Με τη λέξη «Φράγκος» κατάντησε να εννοουμε «Δυτικος Ευρωπαίος» αντι του «Γάλλος». Ετσι έχουμε «φραγκοραφτάδες» που ράβουν ευρωπαϊκά ρούχα αντί φουστανέλλας. Συγκλονιστικός ο εξορκισμός του καπετάν-Σήφακα όταν καίει τα φράγκικα ρούχα του γιού του επειδή αποφάσισε να πετάξει τα φράγκικα και να ντυθεί σαν άνθρωπος: «Όπως μας κάψατε Φράγκοι να καείτε». Ν. Καζαντζάκη «Ο Καπετάν-Μιχάλης»
logo Εγκυκλοπαιδικό και ετυμολογικό λεξικό Βυζαντινών λέξεων  
11-Dec-10

Περιλαμβάνονται και λέξεις της Φραγκοκρατίας

 
Κριτήριο ένταξης στο λεξικό είναι το περίεργον της λέξης, ή η επιβίωσή της σήμερα, ή η σκοτεινή ετυμολογία την οποία προσπαθώ να φωτίσω.
Οι κίτρινοι τίτλοι αφορούν όρους Ρωμαίικους ενώ οι κόκκινοι και πλάγιοι δηλώνουν όρους Φράγκικους. Για Βυζαντινούς τίτλους, επαγγέλματα και οφφίκια κλικ εδώ.
Μερικοί τίτλοι επιζούν ακόμα και σήμερα σε ξένες χώρες. Στην Ελλάδα παρά την ρητή Συνταγματική Απαγόρευση κάτι Θεοτόκηδες, Αβέρωφ, Σιγούροι, Ρώμες έκαναν χρήση τίτλου ευγενείας.

Επιλέξτε απο εδώ επιλογη

Επώνυμα:

Α

Ακρίτες

ΣΗΜΑΣΙΑ:Βυζαντινοί φύλακες των συνόρων

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Οι ακρίτες αντικατέστησαν τους milites limitaneos των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει μονίμως για να προφυλάξουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των βαρβάρων.

Ορος που συναντάται σε βυζαντινές στρατιωτικές πραγματείες του 10ου και 11ου αιώνα για να δηλώσει τους κατοίκους και τους υπερασπιστές των ανατολικών συνόρων του Βυζαντίου. Τα κατορθώματα των ακριτών εναντίον των μουσουλμάνων ενέπνευσαν το γνωστό επικό ποίημα του Διγενή Ακρίτα (το 12ο περίπου αιώνα). Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα παλαιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που σώζονται και συγγενεύουν με το «Έπος του Διγενή Ακρίτα».

Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες). Ήταν δηλαδή ένα είδος μόνιμων μισθοφόρων φρουρών και στρατιωτών.

Τον αριθμό τους ελάττωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος[1] όταν εγκατέστησε πολλούς από αυτούς στις πόλεις. Την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού το σώμα των ακριτών σχεδόν διαλύθηκε, αλλά όταν ξεκίνησαν οι επιδρομές των Αράβων την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, το σώμα των ακριτών αναπτύχθηκε πάλι και διατηρήθηκε μέχρι τους χρόνους των εικονομάχων.

Η σπουδαιότητα τους μειώθηκε μετά τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος συνέτριψε τους Άραβες και τους άφησε για πολύ καιρό ανίκανους για επιδρομές.

Αργότερα, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος διέλυσε ουσιαστικά τους ακρίτες όταν κατάργησε το αφορολόγητο και τους επέβαλε φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αφού πολλοί από τους ακρίτες αγανάκτησαν και πήγαν με τους Σελτζούκους Τούρκους, που την εποχή εκείνη είχαν ήδη αναπτυχθεί στις μικρασιατικές χώρες. Οι υπόλοιποι ακρίτες αφού δεν είχαν προσωπικό ενδιαφέρον για την τήρηση της ασφάλειας των συνόρων, τα παραμέλησαν με αποτέλεσμα αυτά να αφεθούν ανοιχτά στους Τούρκους και τον επεκτατισμό τους.

Την εποχή της δόξας τους (7ος – 10ος αιώνας) οι ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίων των Σαρακηνών και των απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας. Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού (ανάλογο με αυτό της μεσαιωνικής Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής, της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα τέτοια έχουμε μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα»[2]. Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες ακρίτες όπως, ο Ανδρόνικος, ο Αρμούρης, ο Βάρδας Φωκάς, ο Νικηφόρος, ο Πετροτράχηλος, ο Πορφύρης και άλλοι.

2. Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως «Διγενής Ακρίτης» ή «Έπος του Διγενή Ακρίτη». Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονος του Αυτοκράτορα Βασίλειου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο. Πρόσωπα και τόποι που αναφέρονται στο έπος μπορούν να ταυτιστούν με ιστορικά στοιχεία του 9ου και του 10ου αι., όπως οι πρόγονοι του εμίρη, πατέρα του Διγενή, που ενδέχεται να ταυτίζονται με προσωπικότητες του παυλικιανισμού, αλλά αυτά τα ιστορικά στοιχεία μέσα στο έπος δεν συνδέονται μεταξύ τους με αλληλουχία που να συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα, και επιπλέον το ιστορικό υπόβαθρο του 9-10ου αι. έχει εμπλουτιστεί με στοιχεία των επόμενων αιώνων (11ου και 12ου), επομένως δεν είναι εύκολο να εξαχθούν συγκεκριμένες πληροφορίες για το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η ζωή και η δράση του Διγενή.

1. Ρωμαίος αυτοκράτορας Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος Α΄ (273-337 μΧ), βασίλεψε την περίοδο 324-337 μΧ. Μετά τον θάνατό του έλαβε την προσωνυμία Μέγας και ανακηρύχθηκε από την παγκόσμια Χριστιανοσύνη Αγιος και Ισαπόστολος, αν και βαρύνεται με αποτρόπαια εγκλήματα εναντίον της ίδιας της οικογένειάς του. Σύμφωνα με το βιογραφικό του δολοφόνησε με φρικιαστικό τρόπο την γυναίκα του Φαυστα που ήταν Σύρια, τον γυιό του Πρίσκο και τον γαμπρό του Μάξιμο.

Ο Πρίσκος στραγγαλίσθηκε ενώ πλενόταν στα δημόσια λουτρά, η Φάουστα ζεματίσθηκε με καυτό νερό στην μπανιέρα της και ο Μάξιμος αποκεφαλίσθηκε. Τα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα που έγιναν με κίνητρο την ζηλοτυπία και υποψίες γιά εξυφαινόμενη συνομωσία, μαρτυρούν τις βλαβερες συνέπειες των συχνων λουτρών. Η αγιοποίηση του Κωνσταντίνου και της μητέρας του Ελένης, αποτελεί στίγμα γιά τον Χριστιανισμό

Η δολοφονία της γυναίκας του έγινε με προτροπή της μητέρας του Ελένης που ανακηρύχθηκε Αγία από την Εκκλησία επειδή φέρεται να "ανακάλυψε" τον τίμιο σταυρό στην Ιερουσαλήμ. Η δήθεν εύρεση του Σταυρού αποτελεί επικοινωνιακό εφεύρημα του τότε χριστιανικού κλήρου αφού ήταν αποδεδειγμένο πως στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι σταυροί καίγονταν ως μολυσμένοι λίγες ημέρες μετά την σταύρωση των θανατοποινιτών.

Ο Κωνσταντίνος, γεννημένος το 273 μΧ στην Ναϊσσό (Νις) της σημερινής Σερβίας, είχε Ιλλυρική καταγωγή. Πατέρας του ήταν ο Αύγουστος Κωνστάντιος ο Χλωρός. Εξελέγη πραξικοπηματικά αυτοκράτορας το 306 μΧ από τον στρατό διά βοής και βασίλεψε 13 χρόνια στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπήρξε νικητής σε όλους τους πολέμους που διεξήγαγε επι κεφαλής λεγεώνων αποτελούμενων από Γαλάτες.

Σύντομα πέρασε στο πάνθεο των μεγάλων αυτοκρατόρων με την ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως ισότιμης θρησκείας (313 μΧ) και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης - Nova Roma (Νέας Ρώμης) ως νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (330 μΧ) στην θέση του αρχαίου Βυζαντίου.

Ο σχιζοειδής χαρακτήρας του Κωνσταντίνου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αν και υποστήριξε τον Χριστιανισμό, υπήρξε σε ολόκληρη του την ζωή ηλιολάτρης και παγανιστής. Οι πηγές αναφέρουν πως βαπτίσθηκε ακούσια χριστιανός λίγο πρωτού ξεψυχίσει. Ο θάνατός του το 337 μΧ σε ηλικία 64 ετών προκάλεσε παγκόσμιο θρήνο στην αχανή εδάφη της αυτοκρατορίας. Υμνήθηκε σαν επίγειος Θεός από τους οπαδούς του και μισήθηκε θανάσιμα από τους αντιπάλους του.

Απο τους απελάτες προήλθε και το απελατίκι, ενα επιθετικό όπλο της Βυζαντινής περιόδου χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους ακρίτες. Ήταν φτιαγμένο απο μέταλλο και το άκρο του αποτελούνταν από μεταλλική σφαίρα, λεία ή με καρφιά. Ο ρόλος του ήταν να τραυματίζει τον αντίπαλο με ενα καίριο κτύπημα στο κεφάλι (κεφαλοθραύστης) ή να προκαλεί ζημιά στον αμυντικό του εξοπλισμό. Βλ. και Βαρδούκιον

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από τις «άκρες» = σύνορα

To ουσιαστικό η ακρώρεια ετυμολογείται απο το άκρον + όρος=βουνό η βουνοκορφή, η κορυφή βουνού ενω αντίθετο είναι η υπώρεια (πχ. «το χωριό βρίσκεται στις υπώρειες του Παρανασσού»). Δεν πρέπει να συγχέουμε το όριο με το όρος, ούτε να γραφουμε ακρόρια, που θα ηταν και ταυτολογία:«ή άκρη της άκρης».

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:Διγενής (τραγουδάει ο Ελ. Βενιζέλος)

ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Ακριτικά (αυτά που ανήκουν στους ακρίτες). πχ. Ακριτικά Ποιήματα, Ακριτικά Χωριά. Το ακρο

ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Άσχετη με τους ακρίτες ειναι η «ακριτομύθια» που ετυμολογείται απο το α (στερητικό) +κρίση (λογικό συμπέρασμα)+μύθος (περιγραφή) δηλ. ανοησία και αδιακριίια, κοινωνιολόγηση μυστικού απο επιπολαιότητα. Αναφέρεται (εσφαλμένα) «ακριτομυθεία» επειδή λεμε συχνά τη φράση «επληροφορήθην εξ΄ακριτομυθιών και ανεπιβεβαιώτων πληροφοριών» νόμισαν κάποιοι οτι ο ενικός ειναι «ακριτομυθεία»

ΠΗΓΕΣ:Wikipedia

αερικόν ή αήρ

ΣΗΜΑΣΙΑ:Συμπληρωματική έκτακτη φορολογία.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Συναντάται με δύο διαφορετικές σημασίες: πρώτον, ως πρόστιμο για κάποιο πταίσμα, που εισέπραττε κάποιος ιερέας ή φοροεισπράκτορας, και, δεύτερον, ως συμπληρωματικός φόρος 4-20 νομισμάτων που επιβαλλόταν σε ένα χωριό.

