λόγο κάπ. = πληροφορώ κάπ. (για κ.):
      • (Πεντ. Δευτ. Ι 22).
    • 28) Συναίρω λόγον ή λόγους = μιλώ, λέγω:
      • (Δούκ. 4072), (Διήγ. παιδ. 56).
    • 29) Χάνω τα λόγια ή τους λόγους μου = ματαιοπονώ:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 879), (Απολλών. 552).
    • 30) Χοντραίνω εις λογία = ανταλλάσσω άσχημες κουβέντες:
      • (Μαχ. 3205).

·  Η γεν. εν. λόγου έναρθρη ή άναρθρη και με τα κτητ. μου, σου, του, κ.τ.ό., συχνά με τις προθ. από, διά (για, ογιά), εις, εκ, με, μετά, προς, σε χρ.

  • α) ως περιφραστική προσωπ. αντων.:
    • εδώκασιν τον πρίγκιπαν … δι’ ευεργεσίαν λόγου του μερίδι του πολέμου (Χρον. Μορ. P 7106
    • ποτέ από λόγου μου δεν έχουν 'λεημοσύνη (Κατζ. Πρόλ. 26
    • ως άλυσιν τους έπλεξα (ενν. τους στίχους) διά λόγου εδικού σου (Ερωτοπ. 161
    • να λυτρωθώ από λόγου τως δεν το 'λπιζα ποτέ μου (Ερωτόκρ. Έ 890
  • β) ως αυτοπαθής αντων.:
    • αυτοί οπού φονεύουν του λόγου τους (Βακτ. αρχιερ. 140
    • Δεν έκλαιγε του λόγου του πως θέλει να πεθάνει (Βίος Δημ. Μοσχ. 203
    • φρ. είμαι διά λόγου μου = είμαι ανεξάρτητος:
      • (Ασσίζ. 1612).

[αρχ. ουσ. λόγος. Ως β́ πληθ. λόγια ο πληθ. του ουσ. λόγιον. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ.]

     
   

Συνώνυμα

 

κουβέντα η.

  • Συζήτηση, συνομιλία:
    • έσμιξαν και έκαμαν κουβέντες (Χρον. Τόκκων 1799). Πλεοναστικο ουσιαστικο κουβεντολογιον

[<ουσ. κόμβεντος ή κομβέντος <λατ. conventus. Η λ. και σήμ.]

κουβεντιάζω.

  • Κουβεντιάζω, συζητώ:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4044).

[<ουσ. κουβέντα + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. και σήμ.]

κουβέντιασμα το.

  • Κουβέντα, συζήτηση:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40319).

[<αόρ. του κουβεντιάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]

 

Παράγωγα

Απο το «λέγω»

αμφιλεγόμενος, καταλεγόμενος προλεγόμενα

 

Απο άλους χρόνους ή συνώνυμα ρήματα

Φημί= Φήμη, φημημένος, φουμιστός, περίφημος, Πολύφημος, ευφημώ, επευφημιες

Παρακ. Λεγω ειρηκα, ειρημένος, ρήμα, ρηματική διακοίνωση

μετοχή. Λεγάμενος (αντι ειρημένος) - Εραστής

Απο το «λόγος»

      • πρόλογος
      • διαλογος
      • επιλογος
      • κατάλογος
      • ανάλογος

Απο το λόγιον (ομιλώ)

    • Αναλογιον
    • Καταλογιον

Απο το λογιον (συλλεγω)

    Εδεικτικες λεξεις μα κατάληξη -λογιον ή -λογος
  • Ανθολόγιον
  • Γυρολόγος
  • Δημοτολόγιον
  • Εορτολόγιον
  • Ζωολόγος
  • Θεολ'ογος
  • Ιστολόγιον
  • Κλητωρολόγιον
  • Μηνολόγιον
  • Νεολόγος
  • Ουρολόγος
  • Παλαιόγος
  • Στομαχολόγος
  • Τερατολόγος
  • Ψευδολόγος
  • Ωρολόγος

λόγιμος, επίθ.

