Αιχμές και υπαινιγμοί

 

αιχμή η [exmí]:

Κυριολεκτικά

1.η λεπτή και σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου και ιδίως εργαλείου· μύτη: H ~ του βέλους / του ακοντίου / του ξίφους / του μαχαιριού. Πληγώθηκε από ~ δόρατος.

2. το πιο ψηλό σημείο ιδίως μιας κατασκευής, το οποίο μοιάζει με αιχμή· κορυφή: H ~ της στέγης / του καμπαναριού. H ~ της καμπύλης σε μια γραφική παράσταση.

Μεταφορική σημασία

 1. το κυριότερο τμήμα ενός συνόλου: H ~ μιας στρατιωτικής επίθεσης / ενός πολιτικού προγράμματος. α. η μεγαλύτερη από μια σειρά ομοειδών ποσοτήτων: Ο αριθμός των προσκυνητών / των τουριστών έφτασε σε ~. β. η χρονική στιγμή κατά την οποία μια ενέργεια ή ένα φαινόμενο φτάνει στην πιο μεγάλη του ένταση: Kυκλοφοριακή / τουριστική ~. Ώρα / περίοδος αιχμής. || (φυσ.): ~ ηλεκτρικού ρεύματος / φορτίου. 2. σύντομη και όχι πολύ φανερή κατηγορία εναντίον κάποιου: Aπαράδεκτη ~ κατά του πρωθυπουργού / της χριστιανικής θρησκείας. Tο φιλμ απαγορεύτηκε, γιατί περιείχε αιχμές κατά του αρχηγού του κράτους.

[λόγ.: Ι1: αρχ. αχμή· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. pointe]

Λεξικό Τριανταφυλλίδη

Όμως ο Σταματάκος 261,45  αναφέρει

Αιχμή η.

1. Το άκρον του δόρατος, λατ. Cuspis. || Το δόρυ || ράβδος ή σκήπτρον ||

2. Ως περιληπτικό : σώμα ανδρών οπλισμένων υπό δοράτων (δορυφόρων). (έτσι και το ασπίς σημαίνει σώμα ασπιδοφόρων).

3. Πόλεμος, μάχη

Αποδέχεται την άποψη του Curtius  για την ετυμολογία της λέξεως από το ακ-ιμή (πρβλ. Ακ-ίς, ακ-ίδος Λατ. Acies) 

 

Εκφράσεις

Βρίσκομαι στο μεταίχμιο

Η αιχμή του δόρατος

Έκφραση κατά βάση λανθασμένη (είναι παλιλλογία αφού αιχμή νοείται το άκρον η μύτη του δόρατος βλ. 261,48 ) χρησιμοποιουμένη μέχρι ναυτιάσεως για διάφορες έννοιες. Κυρίως εννοεί το μεγαλύτερο  ή κυριότερο ή  ισχυρότερο μέσον ή επιχείρημα η πλεονέκτημα. Σταχυολογώ από το διαδίκτυο (την πρώτη από τις άνω των 10 σελίδων)

 

Παράγωγα

 

αιχμάλωτος -η -ο [exmálotos] Ε5 : 1α.που, συνήθ. με άσκηση βίας, έχασε την ελευθερία του και εξαρτάται από κπ. άλλο: Aιχμάλωτο αγρίμι / πουλί. Yπουργός ~ των τρομοκρατών. β. (για στρατιωτικό) που έγινε αιχμάλωτος κατά τη διάρκεια του πολέμου: ~ στρατιώτης / αξιωματικός. Aιχμάλωτη μεραρχία. Aιχμάλωτο τάγμα. Tον έπιασαν / έχουν / κρατούν αιχμάλωτο. || (ως ουσ.) ο αιχμάλωτος: Ένας ~ πολέμου. Σύλληψη / ανάκριση / κακοποίηση / ανταλλαγή / εξαγορά / απελευθέρωση αιχμαλώτων. Οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ή πουλήθηκαν ως δούλοι. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) που η βούληση ή οι ενέργειές του δεν είναι ελεύθερες αλλά εξαρτώνται από κπ. ή από κτ. άλλο· (πρβ. δούλος): Είναι κάποιος ~ των παθών / αναγκών του. Είναι ~ των υποσχέσεων / θεωριών κάποιου άλλου. Είναι ~ των θελγήτρων της· τίποτα δεν μπορεί να της αρνηθεί.

[λόγ.: 1: αρχ. αχμάλωτος· 2: σημδ. γαλλ. captif]

Ο αιχμάλωτος είναι αυτός που συνελήφθη (ο αλωτός < άλωση) με το δόρυ (αιχμή).  [261,45]

 

αιχμηρός -ή -ό [exmirós]:

1. Αυτός που έχει ή που καταλήγει σε αιχμή· μυτερός, σουβλερός: Aιχμηρό όργανο / αντικείμενο / εργαλείο / ξίφος.