Σήμερα πολλές φορές ο αέρας και ο άνεμος συγχέονται, λέμε «μη κάτσεις εκεί γιατί έχει αέρα» (και εννοούμε άνεμο) αλλα και οι βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρουν ύφασμα «ανεμιαίο» (και εννοούν «αεράτο») , αυτό ίσχυε απο πολύ παλαιά: πχ . Από τον 9ο Αιώνα διαβάζουμε για αέρια και για αερωδη υφάσματα στο «Ονειρικό» του Αχμέτ [165.276] αλλα και στον Γρηγόριο τον Θεολόγο.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Αέρας με την σημασία του «αϋλο υποκειμένο φορολογίας»

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:Σήμερα (επί του παρόντος, δεν υπάρχει τέτοια φορολογία) το λεμε για να δηλώσουμε την αγορά δικαιώματος. π.χ. «Μου ζήτησε 2000 αέρα για το μαγαζι.»

ΟΜΟΡΡΙΖΑ:αερικό=φάντασμα, κάτι το αϋλο.

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Περι αέρων (ανέμων) και υδάτων

ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

ΠΗΓΕΣ:Wikipedia

αδνουμιστής

ΣΗΜΑΣΙΑ:Στρατιωτικός Εφοδιασμού - Επιμελητής.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Απογραφέας των αναγκών του στρατεύματος. Συνάγεται απο τα γραφόμενα του Κωδινού

«άπογραφόμενος ούτος τα λείποντα επιμελείται αναπληρούσθαι ταύτα»

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: προέλευση της λέξης απο το λατινικο ad nomen = επί των ονομάτων (με επίδραση από το nummus= χρήματα εν ευρεία εννοία).

 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

Ο δε μέγας αδνουμιστής τον φοσσάτου αδνουμιαζομένου παρά του μεγάλου δομέστικου πάρεστι μεν και αυτός· εάν δε τινές ώσιν από τούτων στερούμενοι αλόγων ή αρμάτων τινών άπογραφόμενος ούτος τα λείποντα επιμελείται αναπληρούσθαι ταύτα.

339. Corpus Scriptorum Htstonae Byzantine - De Officialibus Palatii Constantinopolitani et de Officiis Magnae Eccesiae Liber. Codinus Curopalates E. Bekker. 1838. Σελ. 85 (pdf 102)

ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

αδνόμιον, αντι του αδνούμιον

ανδουμιάζω συγκαλώ τους στρατιώτες προς επιθεώρηση (παρουσιολόγιο)

 

ΠΗΓΕΣ:339 σ. 85, 315,σ.81 pdf98
1. Mauric. 7, 2. Phoc. 187

αλλάγιον

ΣΗΜΑΣΙΑ:Βυζαντινός στρατιωτικός όρος που υποδεικνύει μια στρατιωτική μονάδα. Σημαίνει όμως και την ανταλλαγή αιχμαλώτων. (βλ. παραδείγματα)

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο στο 10ο αργά αιώνα, και από το 13ο είχε γίνει ο συχνότερος όρος που χρησιμοποιήθηκε στο Βυζαντινό Στρατό για τοπικά συντάγματα και που παρέμεινε μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα.

Εμφανίζεται ως εναλλακτικός όρος για ένα βάνδον ιππικού , με δύναμη μεταξύ 50 και 400 ατόμων. Στους 10ο και 11ο αιώνα, το επαρχιακό αλλάγιον είχε περίπου 50-150 άτομα, ενώ τα αλλάγια του κεντρικού αυτοκρατορικού στρατού ήταν πιό κοντά στο ανώτερο όριο, με περίπου 320-400 άτομα.

Εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο στο 10ο αργά αιώνα, και από το 13ο είχε γίνει ο συχνότερος όρος που χρησιμοποιήθηκε στο Βυζαντινό Στρατό για τοπικά συντάγματα και που παρέμεινε μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα.

Μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα, ο όρος είχε αντικαταστήσει κατά ένα μεγάλο μέρος τον προηγούμενο τάγμα στην κοινός και τεχνική χρήση για να υποδείξει οποιοδήποτε μόνιμο σύνταγμα. Του αυτοκράτορικόν αλλάγιον, δηλ. η στρατιωτική ακολουθία του Αυτοκράτορσ, φαίνεται να αντικαθίσταται από δύο τμήματα μάλλον του σκοτεινού σώματος των Παραμονών, ένα πεζοπόρο και ένα έφιππο.

Αυτοί εντούτοις διοικούνταν, σύμφωνα με ψευδο-Κωδινό, από αλλαγάτωρες, το κάθε ένα, ενώ ο πρωταλλαγάτωρ πιθανώς διάταζε το σώμα συνολικά. Το αλλάγιο του επαρχιακού στρατού χωρίζονταν σε δύο ευδιάκριτες ομάδες: «αυτοκρατορικά αλλάγια και Μεγάλα Αλλάγια. Τα πρώτα βρισκονταν στην Βυζαντινή Μικρά Ασία, ενώ τα δεύτερα στις ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας μόνο. Με τη βαθμιαία πτώση της Μικράς Ασίας στους Τούρκους κατά τα τελη του 13ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, τα αυτοκρατορικά αλλάγια εξέλειπαν ολοσχερώς. Τα «Μεγάλα Αλλάγια», - απο τα οποία τρία είναι γνωστά με το όνομά τους: Μέγα αλλάγιον Θεσσαλονικαίων), αυτός των Σερρών (Σερριωτικόν Μέγα αλλάγιον), και αυτό της Βιζύης (Βιζυητεικόν μέγα αλλάγιον) - αναφέρονται αρχικά το 1286 και συνεχίζει να αναφέρεται μέχρι 1355. Χρονολογούνται τουλάχιστον από την βασιλεία του Μιχαήλ VIII Παλαιολόγο (1259-1282), και ίσως ακόμη και πριν απο τους Λασκαρίδες αυτοκράτορες που κατάκτησαν αυτά τα εδάφη. Εξαφανίστηκαν επίσης καθώς οι επαρχίες τους κατελήφθησαν απο τους Σέρβους και τους Οθωμανούς Τούρκους.

Ο ακριβής ρόλος, η φύση και η δομή του Ευρωπαϊκού Μεγάλου Αλλαγίου δεν είναι απολύτως σαφής. Που περιελάμβανε τις περιοχές γύρω από τις πόλεις αυτές, σύμφωνα κυρίως με τον παλιά Θέματα της Θεσσαλονίκης, του Στρυμόνα, και της Θράκης. Αντιπροσωπεύουν συνεπώς μια προσπάθεια να συγκεντρώθει ο έλεγχος των επαρχιακών στρατιωτικών δυνάμεων, συμφωνα με μια πολιτική αποκεντρωσης του ελέγχου. Η έκταση που είχε αυτή η αποκέντρωση ήταν, ωστόσο, αμφίβολη.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Ο όρος σημαίνει «αλλαγή, περιστροφή των καθηκόντων»

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

Με την έννοια «ανταλλαγή αιχμαλώτων»

Γεννεση . 63,19. Κων/νου του Προφυρογεννήτου "περί της του Βασιλείου Τάξεως" 570, 14. Οι Συνεχίζοντες τον Θεοφάνη. 419, 16 «Ποιήσαι αλλάγιον των κρατουμένων αιχμαλώτων». Λεων Γραμματικός. 282, 17. (Σύγκρινε με Πέτρο τον Σικελιώτη 1241 B' «Η δε δουλεία ημών αιχμαλώτων ην υπαλλαγή»)

Με την έννοια του στρατιωτικού τμήματος, φρουράς

Κων/νου του Προφυρογεννήτου "περι της του Βασιλείου Τάξεως" 126, 16. 149, 2Γ «Την αυτου (του Βασιλέως) μοίραν, το λεγόμενον συνήθως αλλάγιον»

Γεώργιος Παχυμέρης (1310). Il, 407, 19. (σύγκρινε με Λέοντος Τακτικά 14, 34 «Διαιρείν ... ίνα οι μεν υπνούσιν οι δε εργηγορώσιν, και ουτως εναλλάσσοντες αλλήλους βιγλεύειν»)

[315,132]

ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

άλλαγμα,

Αλλάσσω [ενν. εδύματα]

Σήμερα λέμε Θα πρέπει ν΄αλλαξω [ενν. εδύματα] για να πάμε στο θέατρο

 

Λοιποι Βυζαντινοι λογιοι αναφέρουν:

αλλάξιμον βλ. Κων/νου του Προφυρογεννήτου "περι της του Βασιλείου Τάξεως" 157,14

ΟΦΦΙΚΙΟ: Ο επί των αλλαξίμων : ο υπεύθυνος του Βασιλικού ιματιοφυλακίου.

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Του έριξαν ενα αλαϊ ξύλο. (με εναλλασσομενους τους στρατιώτες ενος αλλαγίου).

 

ΠΗΓΕΣ:315

ανθίβολον

ΣΗΜΑΣΙΑ:Σχέδιο, διατρητο για ξεπατηκωσούρα από βυζαντινούς αγιογράφους.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:
Ανθιβολο με τον Αη-Γάννη τον "Αποκεφαλιστή"Σχέδιο με διάτρητα περιγράμματα που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί ζωγράφοι για να αποτυπώσουν το σχέδιο στην επιφάνεια που ήθελαν να ζωγραφίσουν. Ο αγιογράφος τοποθετεί το ανθίβολο πάνω στην καλά τριμμένη επιφάνεια. Eπάνω σ' αυτό ρίχνει καρβουνόσκονη, η οποία περνάει μέσα από τις τρύπες και έτσι αποτυπώνεται το σχέδιο. Στη συνέχεια χαράσσει το σχέδιο με ένα αιχμηρό εργαλείο ώστε να φαίνεται καλύτερα. Τα ανθίβολα είναι η αιτία που οι αγιογραφίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.

Η Συλλογή Ανθιβόλων και Σχεδίων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, μία από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες του είδους, αριθμεί περί τα 3.500 έργα. Τα περισσότερα είναι σχεδιασμένα με κάρβουνο ή μελάνι, ενίοτε και χρώματα, ενώ άλλα φέρουν γραπτές εικονογραφικές υποδείξεις ή οδηγίες σχετικές με τα χρώματα. Επισκέφθηκα το Βυζαντινό Μουσείο και είδα 4-5 ανθιβολα! Τα υπολοιπα 3.495 που κρύπτονται; Υπάρχει όμως ένα εξαιρετικό video clip που δείχνει την χρήση των ανθιβόλων.