  • 1) Εκλεκτός, αξιόλογος:
    • (Καλλίμ. 1023).
  • 2) Μορφωμένος:
    • μετά λογίμων ανδρών αποφήνομεν εγράφως (Ελλην. νόμ. 5238).
    • Προσφώνηση : Ελλογιμότατε κ. Χ

[αρχ. επίθ. λόγιμος]

 

λόγιον το.

  • Λόγος, ρητό, γνωμικό από την Αγία Γραφή ή άλλα εκκλησιαστικά κείμενα:
    • (Φυσιολ. 3435

[αρχ. ουσ. λόγιον]

  • επληρώθη το ιερόν λόγιον το λέγον «ουρανός πολύφωτος η εκκλησία» (Ιστ. πατρ. 19814· Δούκ. 22914).
  • Τα διαβηματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν Σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία.

 

Α. Συνθετικό λογο- λογοτέχνης, λογογράφος, λογοκριτής, λογοκλόπος κ.α.

 

Β. Συνθετικό -λόγος

 

Βλ. παραπάνω μερικα απο τα αναρίθμητα παραγωγα που σημαίνουν ο συλλέγων ή ο απασχολούμενος με κάτι : Πουλολόγος, Ανθολόγος, Μετεωρολόγος, Αστρολόγος, κατάλογος

 

-λόγιον

Ανθολογιον, Ημερολόγιον, Καταλόγιον, Ωρολόγιον, Κλητωρολόγιον

 

-λογος

άλογος, διάλογος, παράλογος, πρόλογος, κατάλογος, ανάλογος, δωσίλογος

 

 

 

 

λογοθέτης ο.

  • Ά
    • 1)
      • α) Οφίκιο στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός: Ο λαμαβάνων ή ελέγχων Λογαριασμον.[300,4366]
        • (Ερωτοπ. 561
      • β) (τίτλ.) μέγας λογοθέτης = ανώτερη βαθμίδα του αξιώματος του λογοθέτη:
        • (Σφρ., Χρον. 1303
        • δώσω αυτ έτερον μείζον οφφίκιον, το του μεγάλου λογοθέτου (Ψευδο-Σφρ. 37220·)>

        Τα χρυσόβουλα αφορούσαν κυρίως σε δωρεές προς μοναστήρια, ναούς κ.λπ. καθώς και όποτε τύχαινε ανάγκη πρόσθετων διατάξεων με προσθήκη νέων τεμαχίων περγαμηνής που αναλάμβανε ο Μέγας λογοθέτης ή ο λεγόμενος λογοθέτης του δρόμου με ειδικές σημειώσεις τη συγκόλληση των νέων τεμαχίων, βεβαιώνοντας έτσι το αλληλένδετο και τη φυσική συνέχεια του κειμένου. Στο χρυσόβουλο αναφέρονταν ο Αυτοκράτορας με ερυθρό μελάνι δια της λέξεως «λόγος» (της Βασιλείας μου), το όνομα του μήνα, τον αριθμό του έτους της Ινδικτιώνας και τον τελευταίο αριθμό της χρονολογίας.

      • γ) ανώτατος αυλικός, πιθ. «λογοθέτης του γενικού»:
        • (Πτωχολ. α 203
      • δ) διαχειριστής των αυτοκρατορικών οικονομικών υπηρεσιών, πιθ. «λογοθέτης του ειδικού»:
        • (Πτωχολ. α 936
      • ε) (τίτλ.) λογοθέτης των οικιακών = αξιωματούχος που είχε ως καθήκον τη διαχείριση των αυτοκρατορικών κτημάτων:
        • (Μαλαξός, Νομοκ. 516).
    • 2) Ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως:

       

      • τον λογοθέτην έκραξε κι είπε του να ποιήσει έτερον προβελέντζιο (Χρον. Μορ. H 7745). (Χρον. Μορ. H 7622
    • 3) Τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες:
      • (Ιστ. Βλαχ. 829).
  • Β́
    • 1) Οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2211).
    • 2) (Τίτλ.) μέγας λογοθέτης = (ως τίτλ. λαϊκού προσώπου) ανώτατος αξιωματούχος των πατριαρχείων:
      • (Ιστ. πατρ. 18118).
    • 3) Αξιωματούχος μητρόπολης:
      • Εγέγονα λογοθέτης Σερρών υπό του κυρ Δανιήλ (Συναδ. φ. 42v).

