Μισεύω

Φεύγω σε αποστολή.

ο Μπαμπινιώτης [131 σ. 863] το ετυμολογεί από το μίσσα < lat. missa

ο Κριαράς στο λημα "μισεύω" μισεύω· μισεύγω· μτχ. ενεστ. μισευάμενος.

1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι: # αν μισεύσειν βούλεσαι από την Ρωμανίαν, σήμερον έπαρε τα σα (Διγ. Esc. 344· Πανώρ. Έ 420)·

2) εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι: # μισεύγω από την Κύπρον εις τα ξένα (Κυπρ. ερωτ. 596· Ιμπ. 249)·

3) (με τα ρ. διαβαίνω, πηγαίνω, κ.ά. συνών.): #

Ο Καμπανέσης όρθωσε κι εμίσεψε κι εδιάβη (Χρον. Μορ. H 1897· 5151)·

β) αποσύρομαι, αποχωρώ: + εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση (Ερωτόκρ. Γ́ 1052· Μαχ. 5223)·

γ) αποστατώ: εμίσεψεν κι εδιάβη εις τον εχτρόν (Χρον. Μορ. H 3356)·

δ) διαφεύγω, ξεφεύγω: + ήθελε να με βάλει … σ' έν' αρχοντικό, κι εμίσεψα στανιό τση (Κατζ. Δ́ 81)·

ε) (προκ. για πλοίο, στόλο, κ.τ.ό.) αποπλέω: + (Πορτολ. A 32820), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2118).

2) Εγκαταλείπω (κάπ.) αβοήθητο: o από τους χριστιανούς μηδέν μισέψεις μάλλον (ενν. συ, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλης) (Αχέλ. 1330). *

3) (Μεταφ. προκ. για χρον. διάστημα) περνώ, τελειώνω: o η μέρα μάς μισεύγει (Ερωτόκρ. Δ́ 1772). * 4) (Μεταφ.) o

α) εκλείπω, εξαφανίζομαι: + Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε (Πανώρ. Β́ 225)· o

β) (προκ. για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι: + να ιαθούσιν τα αμμάτια του να του μισέψει η τυφλότης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 463). *

5) (Μεταφ.)

α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω: + με θάνατον καλόν … να μισέψει (Φαλιέρ., Ρίμ. 63· Χούμνου, Κοσμογ. 2811)· o β) (με υποκ. τις λ. ψυχή, πνεύμα): + απήτις μισέψει η ψυχή απού το κορμίν (Αποκ. Θεοτ. II 12· Κυπρ. ερωτ. 10463)· + (προκ. για λιποθυμία): # με το νερό να κάμομεν να στρέψει το μισεμένο πνεύμα στο κορμί της (Πιστ. βοσκ. IV 5, 334). * Φρ. *

1) Μισεύει από τον λογισμόν μου κ. = παύω να σκέπτομαι κ.: o (Θησ. Γ́ [211]). *

2) Μισεύει ο νους μου = «χάνω τα μυαλά μου», σαστίζω, παραλογίζομαι: o (Λίβ. N 1206). *

3) Μισεύω από την ζωήν ή από τον κόσμον = πεθαίνω: o (Ροδινός 208), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2838). [<ουσ. μίσσα (7. αι., Lampe) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. λαϊκ.]

 

 

ο Kουμανούδης στο Λατινοελληνικόόλεξικο του [181]= στο λήμα missio 1) άφεσις, .. 4) πέμψις, αποστολή.

 

Η άποψη μου είναι ότι είναι πιο πιθανό να προέρχεται από την ορολογία του Στρατού μισεύω = φεύγω σε αποστολή, αφού ο Βυζαντινός Στρατός ήταν απόγονος του Ρωμαϊκού στρατού. Ο ορθόδοξος Ρωμιός δεν άκουγε ούτε ήξερε την missa. αφού δεν πατούσε το πόδι του σε καθολική εκκλησιά. Το "μισεύω" σαν μεσαιωνική λογία έκφραση απαντάται στον "Ερωτόκριτο" του Κορν. "Τέσσερις μέρες μοναχά του δίνω να μισέψη" άλλα και σε συγχρόνους ποιητές όπως ο Ρίτσος στον "Επιτάφιο" του λέει "Μέρα Μαγιου μου μίσεψες" πρβλ. Αγγλικό mission Γαλλικό mission Ιταλικό missione