Μια αξιολογη συλλογή ανθιβόλων συλλογή της οικογένειας Γιαννούλη, η οποία περιλαμβάνει 2.000 σχέδια ζωγραφικής των Χιονιαδιτών ζωγράφων [Δείγμα], θα βρήτε στην πινακοθήκη του Ατροπος. Αν και τα περισσοτερα ειναι μεταβυζαντινά δίνουν μια ιδέα της τεχνικής.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Πιθανολογώ απο το μεσ. Αναθιβάνω (εξιστορώ, διηγούμαι), αντιβάλλω με επίδραση του αναθυμούμαι (πρβλ. Ερωτόκριτο «την ώρα οπου τα μιλεί κι΄οπου τ' αναθιβάνει» ...). Αναθίβολο > ανθίβολο με επίδραση από το άνθος, ανθέμιο κλπ διακοσμητικά. Τα ανθίβολα, «θύμιζαν» πως έπρεπε να σχεδιασθουν οι διάφορες εικονες.

ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Ιστορώ σημαίνει και ζωγραφίζω (πρβλ. Ερωτόκριτο «Σγουραφιστή (ζωγραφιστή) σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,» και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.)

ΠΗΓΕΣ:156,65 , 16,37

 

Η τεχνική των ανθιβόλων φαίνεται ότι εφαρμόζονταν και στη νωπογραφία. [16,37]
Κατ' αρχήν ένας τεχνίτης έστρωνε με σπάτουλα μια λεπτή στρώση νωπού σοβά πάνω από μια στρώση στεγνού σοβά. Ύστερα, ένας βοηθός στερέωνε πάνω στο νωπό σοβά ένα ανθίβολο με την εικόνα που επρόκειτο να ζωγραφιστεί. Κατά μήκος των γραμμών του ανθιβόλου, υπήρχαν μικρές τρύπες. Στη συνέχεια κτυπούσε ελαφρά πάνω στις τρυπίτσες ένα πορώδες σακουλάκι με καρβουνόσκονη. Αφαιρώντας το ανθίβολο, έμενε το περίγραμμα της εικόνας με καρβουνόσκονη.
Fresco1 fresco2 Fresco3
     

 

αρμπαλέτα

Απο το Φράγκικο αρμπαλέτ ( arbalète ), βαλλίστρα, σιδερενιο τοξο με υποκοπανο και ελατήριο. Υπήρχαν μικρές (φορητές) αρμπαλέτες (βλ. Τζάγκρα) Λειτουργούσαν οπως τα σημερινά ψαροντούφεκα. Εξ' αλλου οι Γάλλοι λένε σήμερα το ψαροντούφεκο «arbalète». Το σιδερένιο βέλος της αρμπαλέτας ονομαζονταν καρρώ.

 

Υπήρχαν συνώνυμες μεγάλες πολιορκητικές μηχανες που ονομαζοντουσαν επισης αρμπαλέτες. Ηταν το πυροβολικό της εποχής μαζι με τα μάγγανα (καταπέλτες)

   
terbuchet
Φραγκικο terbuchet Καταπέλτης.

αθάνατοι

Οι Αθάνατοι ήταν ένα από τα αυτοκρατορικά τάγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το τάγμα δημιουργήθηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα.

Οι Αθάνατοι ήταν κυρίως αριστοκρατικής καταγωγής και αρχικά οργανώθηκαν ως τάγμα υπό τον Ιωάννη Τσιμισκή. Επαναφορά του θεσμού των Αθανάτων γίνεται επί του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ'. Ο στρατηγός του Μιχαήλ, Νικηφόρος, αναδιοργάνωσε το στρατό και τα αυτοκρατορικά τάγματα μετά την ήττα στη Μάχη του Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους. Οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας που ήταν η μεγαλύτερη πηγή στρατιωτών για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Τα εναπομείναντα θεματικά τάγματα των θεμάτων της Μικράς Ασίας συγκεντρώθηκαν και αποτέλεσαν τα τάγματα των Αθανάτων. Εικάζεται ότι οι αθάνατοι ήταν τάγματα ιππικού, αλλά δεν είναι σίγουρο.

Απο τον Παυσανία φαίνεται οτι οι Πέρσες είχαν καθιερώσει τον θεσμό των Αθανάτων πολύ πριν τους Βυζαντινούς. Οι πέρσες Αθάνατοι ήταν ένα σώμα 10.000 επιλέκτων ανδρών του περσικού στρατού. Ήταν εξοπλισμένοι με μεγάλη μεγαλοπρέπεια. Ολες οι κενές θέσεις που δημιουργούσαν οι απώλειες της μαχης, καλύπτονταν από διαδόχους διορίσμένους εκ των προτέρων («Βάσει επετηρίδος» θα λέγαμε σήμερα) ταῦτα ἐμοὶ δοκεῖν ἐνομίσθη τοῖς Γαλάταις <ἐς> μίμησιν τοῦ ἐν Πέρσαις ἀριθμοῦ τῶν μυρίων, οἳ ἐκαλοῦντο Ἀθάνατοι. Παυσανίας - "Ελλάδος Περιήγησις 19.11

Ο βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος υπολόγισε ότι οι Αθάνατοι ήταν περίπου 10.000. Προσθέτει επίσης ότι αθάνατοι ονομάζονταν αρχικά μόνο οι αξιωματικοί των ταγμάτων και αργότερα ο τίτλος δινόταν σε ολόκληρα τα τάγματα.

Το τάγμα των αθανάτων έπαψε να υπάρχει μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α' (1118). Στα μετέπειτα χρόνια ο βυζαντινός στρατός άρχισε να βασίζεται κυρίως σε μισθοφορικά τάγματα. Τον ρόλο των «αθανάτων» επωμίστηκαν μετά οι λεγόμενοι Βάραγγοι (κυρίως ρωσικής καταγωγής), ως το 1204, οπότε η Πόλη κατελήφθη από τους Λατίνους.

αποκόμβια

ΣΗΜΑΣΙΑ: Κομάτια από ύφασμα, δεμένα κόμπο. Μέσα στον κόμπο τοποθετούσαν χρήματα.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Δωρεές του αυτοκράτορα σε αξιωματούχους στη διάρκεια συμποσίων, ή αποστελλόμενα σε ανδραγαθήσαντες στρατιωτικούς (δώρα του Παλατίου).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:απο+κόμβος το σημερινο αποκούμπι.

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:«Πρέπει να εχεις ένα αποκούμπι» (αποθηκευμένες οικονομίες σε μετρητά) συγγενής προς το βάλε κάτι στήν μπαντα

νεςΕνδεχομένως και τά «κουμπιά της Αλέξαινας» της γνωστής έκφρασης να ήταν τα «αποκούμβια της Αλέξαινας». Εχω δώσει μιά άλλη ερμηνεία την οποία ομως δεν είμαι σε θέση να τεκμηριώσω. Και εδω υπόθεση κάνω. Οι Αλέξιοι αυτοκράτορες ήταν 4 και οι γυναίκες τους μπορεί να προσέφεραν αποκόμβια. Οσο υπηρχαν τα χρηματα του αποκομβίου έλεγαν «κρατάνε τα αποκόμβια της Αλέξαινας» και οταν παρέμεναν ελάχιστα, έλεγαν δείχνωντάς τα: «Αυτά [τα λιγοστά] είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας». Διάβαζε «αποκόμβια» και ερμήνευε: «τα χρήματα τελειώνουν, αρχίζουν οι δυσκολίες».

Η έρευνα για την έκφραση ξεκίνησε μετά απο τήν καταχώριση στις Εκφράσεις, δυσκόλως εννοούμενες (Τα κουμπιά της Αλέξαινας) και συμπεραίνει οτι:

  • Η φράση «τα κομπά αντέχουν» δεν δηλώνει δυσκολία. Αντίθετα όταν οι πόροι (τα αποκομβια) είναι λίγοι τότε υπάρχει δυσκολία.
  • Η πολιορκια του Ακροκορινθου εγινε μια και μονη φορά και αρκετα αργά, το 1210.
  • Η κατάληξη -αινα αναφέρεται στις ασήμαντες συζύγους των ανδρων (πβ. Κυρα-Γιωργαινα ο Γιωργος σου που πάει) και οχι στις αδελφές. Η γυναίκα του του Αλεξίου Γ (αυτοκατορας απο το 1195 ως το 1204) η Ευφροσύνη
  • Μετά την Καταληψη της ΚΠολης απο τον Βονιφάτιο του Μομφερά (17/6/1203), ο Αλέξιος Γ' χωρίς καμία αντίσταση και δείχνοντας όλη του τη δειλία δραπέτευσε νύχτα δια θαλάσσης στο Δεβελτό παίρνοντας μαζί τα τιμαλφέστερα κειμήλια του στέμματος. Περιπλανήθηκε σε όλη την έκταση της πρώην Αυτοκρατορίας του έχοντας μαζί του τα διάσημα του αξιωματός του και τα κειμήλια που απέσπασε φεύγοντας απο την Κωνσταντινούπολη, στην Λάρισα συναντήθηκε με τον Λέοντα Σγουρό στον οποίο έδωσε την κόρη του Ευδοκία. Έτσι τον συνάντησαν τα μισθοφορικά στρατεύματα του Βονιφάτιου του Μομφερά κατά την είσοδό τους στην Πόλη της Λάρισας και τον δολοφόνησαν. Απο τα παραπάνω συνάγεται οτι η περιουσια της Ευδοκίας-Αλέξαινας (που θα έπρεπε να λεγονταν Λεονταινα) ηταν τα κλεμενα κειμηλια του στεμματος.
  • Το 1210 το κάστρο του Ακροκορίνθου καταλαμβάνεται από τους Φράγκους. Ο άρχοντας του Ναυπλίου Λέων Σγουρός αυτοκτονεί, πηδώντας έφιππος από τα τείχη. Στα μέσα του 13ου αι. γίνονται εκτεταμένες επισκευές των τειχών.
  • Η περιοχή του συμβάντος δεν ευνοεί την ευρύτερη διάδοση της έκφρασης. Αντίθετα η παροχη αποκομβίων ηταν συχνή και γνωστή σε όλη την Αυτοκρατορία.
  • Δεν βρήκα αναφορά στα γνωστά σώματα Βυζαντινών κειμένων της λεξης «κομπά».
  • Η μεταφορική έννοια της φράσης να βρώ ενα αποκούμπι (=στήριγμα και οχι αναγκαστικά «χρήματα») ετυμολογήθηκε από εμένα απο το «ακουμπώ».

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Κομπογιαννίτες: Απο το κόμβος και την τεχνική φύλαξης αντικειμένων μέσα σε κόμπους υφασμάτων προέκυψαν οι Κομπογιαννίτες (Μεσαιωνικό ιπποτικό και θρησκευτικό τάγμα, το οποίο στη διάρκεια της μακράς ιστορίας του πήρε πολλά ονόματα: Ιππότες του Αγ. Ιωάννου, Οσπιτάλιοι[1], Ιππότες της Ρόδου) που ασκούσαν το επάγγελμα του πλανόδιου γιατρού και φαρμακοπώλη.