[μτγν. ουσ. λογοθέτης. Η λ. σε έγγρ. του 10. αι., κ.ε. και σήμ. ποντ.]

Περίπλοκο;

- Ουτε λόγος!

   

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

  • Δώσαν λόγο - Υποσχέθηκαν Αρραβώνα
  • Εδοσε το λογο του - Υπεσχέθη (συνώνυμο «επι τω λογω τη τιμής του»).
  • Αν συντρέχει λόγος - Αν υπάρχει εύλογη αιτία.
  • Του ζήτησε το λόγο - Απαίτησε παροχη εξηγήσεων
  • Μετα λόγου γνώσεως - Συνειδητά
  • Ο περι ου ο λογος - Εκεινος για τον οποιον ομιλούμε.
  • Ηρθανε στά λογια - Ξεκινησαν να ανταλασσουν ύβρεις και απειλές (... πριν να έρθουν στα χέρια.)
  • Ουδείς λόγος - Δεν γινεται συζήτηση ή διαπραγματευση. πχ. "περι ορέξεως ουδείς λογος"
  • Δεν γενάται λογος - Ομοιως
  • Του λογου σας - Εσεις.
  • Ζωή σε λόγου σας - Συλληπηρια φράση.
  • Που λέει ο λογος - Ως συνηθως ή παροιμιακώς λέγεται, οπως λεει ο λαός ή ο κοσμος
  • Λόγου χάριν - Επι παραδειγματι, παραδείγματος χάριν.
  • Αξιον λογου - Αξιμον να αναφερθει, αξιόλογο
  • Φυσικώ τω λόγω - Οπως ειναι φυσικό
  • Επ ουδενί λογω - Με κανενα τρόπο, Αποκλείεται!
  • Συμφώνησαν δια λογου - Χωρις τήν σύνταξη νομιμοποιητικού εγγάφου, συμφωνητικο'ύ.
  • Κατά πρώτον λόγον - Κατ΄ αρχάς
  • Κατά μείζονα λόγο - Πολύ περισσότερον
  • Μ΄ένα λογο - Λακωνικά, συντόμως,
  • Εβγαλε λογο - Εξεφώνησε μια ρητορική ομιλία. (πβ. Δεκάρικος λογος)
  • Μεγάλα λόγια - κομπορημοσύνες, καυχήματα
  • Λογος και αντίλογος
  • Να σου πω ένα λόγο - Να σου αναφέρω κάτι.
  • Δεν μου πέφτει λογος - Δεν διακιουμαι να ομιλησω επι του θεματος
  • Τον λόγο έχει ο Χ - Στον Χ παρέχεται το βήμα για να αγορεύσει.
  • Τι μέρος του λόγου ειναι αυτος; - Τι χαρακτηριστικά, κυριως ήθους, έχει; (Απο την σχολική Τεχνολογία).
  • Περνάει ο λόγος σου - Διαθέτεις το απαιτούμενο κύρος ώστε να εισακούεσαι.
  • Εχει το λόγο του - Εχει κάποια απόρρητη αιτία
  • Λόγο στο λόγο - με την πρόοδο των συνεννοήσεων
  • Γι΄αυτους τους λόγους - Για αυτές τις αιτίες

Απο αλλους χρόνους του ρ. λέγω ή απο συνώνυμα ρήματα

  • Είπα και ελάλησα - Δεν θα επανέλθω στο θέμα
  • Είπα ξείπα - Σβύνω την παρόλα μου.
  • Εμένα μου λές - Μην το λες σε εμένα διότι το γνωρίζω καλύτερα.
  • Λες; - Υποθέτεις
  • Να τα πούμε; - [ενν. τα κάλαντα ]
  • Αυτός έφα - Το είπε αυτός [ενν. ο Αριστοτέλης]
  • Τάδε έφη ... - αυτά είπε ο Χ (απο του εργο του Φ. Νίτσε Τάδε έφη Ζαρατούστρα)
  • Αμην Αμην Λέγω υμίν - Πράγματι σας λέω ... (ΚΔ)

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

  • Μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλο λόγο μήν πεις
  • Ο λόγος σου μ΄εχόρτασε και το φαεί σου φάτο.