2. (μτφ.) Αυτός που είναι πολύ έντονος και επομένως:

α. πολύ δυσάρεστος: ~ λίβελος. Aιχμηρή κριτική / ειρωνεία.

β. πολύ δύσκολος: Aιχμηρά προβλήματα / θέματα. Ορισμένα στοιχεία της υποθέσεως είναι αιχμηρά και άμεσα. γ. διαπεραστικός: Aιχμηρή ματιά. Aιχμηρό βλέμμα.

[λόγ. αιχμ(ή) -ηρός]

αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.

 

 

Σύνθετα

μεταίχμιο το [metéxmio]: το διαχωριστικό σημείο ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή διαφορετικά πράγματα ή καταστάσεις: Είναι / βρίσκεται κτ. στο ~.

[λόγ. < αρχ. μεταίχμιον «διάστημα ανάμεσα σε δύο αιχμές, αντίπαλα στρατόπεδα»]

Το αρχαίο επίθετο μεταίχμιος  παραγει το  ουσιατικοποιηθέν ουδέτερο μεταίχμιον το οποίο επεξηγεί ο Σταματάκος [261,616] : Ως το μεταξυ δυο στρατών διάστημα || η διαμφισβητουμένη μεθόριος, αμφισβητούμενα σύνορα, επίδικο έδαφος.

  1. Γενικώς, ο ευρισκόμενος εν μέσ, μεταξύ, μετέωρος.
Την εκφραση «βρισκομαι στο μεταιχμιο», την  θεωρω πλησιέστερη στα:

Σε καμιά από τις σημερινές χρήσεις με μεταφορική σημασία δεν εμπεριέχεται υπαινιγμός για κάτι αμφισβητούμενο.

Συγγενικά

Για την μεταφορική έννοια του «αιχμή» [261,41]

Αινίσομαι και αττική αινίττομαι (από το αίνος)  : μιλάω σκοτεινά, ασαφώς δηλ. Αινιγματωδώς, υπαινίσσομαι , υπονοώ.

Απο όπου παράγεται και ο

υπαινιγμός ο [ipeniγmós]: λόγος που υπαινίσσεται, που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ. με τρόπο έμμεσο και πλάγιο· (πρβ. νύξη): Σαφείς / χυδαίοι / λεπτοί / έξυπνοι υπαινιγμοί. Άφησε τους υπαινιγμούς και μίλησέ μου καθαρά.

[λόγ. υπαινικ- (υπαινίσσομαι) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

Αίνος : Διήγημα, μύθος || Μεταγενέστερα και κάτι που λέμε για να επαινέσουμε κάποιον. [261,41] (πβ. Ακουσε ύμνους και αίνους =πολλά κολακευτικά λόγια)

Στην εκκλησιαστική ορολογία όμως έχει ειδική σημασία, είναι σύνολο ψαλμών.Οι ψαλμοί ρμη', ρμθ' και ρν' αποτελούσι τους αίνους αντιστοιχούντας προς το κεκραγάριον του εσπερινού. Λέγονται δε οι αίνοι καθ' εκάστην απαραιτήτως, πλην των ημερών εν αις ψάλλεται Αλληλούια (εκτός των Σαββάτων). Καί, ή αναγινώσκονται, ή ψάλλονται.
http://www.typikon.net/Ainoi.htm

Μερικά από τα «Στηχηρά των Αίνων»Ανέστη Χριστός εκ νεκρών, Εξέδυσάν με .

Παραδείγματα

ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.4   κατίσχει νόσιος τν φθόνον, λλ’ αἰχμὴν | παρά τινος τν πομένων ρπάσας,

ΣΟΦ Φιλ 1307   ψευδοκήρυκας, κακος | ντας πρς αἰχμήν, ν δ τος λόγοις θρασες. | ΝΕ.

αχμάλωτα (2) τα

ΞΕΝ Ελλ 4.5.6   δ ξει μν κ το ραίου | πάμπολλα τ αχμάλωτα· πρεσβεαι δ λλοθέν τε πολλα |

ΞΕΝ Ελλ 4.5.8   π τ | ραιον· τ δ’ στεραίᾳ τ αχμάλωτα διετίθετο.

  Ο Ξενοφών χρησιμοποιεί το ουδέτερο «αιχμάλωτα» προφανώς με υποτιμητικό ύφος και  κατά συνεκδοχήν προς τά «ανδράποδα».

Περισσότερα στο Συμφραστικός Πίνακας Λέξεων του Ανθολογίου Αττικής Πεζογραφίας