    1. Οσπιτάλιοι απο το Λατινικό hospitium = ξενώνας, ξενοδοχείο απο το hospes = ξένος >hospitalis = ξενία &> η περίφραση cubiculum hospitalis > hospitalis (ουσιαστικοοιηθεν επιθετο) > pl. hospitalii >απο οπου και το «οσπιτάλιοι». Από το Αγγλικό «hospital» και το επλληνικό «σπίτι» > το οσπίτι > το σπίτι

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:κομπόδεμα Συνώνυμο του αποκομβίου το σημερινό κομπόδεμα απο το κομπος+δέμα.

    ΠΗΓΕΣ: «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907,

    Β

    βαλανείον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:το Λουτρό ως αίθουσα

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Τα δημόσια Λουτρά κτίζονταν σε κεντρικές θέσεις, ήταν μεγάλα και επιβλητικά κτήρια. Τα ιδιωτικά λουτρά ή πριβάτα, βαλανεία, βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι η ακόμα και στην στέγη, επι του «αέρος» ή στον κήπο [162,427]. Βλ. Επισης Το Βαλανείο της Αρχαίας Αγοράς Θεσσαλονίκης


    Κάτοψη απο τις Θέρμες (Λουτρά) του Καρακάλλα στη Ρώμη

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Ο Χοφμαν το ετυμολογεί από το αρχ. ινδ. GELAMAH=ο στάζων, ο πίπτων

    Το βαλανειον ειναι αρχαία λεξη. Βαλανος σημαινει την ακρη του πέους λογω της ομοιότητας προς το βελανίδι που ειναι και η κυριολεξια του «βάλανος» Οι αρχαιοι παλευαν γυμνοι και λαδωμενοι. Κυλιώντουσαν στήν άμμο που κολλούσε επάνω τους. Μετά την αφαιρούσαν με τις στελγίδες.

    Polybii historiarum quae supersunt, Τόμος 4 Κατά Ροδίων σ. 189

    Δοκιμάστε να αφαιρέσετε άμμο από την βάλανο του πέους σας. Είναι επώδυνο και δύσκολο. Εκει λοιπόν χρειάζεται λουτρό. Πιθανόν για το λόγο αυτό το ονόμασαν «βαλανείον» (το μερος οπου η βάλανος καθαρίζεται). Φαινεται οτι οσοι βαρυόντουσαν να λούζονται, επειδή ήσαν όλοι απερίτμητοι, τραβούσαν πρός τα εμπρός το δέρμα της ακροβυστίας τους και το έδεναν ώστε να μην εκτίθεται η ευαίσθητη βάλανος στην επικόλληση της άμμου. Από τα αγάλματα της Κλασικής Αρχαιότητας, φαίνεται ότι αυτή η συνήθεια τους άφησε κάποιο κουσούρι: ενα μικρό, μη ανεπτυγμένο πέος. Το ίδιο παρατηρείται σε όσους πάσχουν από φίμωση σήμερα.

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Βαλανεύς=Λουτράρης , βαλανεύτρια=Λουτράρισσα, βαλανικόν (=το τίμημα, εισιτήριο για το λούσιμο), βάλανος

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Εμεινε στά κρύα του λουτρού

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ - ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Λουτρόν μπάνιο= ο χώρος του λουτρού αλλά και η πράξις του λούεσσθαι, μπανιαρίζω = λούω κάποιον συνήθως βρέφος, μπανιέρα=λουτήρ Ξενόγλωσσα

  • Λατινικά: balineum, balneum
  • Γαλλικά: bain
  • Ιταλικά: bagno
  • Πορτογαλλίκα: banho
  • Ρωσικά: баня
  • Ισπανικά: baño
  • ΠΗΓΕΣ:

    Διάσημα Δημοσια Λουτρά ήταν τα λουτρά του Ζευξίππου βρίσκονταν στη βορειοανατολική γωνία του Ιπποδρόμου, κοντά στο Αυγουσταίον και στο Μέγα Παλάτιο. Η ανοικοδόμησή τους αποδίδεται στο Σεπτίμιο Σεβήρο. Τα λουτρά επεκτάθηκαν επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Α΄, κατά τον 4ο αιώνα. Ήταν διακοσμημένα με πλήθος αγαλμάτων θεοτήτων, μυθολογικών ηρώων και πορτραίτα φημισμένων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον 6ο αιώνα τα λουτρά καταστράφηκαν και στη συνέχεια οικοδομήθηκαν εκ νέου από τον Ιουστινιανό Α΄. Κάποια τμήματα του συγκροτήματος μετατράπηκαν στη συνέχεια σε φυλακή, ενώ ένας άλλος τομέας λειτουργούσε ως εργαστήριο επεξεργασίας μεταξιού.

    βαλάντιον

    Βλέπε πουγκί, γλωσσόκομον

    βάραγγος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Σκανδιναβός ή Αγγλοσάξονας στο βυζαντινό στρατό, κυρίως ως φρουρός των ανακτόρων και σωματοφύλακας του αυτοκράτορα.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Η δυσπιστία του Βασιλείου Β στους ντόπιους βυζαντινούς φρουρούς, των οποίων η πίστη συχνά μετατοπίζεται με μοιραίες συνέπειες, καθώς και η αποδεδειγμένη πίστη των Βαράγγων, οδήγησε τον αυτοκράτορα να τους προσλάβει ως προσωπικούς σωματοφύλακές του. Η νέα αυτή δύναμη έγινε γνωστή ως «Τάγμα των Βαράγγων». Οι νεοπροσλαμβανόμενοι ήταν από τη Σουηδία, τη Δανία, τη Νορβηγία και κυρίως σκανδιναβικές φυλές μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Πολλοί Σκανδιναβοί δεν μπορούσαν να καταταγούν στην σωματοφυλακή γιατί ένας μεσαιωνικός σουηδικός Νόμος από Västergötland επέβαλε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει μένοντας στην Ελλάδα. Στον ενδέκατο αιώνα, υπήρχαν επίσης δύο άλλες ευρωπαϊκές Αυλές που προσλαμβάνουν Σκανδιναβούς: Το Κράτος των Ρως 980-1060 και το Λονδίνο 1018-1066. Σημειώστε ότι από την εποχή του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, η βυζαντινή Φρουρά των Βαράγγων απαρτίζονταν σε μεγαλο βαθμό από Αγγλοσάξονες και άλλους που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τους Βίκινγκς και τα ξαδέλφια τους, τους Νορμανδούς *.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Απο το παλαιο Νορβηγικό væringi, συνθετη λέξη απο το vár = "δέσμευση" και gengi ="σύντροφος". Δηλαδή Ορκισμένος σύντροφος-υπερασπιστής

    . Βάραγγοι

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τους βαράγγους δε και τας παραμονάς (Παράφρ. Χων. 756)
    *Βάραγγος (ως δεσμοφύλακας): (Γλυκά, Στ. 170)

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Αγγλ. War

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:  Επώνυμο «Βαράγκης» (Η Α.Β.Ε.Π.Ε. Α.Ε. ΒΑΡΑΓΚΗΣ με ΔΙΕΥΘ. ΣΥΜΒΟΥΛΟ τον : Δ. Βαράγκη, αγνοώντας προφανώς την ετυμολογία και ιστορική ορθογραφία της λέξης γράφει την επωνυμία της με «γκ» άντί «γγ». Επειδή η πιό συνήθης αναφορά γινόνταν στους «Βαράγγους» ως σύνολο και οχι σε ενα μεμωνομένο «Βάραγγο» λησμονήθηκε ο τονισμός και η κατάληξη του ενικού. Εγινε «Βάραγγης» και μετά «Βαράγγης».

    ΠΗΓΕΣ: ΚΡΙΑΡΑΣ   Wikipedia  Στήβεν Ράνσιμαν, στο «Η Ιστορία των Σταυροφοριών»

    βαρβάτος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Ο μη ευνουχισμένος. Αυτός που εχει γένια.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το λατ. barbatus = γενιοφόρος < λατ. barba = γενι, γενιάδα.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Όλοι όσοι δεν ήταν ευνούχοι είχαν γένια. Πας ο μη ευνουχος= βαρβάτος. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την Εκθεση «Περι της του Βασιλείου Τάξεως» Τ. 1 σελ .62, 72, 99 για «πρωτοσπαθάριους βαρβάτους». Απο εκει συμπεραίνω πως ως πρωτοσπαθάριοι διορίζονταν και ευνούχοι.

    Ο ευνούχος ήταν ανίκανος (σξουαλικά μόνον), άρα ο μη-ευνουχος βαρβάτος ήταν ικανός (σεξουαλικά και οχι μονον).

    Μεταγενέστερα, όταν πιά οι νέοι άνδρες δεν άφηναν γένια, γενιάδα είχαν οι γέροι και οι ιερείς, πρόσωπα σεβάσμια. Ετσι ο σεβάσμιος θειος (συνήθως ο εξ αγχιστείας θείος) ονομάστηκε «μπάρμπας». Για λογους ευνόητους ο μπάρμπας δεν έχει θηλυκό γένος ο ως η θεία.
    Η προσφώνηση «μπάρμπα» εχει υποτιμητικο χαρακτήρα και οταν δεν συοδεύεται απο ονομα υπονοει χονδοκέφαλο χωρικό με μειωμένη νοημοσύνη. (πβ. «κάνε στην ακρη ρε μπάρμπα!»)

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:Γιατρός/Δικηγορος/Μηχανικός βαρβάτος.

    ΕΠΩΝΥΜΑ:Εκτός Απο τήν Βάνα Μπάρμπα, εχουμε ουζο «Βαρβαγιάννη»,

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Μπαρμπαρόσσα,

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:«Δώσε κι΄εμενα μπάρμπα», «Σαν σ΄αρέσει Μπαρμπα-Λάμπρο[1], ξαναπέρνα απο τήν Άνδρο»


    1. Μπαρμπα-Λάμπρο εννοεί τον Λαμπρο Κατσώνη (1752-1804). Έλληνα από τη Λειβαδιά, ναύαρχο του ρωσικού ναυτικού, ιππότη, και ήρωα του απελευθερωτικού κινήματος του 1787. Το 1790 συγκρούστηκε με τον Τουρκικό στόλο, στη ναυμαχία της Άνδρου, αλλά ηττήθηκε χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε.

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:Βαρβατίλα

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:νταβραντισμένος, σπουδαίος, σημαντικός, σεβάσμιος

    ΠΗΓΕΣ:

    βαρδούκιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:ρόπαλον [315],σ.299 pdf σ.316

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Δεδομένου οτι ηταν ροπαλο και οτι υπήρχε και ειδικό Βασιλικό Βαρδούκιο, φαντάζομαι οτι αυτό το όπλο κατάντησε διακοσμητικό και διακριτικό του Βασιλέα (κατι σαν σκήπτρο ή στραταρχική ράβδος). Απο το μηκος του φαινεται οτι δεν ειναι κατάλληλο για βάδισμα (οπως η Πατερίτσα).