 

 

   

ΕΠΩΝΥΜΑ:

Επώνυμα επωνύμων που έχουν σχέση με το «λέγω» και τον «λόγο»

(*) χρησιμοποιώ απο πρόθεση, και για λόγους χλευασμού, τον συνήθως χρησιμοποιούμενο όρο «επώνυμος» αντί του ορθού «διάσημος». Σήμερα όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα επώνυμο, είναι δηλαδή «επώνυμοι».

ΛΕΓΑΤΟΣ

Απο το Λέγω (μέ τήν εννοια «συγκεντρώνω») > Lego > Legio > Legatus)


(Αρχηγός Λεγεώνας, Λέγω (μέ τήν εννοια συγκεντρώνω) > Lego > Legio > Legatus).Ο Λεγάτος ήταν κατά την αρχαιότητα υψηλόβαθμος αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού. Προερχόμενος από την τάξη των συγκλητικών, είχε ως άμεσο προϊστάμενο τον dux, ενώ ήταν ανώτερος ιεραρχικά από τους τριβούνους, οι οποίοι διοικούσαν τις κοόρτεις. Προκειμένου να διοικήσουν ένα στράτευμα ανεξάρτητα, κι όχι υπό τις διαταγές ενός dux ή επάρχου, οι λεγάτοι έπρεπε να κατέχουν τουλάχιστον το αξίωμα του πραίτορα. Επίσης λεγάτοι ονομάζονταν οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι του ρωμαϊκού κράτους, στους οποίους η Σύγκλητος ανέθετε μια αποστολή σε ξένη χώρα, αλλά και οι αντιπρόσωποι ξένων κρατών στην πόλη της Ρώμης. Αυτή η έννοια της λέξης επιβιώνει μέχρι τις ημέρες μας και συγκεκριμένα στο αξίωμα του Παπικού Λεγάτου.

Γεράσιμος Λεγάτος - Μαθηματικός και Συγγραφέας

Εργα του : Συνήθεις διαφορικές εξισώσεις (1993), Ανάλυση - Μαθηματικά (1990), Μετασχηματσιμοί συναρτήσεων (2005) , Άλγεβρα (1990)

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ

  1. Τιμητικός τίτλος που δίνεται σε λαϊκούς από το Πατριαρχείο
  2. Αξίωμα υψηλόβαθμου πολιτικού υπαλλήλου στο βυζαντινό κράτος (ιστορία) βλ. Α. Στουγιαννίδη - Η Βυζαντινή Γραφειοκρατεία

 

Χρυσσόβουλον Ι. Παλαιολόγου

ΛΟΓΟΘΕΤΙΔΗΣ

Ο Βασίλης Λογοθετίδης (1900 - 20 Φεβρουαρίου 1960) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Βασίλης Ταυλαρίδης. Καθιέρωσε το επίθετο Λογοθετίδης με το ντεμπούτο του στο θέατρο το 1919.

ΨΕΛΛΟΣ (αυτός που ψελλίζει)

Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) ήταν Βυζαντινός λόγιος, θεολόγος και φιλόσοφος, που έζησε τον 11ο αιώνα, σε μια εποχή που ουσιαστικά μπήκαν τα θεμέλια για την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με αλλεπάλληλες επιθέσεις εξωτερικών εχθρών, εξεγέρσεις, εσωτερικές διαμάχες και μεταβολές των συνόρων.

ΤΡΑΥΛΟΣ (αυτός που τραυλίζει)

ΤΡΑΥΛΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

Ο Αντώνης Τραυλαντώνης ήταν Μεσολογγίτης. Γεννημένος στο Μεσολόγγι το 1867, πέθανε την ημέρα του Αγ. Αντωνίου το 1943. 'Ηταν οκτώ χρόνια νεώτερος από τον Παλαμά και τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Μαλακάση. Μαζί με την "Πίκρα" του Παλαμά και τα "Μεσολογγίτικα" του Μαλακάση, η "Εξαδέλφη" του Τραυλαντώνη μας μεταφέρει στον κυματισμό και την μαγεία της μεγάλης Λιμνοθάλασσας.