     

    Σκήπτρο

     
     

    Συγκρίνετε το σχήμα του πολεμικού
    Βαρδουκίου με το

    σκήπτρο του Βασιλέα
    (αυτό είναι της Βρ. Κοινοπολιτείας)

    σκήπτρο

    «Το βασιλικόν σκήπτρον καλώς εξεταζόμενον ουδέν άλλο είναι ή λαβή μάστιγος.»
    Εμμανουήλ Ροϊδη, Άπαντα, «Ανέκδοτοι σκέψεις». Ε΄. Ερμής, 1978. 368.

    Η ρίζα βαρδ- του βαρδούκιου, θυμίζει και τον βάρδο, τον μεσαιωνικό κήρυκα που ανακοίνωνε τα ονόματα και τις ικανότητες των ιπποτών.

    Απο τον μυθολογικο Ερμή[1], κήρυκα των θεών, και τον Ομηρικό Χρύση[2], Ιερέα του Απόλλωνα, μέχρι τους σημερινούς ορθοδόξους μητροπολιτάδες, επισκόπους, πατριάρχες η χρηση του σκήπτρου ηταν διαδεδομένη. Σημερα το λεμε πατεριτσα[3] , και οι αρχαιοι ελεγαν κηρυκειο[4] τη ράβδο που οι αρχαίοι κήρυκες κρατούσαν το σαν σύμβολο της αποστολής τους.

    [1] Ερμής με κηρύκειο

    Στην ελληνική μυθολογία το κηρύκειο (κηρύκειον) ήταν το κύριο έμβλημα του θεού Ερμή. Το κηρύκειο αποτελείται από μία λεπτή ράβδο από ξύλο δάφνης ή ελιάς, γύρω από την οποία είναι τυλιγμένα δύο φίδια που τα κεφάλια τους συναντιώνται αντικρυστά. Πάνω από τα κεφάλια των φιδιών, στην κορυφή της ράβδου, υπάρχουν δύο φτερούγες. Αυτή η μορφή είναι νεότερη. Σε αγγειογραφίες από την αρχαία Ελλάδα τα δύο φίδια βρίσκονται στην κορυφή και σχηματίζουν κύκλο, ενώ τα κεφάλια τους σχηματίζουν δύο «κέρατα» επάνω από τον κύκλο αυτό. Οι φτερούγες συνήθως παραλείπονται. Με την προσθήκη ενός σταυρού στο κάτω μέρος του κύκλου και την αφαίρεση της υπόλοιπης ράβδου, προέκυψε το αστρονομικό και αστρολογικό σύμβολο για τον πλανήτη Ερμή.

    [2]

    «Μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω
    ἢ νῦν δηθύνοντ᾿ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,
    μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο·»

    «Μη σ’ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία
    ή τώρα εδώ ν’ αργοπορής ή πάλιν να γυρίσης
    και μη θαρρεύης στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα»

    Ομήρου Ιλιάς Α 26-28

    [3] Πατερίσια ράβδος, ραβδος των πατέρων τής Εκκλησίας απο το «πατήρ» πατέρας

    [4]

     

    Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν ως διακριτικό έμβλημα οι πρέσβεις και οι κήρυκες, ώστε να προστατεύονται από εχθρικές προς αυτούς ενέργειες της εξουσίας.
       
    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    Τα λεξικά ερμηνεύουν αλλα δεν ετυμολογούν το βαρδούκιον. Η ρίζα της λεξης "βαρδ-" παραπέμπει στο γοτθικό vardia απ όπου προήλθαν το Ισαπανικό guarda, το πορτογαλλικό guardia, το Γαλλικό garde, το Γερμανικό wart και το Ιταλικό guardia που γραφονταν και Gvardia, εξ αυτου ο φύλακας ονομαζονταν Gvardiano >Vardiano(*) > Vardianucio (σμικρ. Μικρός φύλακας) > Vard[ia]nucio = το όπλο του μικρού φύλακα, το Βαρδούκιον βλ. εικονα αριστερά: Κατάφρακτος με ζάβα, κασίδιον με τουφίον, κλιβάνιον και βαρδουκιον επ' ώμου.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    9. Κυνηγεσίας δέ ποτε γενομένης τω βασιλεί κατά τό Φιλοπάτιον, προεπορεύετο τούτου ό πρωτοστράτωρ έφιππος, έπιφερόμενος επί ζώνης καί τό βασιλικόν βαρδούκιον. [επεφέρετο δε και το ρόπαλον το βασιλικόν επι της ζώνης αυτού, ο βαρδούκιον [*] οίδε καλείν ή σηνήθεια.] θορύβου δέ και βοής γενομένης υπό τοϋ πλήθους λύκος της ύλης εξέθορε παμμεγέθης, ορμήσας δέ κατόπιν αύτοΰ ό Βασίλειος έρριψε κατ' αυτού τό βασιλικόν βαρδούκιον,
    Κεφ. 9: Οι συνεχίζοντες τον Θεοφάνη. 231. 22-232, 20

    (*) Το βαρδιάνος επέζησε Ελληνικά μέχρι πρόσφατα πρβ. το Διήγημα του Αλ.Παπαδιαμάντη «Βαρδιανος στα Σπόρκα».

     

    * αλλοιώς στην Patrologiae cursus completus,Τόμος 109 σελ . 241

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ :απελατίκι, κεφαλοθραυστης, ρόπαλο, ματσούκα, ραβδέα, τοπούζι

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ :

    Βάρδα = πρόσεχε (βαρδα μην και μας πιάσουνε!).
    Βάρδια= αλλαγή φρουράς,
    Διπλοβάρδια=υπηρεσια 16 ωρων αντι των προβλεπομενων 8.
    Βαρδιακόστα = Ακτοφυλακή, Βαρδιάτορας.

    ΕΠΩΝΥΜΑ - ΟΝΟΜΑΤΑ:

    Βάρδας, (ΒΑΡΔΑΣ, πρώην ΒΑΡΔΑΣ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ γνωστή εταιρεία Ετοίμων Ενδυμάτων) , ΒΑΡΔΑΣ Φωκάς, ΒΑΡΔΗΣ (υποκοριστικο του ΒΑΡΔΑΣ)> ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Ενδεχομένως το τοπωνυμικό «Βαρδάρης»

     

    βάνδον

    Σημασία: Στρατιωτική σημαία και συνεκδοχικώς στρατιωτική μονάδα

    Εγκυκλοπαιδικά: Το βάνδον ήταν η βασική στρατιωτική και περιφερειακή διοικητική μονάδα της μέσης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το όνομά του προέρχεται από τη λατινική bandum, "σημαιοφόρος, banner", η οποία με τη σειρά της είχε καταγωγή Γερμανική. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ήδη στον 6ο αιώνα, ως όρος για ένα λάβαρο ή σημαία μάχης ή επισείοντα, και σύντομα άρχισε να αντιπροσωπεύει και τη μονάδα που φέρει αυτό το ίδιο λάβαρο.

    Η ιστορία των υφασμάτινων σημαιών πρέπει να καθιερώθηκε απο τους Βυζαντινους. Μέχρι τοτε η αρχαίοι Ελληνες και οι Πέρσες χηρησμοποιούσαν σύμβολα πάνω σε ασπίδες. Ο Ξενοφών αναφέρει στο κεφ.10 στ.12 «δ᾽ ἔστησαν οἱ Ἕλληνες: ὑπὲρ γὰρ τῆς κώμης γήλοφος ἦν, ἐφ᾽ οὗ ἀνεστράφησαν οἱ ἀμφὶ βασιλέα, πεζοὶ μὲν οὐκέτι, τῶν δὲ ἱππέων ὁ λόφος ἐνεπλήσθη, ὥστε τὸ ποιούμενον μὴ γιγνώσκειν. καὶ τὸ βασίλειον σημεῖον ὁρᾶν ἔφασαν αἰετόν τινα χρυσοῦν ἐπὶ πέλτης ἀνατεταμένον.» αλλά και στην «Κύρου Παιδεία» Κεφ. 8 5.13 λεει « εἶχον δὲ καὶ σημεῖα πάντες οἱ ἄρχοντες ἐπὶ ταῖς σκηναῖς: οἱ δ᾽ ὑπηρέται ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς πόλεσιν οἱ σώφρονες ἴσασι μὲν καὶ τῶν πλείστων τὰς οἰκήσεις, μάλιστα δὲ τῶν ἐπικαιρίων, οὕτω καὶ τῶν ἐν τοῖς στρατοπέδοις τάς τε χώρας τὰς τῶν ἡγεμόνων ἠπίσταντο οἱ Κύρου ὑπηρέται καὶ τὰ σημεῖα ἐγίγνωσκον ἃ ἑκάστοις ἦν: ὥστε ὅτου δέοιτο Κῦρος, οὐκ ἐζήτουν, ἀλλὰ τὴν συντομωτάτην ἐφ᾽ ἕκαστον ἔθεον». Χρήση ως συμβόλου συσπείρωσης.
    Ο Θουκιδίδης αναφέρει στο Κεφ. 1 στ. 49 του «Περι του Πελοποννησιακού Πολέμου» : «ξυμμείξαντες δέ, ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ἑκατέροις ἤρθη, ἐναυμάχουν, πολλοὺς μὲν ὁπλίτας ἔχοντες ἀμφότεροι ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων, πολλοὺς δὲ τοξότας τε καὶ ἀκοντιστάς, τῷ παλαιῷ τρόπῳ ἀπειρότερον ἔτι παρεσκευασμένοι.» Χρήση ως συμβολο εναρξης ενεργειας.
    Πουθενά όμως δεν δίδονται στοιχεία για την κατασκευή αυτων των σημείων.
    Δεν βρήκα την λέξη «σημαία» σε κανένα λεξικό αρχαίων Ελληνικών, ούτε σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων.

    Μετά «βάνδον» ονομάσθηκε και η περιοχή, η «Ζώνη Ευθύνης»1, του βάνδου.

    1. Ο ορος «ζώνη ευθύνης» ισχύει και σήμερα στην στρατιωτική ορολογία και δηλώνει την γεωγραφική περιοχή για την άμυνα της οποίας ευθύνεται κάποια στρατιωτική μονάδα. Μια μυστήρια επιβίωση της «ζώνης»=μπάντα! βλ. παρακατω.

    Στο Βυζαντινό στρατό του 9ου-11ου αιώνα, το βάνδον αποτέλεσε τη βασική ομάδα στρατού (δήλαδη το σύνολο των στρατιωτών που συγκεντρώνωνται 2 κάτω από τήν σημαία), με πέντε εως επτά βάνδα να σχηματίζουν μια τούρμα, τη μεγαλύτερη υποδιαίρεση του βυζαντινού θέματος. Κάθε βάνδον διοικείται από κόμητες. Το βάνδον του πεζικού είχε δύναμη 200-400 ανδρών και του ιππικού 50-100 ανδρών. Σε αντίθεση με άλλες μέσο-βυζαντινές διοικητικές και στρατιωτικές ορολογίες, το βάνδον επέζησε επίσης και στην υστεροβυζαντινή περίοδο, και παρέμεινε η βασική εδαφική ενότητα της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας μέχρι την πτώση της.

    2. Η προσήλωση και συγκέντρωση κάτω από τήν σημαία διατηρείται ως σήμερα και επιβάλεται με όρκο στον 'Ελληνα στρατιώτη:
    Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα.
    Υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα Ψηφίσματα του Κράτους.
    Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου,
    να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγας των.
    Να υπερασπίζω, με πίστιν και αφοσίωσιν,
    μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, τας Σημαίας.
    Να μην τας εγκαταλείπω, μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ από αυτών.
    Να φυλάττω δε ακριβώς τους Στρατιωτικούς Νόμους,
    και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος Στρατιώτης.

    Στις υπόλοιπες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τα θέματα κατακερματίζονται και ουσιαστικά παύουν να υφίστανται από την εποχή της Δυναστείας των Αγγέλων.


    Ετυμολογία: Απο την γοτθική λέξη ( bandwa) ή Γερμανική (banda) που υιοθετήθηκε από τους Ελληνόφωνους ως «Βάνδον» και τους Ρωμαιους ως «bandum».

    Παράδειγμα: «Είς δε των υπερεχόντων από του βάνδου του Ατίν» (Δούκ. 974). [<ουσ. βάνδα το (<γοτθ. bandwa - γερμ. *banda· 5. αι., DGE, L-S Suppl.)· πβ. μεσν. λατ. bandum (7. αι., Niermeyer). Η λέξη απαντά τον έκτο αιώνα.

    Λεξικό Κριαρά

    Γιά το λόγο αυτό δεν θεωρώ απίθανο η ίδια γερματική ρίζα να δημιούργησε τη λέξη «Βάνδαλος» και πολύ αργότερα την λέξη «βανδαλισμός»=ενεργώ ως Βάνδαλος, κάνω άσκοπες καταστροφές.

    H λέξη βάνδον σήμαινε αρχικά τις σημαίες, τα λάβαρα των στρατιωτικών μονάδων (Οι αρχαίοι επισείοντες, με στενόμακρες διαστάσεις)

    Βάνδον Συνωνυμα

    Λάβαρο:

    Φλαμπουρο:
    Εγώ μ΄ ο γέρος Όλυμπος, στο κόσμο ξακουσμένος
    Έχω σαράντα δυό κορφές κ΄ εξήντα δυό βρυσούλες
    Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης

    Μπαϊράκι: Πούταν στους κάμπους φλάμπουρο και στις κορφές μπαϊράκι

    Μπαντιέρα ή παντιέρα: Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάντρας είχε πανιά κατάμαυρα και τ΄ ουρανού παντιέρα.

    Το ίδιο ίσχυε κατά την τουρκοκρατία δηλ. το ουσιαστικό μπαϊράκι (Τουρ.bayrak=σημαία) σήμαινε και στρατιωτική μονάδα. Τούρκικο αντίστοιχο ηταν και το «σαντζάκι».Το σαντζάκιο ή σαντζάκι ήταν διοικητική υποδιαίρεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λέξη είναι εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής λέξεως sancak = στρατιωτικός επισείων και σημαία περιφέρειας, λάβαρο, στην αρχική της κυριολεκτική σημασία.(ανάλογο με το μπαϊράκι). Στα αραβικά τα σαντζάκια αποκαλούνταν και liwa. Επιζεί η έκφραση "Σήκωσε δικό του μπαϊράκι" (κάνει του κεφαλιου του). Ο σημαιοφόρος λέγεται «μπαϊρακτάρης» λέξη που επέζησε ως επώνυμο του διασήμου Αρχηγού της Αστυνομίας Δημητρίου Μπαϊρακτάρη. Ακόμη διασημοτέρος είναι ο κεμπαπτζής «Μπαϊρακτάρης», κεντρο λήψεων πολιτικών αποφάσεων της ΝΔ.

    Η σημερινη λεξη «μπάντα» (Αγγλ. band, Γαλικά bande, Ιταλικα banda) ουσ θηλ. μπάντα [banda] εχει 3 σημασιες:

    1. Tο πλάι, η πλευρά (Γαλ. côté): η δεξιά μπάντα (le côté droit ).
      Το προσωπικο των μη-μαχιμων του καθε πλοιου του πλωίμου (Στόλου) χωρίζονταν σε δύο ισοπληθείς τοιχαρχίες:
      • Το βανδον του δεξίου και
      • το βάνδον του ζερβίου
    2. Oρχήστρα πνευστών και κρουστών (fanfare): η «Η μπάντα του Δήμου» Γαλ. la fanfare municipale (και αυτή ειναι όμιλος ανθρώπων)
    3. Μια ζώνη ή ταινία, συνήθως ο επίδεσμος. μπάντα > ρ. μπαντάρω, επιδένω συν. τραυματα.

    ΟΜΟΡΙΖΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

    bandit (Γαλλικά) είναι γενικώς ένας οπλισμένος κακοποιός, συνήθως ληστής. Η ετυμολογία συνδέεται με τη λέξη bande=συμμορία.

    Banner (Αγγλικά) Πολύ γνωστό ως συστατικό των ιστοσελίδων του διαδικτύου.

    Pinyin (Βάνδον, επισείων, λαβαρο στά Κινέζικα) είναι διοικητική διαίρεση της Εσωτερικής Μογγολίας, αυτόνομης περιοχής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Pinyin για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δυναστείας Qing, η οποία διοργάνωσε τους Μογγόλους σε Pinyin, σε Οκτώ Pinyin. Κάθε Pinyin υποδιαιρείτο σε sumu . Στην Έσωτερική Μογγολία, πολλά Pinyin αποτελούν μια λεγεωνα. Σήμερα, Pinyin είναι μια διοικητική διαίρεση (κάτι σαν νομος ή επαρχία) στην κινεζική διοικητική ιεραρχία. Υπάρχουν 49 Pinyin στο σύνολο. Δηλαδή ακόμα και στην απόμακρη Κίνα ισχύει το: Λάβαρο=Στρ. Μοναδα=Περιοχή.

    bande (Γαλλικά) Στενόμακρη ταινια υφάσματος ή δέρματος ή χαρτιού (κοντολογίς ζώνη). Εξηγεί «το βάζω στήν μπάντα» δηλαδή στή ζώνη , το κρύβω για ωρα αναγκης. Ομως και η πρωτη εννοια ταιριάζει. Βλ. εκφράσεις παρακάτω

    Ιταλικα=bandiera σημαια.

    sbandieramento

    SbandieratoreΙστορικά η ρίζα του sbandieramento, της τεχνης χειρισμου της σημαιας, αποτελουσε στρατιωτικη ασκηση των σημαιοφόρων των στρατευμάτων τοσο για να εξοικειωση με το οπλο (η σημαια ειχε μυτερή λόγχη στην άκρη του κονταριού της) όσο και για φυσική βελτίωση.


    Αν δεχθουμε οτι το Βάνδον ήταν στρατιωτικό απόσπασμα, εύκολα μπορούμε να ετυμολογήσουμε το «κοντραμπάντο» (αντιτίθεμαι στο βάνδον, κανω λαθρεμπόριο, είμαι κοντραμπατζής). Πρβλ. Γιάννη Μαγκλή «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου»

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

    Όρτσα λα μπάντα = αναστροφή: Περνάω την πλώρη μου από τη διεύθυνση του ανέμου.

    Πόντζα λα μπάντα = Τσίμα ή υποστροφή: Περνάω την πρύμη μου από τη διεύθυνση του ανέμου. (Ο Ελύτης γράφει «πόντζα-λαμπάντα» στο «Αξιον Εστι»).

    Στο ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΤΟΥ ΘΩΡΑΚΙΤΟΥ - ΠΛΩΤΑΡΧΟΥ Η.Φ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ - ΕΘΝΙΚΟΝ ΤΥΠΟΟΓΡΑΦΕΙΟΝ - 1892 Σ. 510 επεξηγείται το «Αναστρέφω κατά κρύμναν» ως «γυρίζω ποντζαλαμπάντα ή ποδιστά», ενω το «Υποστρέφω κατά πρύμναν» ως «γυρίζω ποδιστά»

    Βαζω στη μπάντα = αποταμιεύω, βάζω στην άκρη. Θεωρώ ότι η έκφραση «βάζω στην άκρη» είναι μιά λόγια μεταγλώττιση του «βάζω στη μπάντα» (κρύβω στην ζώνη) . Η άκρη ειναι κάτι αόριστο αν δεν προσδιορίζεται (η αν δεν συνάγεται σαφώς) τίνος πράγματος την άκρη εννοούμε. Όμως βλ. γλωσσόκομον ή βαλλάντιον

    Τράβα στη μπάντα! = πήγαινε στήν άκρη (εννοείται η άκρη του χώρου, δρόμου, περάσματος), παραμέρισε

    Μπάζει από όλες τις μπάντες= εισρρέουν νερά απο ολές τίς πλευρές, Μεταφορικως: είναι άκρως αμφισβητήσιμο.

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ

    Μπαντάρω = επιδένω (κυρίως για τραύματα) και μπανταρισμένος = τυλιγμένος με επιδέσμους

    ΕΠΩΝΥΜΑ

    Βανδής = Τίτος Βανδής (Ηθοποιός του Εθν. Θεάτρου, 1917-2003)

    Σπαντιδάκης = Ο περιώνυμος αντιβασιλιάς της Χούντας

    Οπως μαρτυρείται [293,156] σπαντίδοι (απο το Ιτ. bandito) ήταν οι κουρσάροι, οι ληστές. Στη Ναξο τερατές (αντί «πειρατές», παρετυμολογία από το «τέρατα»).

    Οχι όμως η Δέσποινα Βανδή (Δέσποινα Μαλέα γεν. 1969 στο Τύμπινγκεν της Γερμανίας) που στην αρχή της καριέρας της άλλαξε το επίθετό της σε «Βανδή» για να κρύψει από τους γονείς της ότι τραγουδούσε.

    βίγλα

    ΣΗΜΑΣΙΑ:παρατηρητήριο, και το στρατιωτικό τμήμα που στρατωνιζόνταν και υπηρετούσε στη βίγλα (οι βιγλάτορες).

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Η βίγλα, ως σώμα στρατού, αποτελείτο από τον διοικητή της βίγλας «Δομέστικο των τειχέων της βίγλης». Υποδιοικητής ήταν ο «Δρουγγάριος της βίγλης των καβαλλαρίων». Ο Δομέστικος με τους πεζούς πολεμιστές του, μάχονταν εναντίων των επιτιθέμενων εχθρών, με ρίψεις ακοντίων βελών (σαγιτών) και λίθων με τους λιθοβόλους ή καταπέλτες.

    Βοηθητικές υπηρεσιες εκτελούσαν οι καμινάριδες ή καμινάδες (απο τη λέξη καμίνι) άνοιγαν λάκκο όπως ανοίγουν στα καμίνια, όπου τοποθετούσαν εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και θάμνους (αφάνες, καλάμια κ.λ.π.) για ζωηρή φωτιά την νύκτα, ή βρεγμένα σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ημέρα.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:παράγεται από την λατινική λέξη vigil και vigilia που σημαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά.