Ι.Διηγήματα - Νουβέλες • Η Εξαδέλφη. Αλεξάνδρεια, έκδοση του περιοδικού Γράμματα, 1912. • Διετής θητεία· Αναμνήσεις εφέδρου αξιωματικού. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Ηλία Ν. Δικαίου, 1921. • Διηγήματα Α΄. Αθήνα, Ζηκάκης, 1921. • Διηγήματα Β΄ · Η Κρουσταλλένια και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Βασιλείου, 1922. • Δούλων ψυχές· Ηλιοστάλαχτη. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Ηλία Ν. Δικαίου, 1923. • Απολογία μισανθρώπου και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Δημητράκος, 1930. ΙΙ.Μυθιστορήματα • Λεηλασία μιας ζωής· Μυθιστόρημα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936. ΙΙΙ.Λόγοι • Τρεις λόγοι. Αθήνα, Ζηκάκης, 1925.

ΒΑΜΒΑΙΝΩΝ = ο τραύλιζων

ΒΑΜΒΑΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ

Ο Nεόφυτος Βάμβας (1770-9 Ιανουαρίου 1855) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λόγιους και είναι ένας από τους λεγόμενους «Δάσκαλους του Γένους», εκπρόσωπος του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Γεννήθηκε στη Χίο. Μετά τη σχολική εκπαίδευση πήγε άλλα δυο χρόνια στην Σίφνο, όπου η σχολή εκεί είχε μόνο ένα διδάσκαλο, τον Μισαήλ τον Πάτμιο. Ξαναγύρισε στο χωριό του, για να το ξαναεγκαταλείψει, και να πάει αυτή τη φορά στην Πάτμο για διετείς σπουδές, όπου δίδασκε ο περίφημος Δανιήλ. Αργότερα πήγε στην Πίζα της Ιταλίας και σπούδασε μαθηματικά και φιλοσοφία. Στην Χίο, συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Αδαμάντιο Κοραή. Όταν ανέλαβε την διεύθυνση της τοπικής ανώτερης σχολής το 1811 συνέβαλε καθοριστικά ώστε να εξουδετερωθεί η συντηρητική επίδραση που άσκησε στην τοπική παιδεία επί δεακετίες ο Αθανάσιος Πάριος.

ΒΩΒΟΣ

Μπάμπης Βωβός - Διεθνής Τεχνική εταιρεία. Απο την ντροπή του γράφει πάντα το όνομα babis vovos

ΒΑΛΒΗΣ - Από το λατινικό Balbus = Ψελλός [267,62]

Δημήριος Βάλβης: Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 8 Μαΐου 1808 και καταγόταν από οικογένεια ιερωμένων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, βρισκόταν μέσα στην πόλη με την οικογένεια του και την τελευταία στιγμή διέφυγε στη νήσο Κάλαμο και από εκεί στην Ιταλία, όπου βρισκόταν ο θείος του, Σπυρίδων Βάλβης, και ο αδερφός του, Ζηνόβιος Βάλβης, που σπούδαζε νομικά. Ακολούθησε και αυτός την νομική επιστήμη σπουδάζοντας νομικά στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1834 και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο. Το 1872 ανέλαβε την προεδρία του Αρείου Πάγου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1885. Κατά τη διάρκεια της θητείας του διετέλεσε πρόεδρος του ειδικού δικαστηρίου που δίκασε μέλη της κυβερνήσεως Βούλγαρη (Σιμωνιακά). Λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον διόρισε στις 3 Μαΐου 1886 πρωθυπουργό, θέση στην οποία παρέμεινε για λίγες μέρες. Είχε τιμηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 1892 και ενταφιάστηκε στην Αθήνα. Ήταν άγαμος.

   
 Copyright 2010 © - Συντάκτης Α. Στουγιαννίδης