    ΕΙΚΟΝΕΣ:

    Vigla

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:καμινοβίγλια=φρυκτωρίες, ρ. βιγλίζω:παρατηρώ, εποπτεύω από τη βίγλα, βιγλάτορας= ο φύλαξ, ο σκοπιωρός ε

    ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ:Βίγλα, Βίλλια, Κακή Βίγλα

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:στάσεις,καμινοβίγλια=φρυκτωρίες[1],κέρκετον

    1. φρυκτωρία απο το Αρχ. Ελλ. επιθ. Φρυκτός σημαίνει δαυλός ή πυρσός φλεγόμενος, που οι φρυκτωροί άναβαν σε υψηλούς διαδοχικούς σταθμούς και μετέδιδαν ειδήσεις. Έτσι αναφέρει ο Αισχύλος (Αγαμ. 29 και 282) έφθασε η είδηση της πτώσης της Τροίας στην Κλυταιμνήστρα στο ανάκτορο των Μυκηνών.

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: λώζος[1], καμινάδες[2], λιθοβόλοι[3], βαρδιάτορες

    1. Ειδική φωλιά για τα σκυλιά που αλυχτούσαν και προειδοποιούσαν σε τυχόν ερχομό των εχθρών.ΒΑ του Παλατίου του Αντιόχου βρίσκεται το Παλάτιον του Λώζου (Προσφανώς εδώ κύριο ονομα)

    2. Καμινάριδες ή καμινάδες (απο τη λέξη καμίνι) άνοιγαν λάκκο όπως ανοίγουν στα καμίνια, όπου τοποθετούσαν εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και θάμνους (αφάνες, καλάμια κ.λ.π.) για ζωηρή φωτιά την νύκτα, ή βρεγμένα σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ημέρα.

    3. Οι «λιθοβόλοι (ενν. βιγλάτορες)» χειρίζονταν τις πολεμικές μηχανές, άλλοι βιγλάτορες πάλι στις ελεύθερες ώρες τους ασχολούνταν με την εξόρυξη κιόνων, κιονόκρανων, θωρακίων ακόμη και ορθογωνίων ογκολίθων (πλέχτουρα) που πουλούσαν για χτίσιμο ναών, πύργων, δημοσίων κτηρίων και τειχών των κάστρων, ίσως να τα εξήγαγαν κιόλας. Τα εναπομείναντα κομμάτια λίθων από τις λαξεύσεις τα μετέφεραν και ενίσχυαν τα πίσω τείχη της βίγλας, που ήσαν όλα χτίσιμο ξερολιθιάς και ήσαν έτοιμα να χρησιμοποιηθούν στους λιθοβόλους (μάγγανα).

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:βιγλάτορες, βιγλίζω, εσωβίγλιον, εξωβίγλιον, καμινοβίγλιον, ημεροβίγλιον[1]

    Ημεροβίγλιον δηλ. τα στασίδια της ημέρας και όλα τα φυλάκια (μπαστούνες) ακόμη και τις βίγλες της νύκτας

    ΠΗΓΕΣ:ΒΙΓΚΛΑΤΟΡΙΑ ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΟΧΥΡΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ Από τον Α΄ τόμο του βιβλίου «ΤΟ ΟΙΤΥΛΟ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» του Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλα

     

    βούλλα

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Η βούλλα έχει πολλες σημασίες:

    1) Σφραγισμένο δισκίο από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από επίσημα έγγραφα.

    Χρυσόβουλον

    BOYLA

    Μεσαιωνικό, σιγγίλιο (βούλλα)(1) με ισπανικό κηρό (βουλοκέρι), αναρτημένο με κόκκινη ταινία(2), έφερε εμβλήματα του συντάκτη (3)
    2.

    2. α) Το όργανο με το οποίο σφραγίζεται κν. σφραγίδα:
    + Περί τον χρυσοχόν οπού ποιεί άνομας βούλλας (Ασσίζ. 2213)· (βλ. βουλωτήριον)
    2.β) το αποτύπωμα της σφραγίδας
    + απήρεν μαρτυρίες εγγράφως με τες βούλλες τους (Χρον. Μορ. H 8125).


    3) στίγμα ηθικό(Μεταφ.) : Επειδή ο στιγματιζομενος εκαυτηριάζετο[*] με πυρωμένο σίδερο παρόμοιο με βουλωτήριο.

    4) Επίσημο έγγραφο σφραγισμένο: o (Λίμπον. 307).

    5) Ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια, «τυφλοπάνι»: o (Διήγ. Βελ. χ 136). [μτγν. ουσ. βούλλα. Η λέξη απαντάται και σήμερα (ά. γρ. βούλα)]


    Charles Du Cange Glossarim ad Scriptores Mediæ ed infimæ Græcitatis Frankfurt, 1710.


    [*] Καυτηριάζω = Καίω με ένα καυτό σίδερο για να στιγματίσω , ή να αναισθητοποιήσω καποια περιοχη του σώματος. (πβ. εικόνα στιγματισμού αλόγου στην Αμερικάνικη Δύση) . Ο στιγματισμένος με αυτον το τρόπο λέγονταν σιδερωμένος και το «καυτηριάζω» λεγονταν και «σιδερωνω». Ο άξιος να σιδερωθει λεγονταν «μούτρο για σιδερωμα» και αργότερα απλώς «μούτρο».

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το Λατ. Bulla = κόσμημα θύρας ή ζώνης [171,379]. Δεν πρέπει να αποκλεισθει και η ετυμολογία απο το βουλίζω, βολίζω= βυθίζω, αφού η μήτρα της σφραγίδας βυθίζονταν στο εύπλαστο υλικό (το λειωμένο μολύβι ή ασήμι ή χρυσάφι ή στον Ισπανικό κηρό,το βουλοκέρι). Αλλά και απο το βούλομαι γιατι η έγγραφη βούληση του συντάκτη παγιονωνταν με την επιθεση της σφραγιδας του. Και οι δύο προτεινόμενες ετυμολογίες θα απαιτούσαν την γραφή με ένα λάμδα.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Τυποι:

    Για την δημιουργία μιάς βούλλας χρησιμοποιούσαν διαφορα υλικά τα οποια εδιναν και το όνομα στο εγγραφο.

    Χρήσεις

    Η βούλα είχε πολλές χρήσεις

    Επικύρωση:Η βούλλα έμπαινε στην κατω πλευρά κάποιου εγγράφου για να επικυρώσει οτι ο υπογράφων το εγγραφο συμφωνεί με τα γραφόμενα. Το κείμενο μπορούσε να το διαβάσει οποιοσδήποτε

    Ταυτοποίηση:Για να ορίσει τον συντάκτη-εντολέα. Η μήτρα της σφραγίδας έφερε το ονομα του συντάκτη.

    Μυστικότητα: Για να μην μπορει κανεις να ανοιξει το εγγραφο χωρις να κοψει τους ιμαντες ή να καταστέψει το υλικό της βούλλας. Συνηθως σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν «ισπανικό κηρό», το γνωστο βουλλοκέρι.

    Συνεστραμένοι, σπάγγοι ή κορδέλλες απο δέρμα ή ύφασμα περνούσαν απο δύο τρύπες και μεσα απο την βούλλα. Το υλικο της βουλας, μετα πιέζονταν με το βουλωτήριον.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
    «χίλιες μύριες εντροπές και βούλλες τσι κουκλώνου»
    (Φορτουνάτος Β´ 398).
    «προστάγματα του εποίκασιν με κρεμαστές τες βούλλες»
    (Χρονικόν του Μορέως H 316).

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:

    Μας πήγαν στήν Ελ-Ντάμπα
    μας κόλλησαν μια στάμπα.

    Τραγουδάκι των αντιστασιακών που εξορίστηκαν στην Ελ-Ντάμπα από τους Αγγλους μετά την «Απελευθέρωση»

    Η έννοια είναι και μεταφορική (κοινωνικά φρονήματα) και ουσιαστική. Απο τά ειδικά ρούχα των κρατουμένων που ήταν σταμπωμένα με εξωφρενικους χρωματισμούς, τα λεγόμενα «τρελλά»

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    «Μέ τήν βούλα» = Επισήμως, αποδεδειγμένα. πχ. «Καρπούζια με τη μάχαιρα, πεπόνια με τη βούλα».
    Η βούλα στο πεπόνι ήταν μια τριγωνική τομή που γίνονταν από τους υπαίθριους μανάβηδες για να δοκιμάσει ο πελάτης το πεπόνι.

    «Βούλωστο» = βουλωσέ το [ενν. το στόμα σου] , E.g. shut-up, Fr. tais-toi, ta guelle, It. crepa

    «Διαβάζει βουλωμένο γραμμα» επί ανθρώπου ιδυοφυούς.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:
    Σφραγιδα, Στάμπα, Σημάδι.

    ΠΗΓΕΣ:

    345, LEXICON LATINUM pdf, P. F. WAGNER, P. a. BORGNET, 1828.

    βουκελλάριος

    Αυτός που ανήκει στην «Αυτοκρατορική, Επίλεκτον, Ομοτράπεζον, Σύμμικτον και Καβαλλαρική (=Ιπποτική) Τάξη των ΒΟΥΚΕΛΛΑΡΙΩΝ» αποτελούσε το πλέον ηρωικό, επίλεκτο και αξιόμαχο Καβαλλαρικό σώμα της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, είχε αρχικώς ιδρυθεί το 514 μ.Χ. από τον τότε 14ετή μαθητή και μετέπειτα πολυνίκη θρυλικό Στρατηγό Βελισάριο. Οι Βουκελλάριοι απετέλεσαν την προσωπική του σωματοφυλακή του Αυτοκρατορα, και ήσαν τιμητικώς ομοτράπεζοί του. Συνέτρωγαν δε τον ίδιο άρτο, ο οποίος ονομαζόταν “Βουκέλλα”, από τον οποίο προέρχεται και η ονομασία τους. Η Βουκέλλα ήταν ένα είδος «Κρικέλλας», δηλ. Μεγάλου Άρτου σχήματος κρίκου τον οποίον μοιράζονταν πολλοί ομοτράπεζοι. Ποιοτικώς ήταν ανώτερος από εκείνον τον οποίον έτρωγε το υπόλοιπο στράτευμα και για την ακρίβεια ήταν το είδος εκείνο το οποίο χρησιμοποιείτο ως «Βούκα» (από την οποία ετυμολογείται η λέξη Βουκέλλα, δηλ. μεγάλη «Βούκα»), που σημαίνει μπουκιά εμβαπτισμένη στον άκρατο οίνο της Θείας Ευχαριστίας, η οποία τότε ονομαζόταν «Βουκάκρατον». Η Βούκα ήταν επομένως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας, ο οποίος συμβόλιζε το «Σώμα του Χριστού». Τα αρτοσκευάσματα με σχήμα κρικου ονομάζονταν γενικώς «κολλίκια» (απο το Αρχαίο Ελλ. ουσ. Κόλλιξ) τα σημερινά κουλούρια ή κουλούρες.

    βρουμάλιον

    Το Μέγα Ετυμολογικόν το ετυμολογεί απο το Αρχ. Ελλ. ουσ. βρώμα = φαγητο, δειπνο παρατιθέμενο απο τρίτους σε κάποιους.
    Η ονομαστική εορτή του Αυτοκράτορα. Την κατάργησε ο Ρωμανος ο Λεκαπηνός και την επανέφερε ο τυπολάτρης Κωνσταντίνος ο Πορφυρογένητος, μανιακός επι του πρωτοκόλλου και των παραδόσεων.

    Κατά τον Τάκη Καλογερόπουλο ("Λεξικό Ελληνικής Μουσικής") :

    Η λέξη προέρχεται από το λατινικό bruma (που σήμαινε το χειμερινό ηλιοστάσιο).

    winter| winter cold/weather; winter solstice; shortest day; sun position then

    http://www.latin-dictionary.org/JM-Latin-English-Dictionary/bruma

    Τα βρουμάλια ήταν βυζαντινή εορτή (πανηγύρι) τελούμενη πριν από την Πρωτοχρονιά. Λεγόταν και "βρούμων εορτή". Τότε διοργανώνονταν τελετές βακχικής προέλευσης, με μεγάλη συμμετοχή μίμων, αυτοσχέδιων τροβαδούρων και "αγυρτών". Οι ειδωλολατρικές αυτές εκδηλώσεις (κατά τις οποίες δοκιμάζονταν τα καινούργια "γιοματάρια") είχαν ασφαλώς την πλήρη εχθρότητα των "ζηλωτών" της Εκκλησίας.

    Αλλά και το «ΠΗΔΑΛΙΟΝ»[1] αναφέρει, μεταξύ αλλων.

    ΚΑΝΩΝ ΞΒ΄ «τα δε Βρουμάλια, (ηταν εορταί) εις τιμήν του Διονύσου. Βρόμος γαρ ήτο του Διονύσου επίθετον κοντά εις τους ΄Ελληνας από τον βρομόν, οπού σημαινει τον ήχον και την βροντήν. Τούτο δε οι Ρωμάνοι (οι Ρωμαίοι, όχι οι Έλληνες) βρουμάλιον ονόμαζον, ήγουν τον βρόμον, και την εορτήν Βρουμάλια, πληθυντικώς, οπού είναι το ίδιον, ωσάν τα Διονύσια, καθώς τα έλεγαν οι Έλληνες. Προστάζει λοιπόν ο παρών Κανών, ότι τα τοιαύτα Ελληνικά, αλλά δη και η κατά την πρώτην Μαρτίου τελούμενη πανήγυρις δια την ευκρασίαν τάχα του έαρος, να ασηκωθούν ολοτελώς από την πολιτείαν των Χριστιανών. Μήτε χοροί απλώς δημόσιοι γυναικών να γίνωνται, ούτε εορταί, και χοροί από άνδρας ή γυναίκας εις όνομα των Ελλήνων ψευδοθεών. Ορίζει δε προς τούτοις, ότι μήτε άνδρας να φορή ρούχα γυναικεία, ούτε γυναίκα ρούχα ανδρίκια. Αλλά μήτε να μουρόνωνται με μουτσούνας και προσωπίδας (μάσκες θεάτρου) Κωμικάς, ήτοι παρακινούσας εις γέλωτας ή Τραγικάς, ήτοι παρακινούσας εις θρήνους και δάκρυα, ή Σατυρικάς, ήτοι ιδίας των Σατύρων και Βάκχων, οίτινες εις τιμήν του Διονύσου, ως εκστατικοί και δαιμονισμένοι, εχόρευον και ότι τινάς να μην επικαλήται το όνομα του συχαμερού Διονύσου (ος τις ενομίζετο πως ήτο δοτήρ του οίνου και έφορος), (και ο Ιησούς είναι δοτήρ οίνου: Το πρώτο του θαύμα ήταν να κάνει κρασί, για χάρι ευτυχίας γάμου) όταν πατώνται τα σταφύλια εις τους ληνούς, μήτε να γελά και να καγχάζη, όταν βάλλεται ο νεός οίνος εις τα πιθάρια. Λοιπόν όποιος από του νυν και εις το εξής, αφ' ού έμαθε περί τούτων, εν γνώσει επιχειρήσει να κάμη κανένα από τα προρρηθέντα ταύτα δαιμονιώδη και Ελληνικά, ει μεν είναι κληρικός, ας καθαίρεται, ει δε λαϊκός άς αφορίζεται.»


    (1) Η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως «νοητή ναύς» (πνευματικό πλοίο), έχει το δικό της «ΠΗΔΑΛΙΟ», την «ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ», η οποία περιέχει τους θείους και ιερούς Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών Συνόδων και τοπικών συνόδων και των Θείων Πατέρων, στους οποίους (κανόνες) προσφεύγουν οι κληρικοί της για να ασκήσουν «κανονικά» τα ιερατικά τους καθήκοντα.

    Γ

    γενέσια

    Τα λεγομενα μεταγενέστερα και «γεννητούρια» που δεν είναι, όπως νομίζουμε η γέννηση καθ΄εαυτή, αλλά το συμπόσιο που γίνεται με ευκαιρία την γέννηση κάποιου παιδιού. (Αρσενικού παιδιού κατα κανόνα, όλοι οι πρόγονοι δεν έδιναν φράγκο αν ηταν κορίτσι, που ούτε καν το ονομαζαν «παιδι», ελεγαν «εχει δύο παιδιά και τρείς τσούπρες, με το συμπάθιο»(1)). Οι ποιο προηγμενοι, στο Αλμααλί Μαλγάρων της Θράκης, «πολλοι μαστιγώνουσι πολλάκις τας εαυτών γυναίκας, διότι γεννώσι θήλεα» (162,15)


    (1) Τα ικανοποιητικού μήκους και βάθους σημαντικά, το αριθμητικό τρία, τα θηλυκού γένους, τα «αγγούρι», «γαϊδούρι» ως και η επίδειξη μήκους τινός δια του πήχεως η του δακτύλου συντάσσονται «με το συμπάθιο» κατά πάγιο άγραφο εθιμικό κανόνα.

    γκόνφαλον ή γκόνφανον

    Γκόνφαλον

    Σημασία: Σημαία ή Λάβαρο.

    Εγκυκλοπαιδικά: Η σημαία του άρχοντα κάτω από την οποία συγκεντρώνωνταν οι Ιππότες του και οι στρατιώτες του. Ηταν κάτι σαν τα λάβαρα που έχουν οι ορθόδοξοι στις εκκλησίες. Στην Δύση χρησιμευε σαν στρατιωτική σημαία αλλα και σαν έμβλημα Δήμων και συντεχνιών.

    Ετυμολογία: Απο το παλιό Ιταλικό gonfalone ‹Γερμανικό: Gonfanon (Gound=πόλεμος+Fana=Σημαία)

    Μεταφράσεις

    • Γαλλικά: gonfanon (μόνο για στρατιωτική και εκκλησιαστικη χρήση)
    • Αγγλικά: gonfalone
    • Γερμανικά: Gonfanon
    • Ολανδικά: gonfalone

    γλωσσόκομον ή βαλλάντιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Μικρό σκεύος, επίμηκες, απο δέρμα ή ύφασμα ή συνηθέστερον χάλκινο για φύλαξη χρημάτων ή τιμαλφών.

    Βαλλάντιον

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Αργότερα εσήμαινε βαλάντιον, (πουγκί) εις το οποίον φύλαγαν χρήματα ή και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Αυτό συνήθως με ενα λουρι το κρεμούσαν απο τον λαιμό τους στο στήθος ή στο το πλευρόν τους οι εμπορευόμενοι.

    Αλλά και γυναίκες πολλές φορές κρεμούσαν γλωσσόκομον, ως είδος κοσμήματος.
    Το γλωσσόκομον, που κρατούσε ο Ιούδας (Ιωάν. ιβ’ 6, ιγ’ 29), ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένα μικρό ξύλινο κιβωτιάκι, χωρισμένο σε τμήματα. Σε κάθε τμήμα φύλαγε τα νομίσματα της ιδιας αξίας.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    Απο την αρχική του χρήση το γλωσσόκομμον σημαινε σκεύος όπου φύλαγαν οι αυλητές τίς λεπτές γλώσσες των αυλών.
    Το βαλλάντιον (μέ δύο «λλ») πιθανότατα απο το Αρχ. Ελλ. ρ. «Βάλλω» που μια απο της πολλές σημασίες του είναι και κραδαίνω, πάλλω (πβ. βαλλίστρα). Το να κραδαίνει κάποιος ένα πουγκί μπροστά σε ένα πωλητή αποτελεί κίνητρο συναλλαγής.

     

    ΓλωσσόκομονΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

     Ο Ιούδας επιστρέφει τα τριάκοντα αργύρια.

    Στο στιγμιότυπο φαίνονοται τα αργύρια να πέφτουν απο βαλάντιο. Tο γλωσσόκομο, μεγαλύτερο και πληρέστερο θα το φύλαγε αλλού.


     
    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Βαλλίστρα, Βάλλω, Βαλλαντιοτόμος = πορτοφολάς, κλεφτης βαλλαντίων.Ιουστ. 38.227 [165.150]
    (Βλ. Ξενοφώντα «ἐμοὶ μὲν δὴ Σωκράτης τοιοῦτος ὢν ἐδόκει τιμῆς ἄξιος εἶναι τῇ πόλει μᾶλλον ἢ θανάτου. καὶ κατὰ τοὺς νόμους δὲ σκοπῶν ἄν τις τοῦθ᾽ εὕροι. κατὰ γὰρ τοὺς νόμους, ἐάν τις φανερὸς γένηται κλέπτων ἢ λωποδυτῶν ἢ βαλλαντιοτομῶν ἢ τοιχωρυχῶν ἢ ἀνδραποδιζόμενος ἢ ἱεροσυλῶν, τούτοις θάνατός ἐστιν ἡ ζημία: ὧν ἐκεῖνος πάντων ἀνθρώπων πλεῖστον ἀπεῖχεν.»
    Xenophon. Xenophontis opera omnia, vol. 2, 2nd edn. Oxford, Clarendon Press. 1921 (repr. 1971).
     
    ΕΠΩΝΥΜΑ:Βαλλάντης (και κύριο όνομα) = αυτός που εχει μεγάλο βαλλάντιο, ο παραλής, ο λεφτάς.  
    ΣΥΝΘΕΤΑ:

    Χρυσοβαλλάντης[1] (κύριο όνομα)


    Χρυσοβαλλάντης[1] με βαλλάντιο γεμάτο μέ χρυσά νομίσματα.
    1. Υπαρχει μονή Χρυσοβαλλάντου στην Κωνσταντίνου Πόλη, όπου ήταν κάποτε ηγουμένη (στα 840 μ.Χ) η οσία Ειρήνη η «αιωρουμένη» (η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Μακάριοι οι μη ειδόντες και πιστεύσαντες.)
     
    ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
    • Oταν έχει το πουγκί σου όλοι φίλοι είναι δικοί σου
    • Έχεις γρόσια στό πουγκί; - Οθε θες κάνεις Λαμπρή[241,25]
    • Ούτε άσπρο στό πουγκί, ούτε ντέρτι στην καρδιά[241,25]
     
    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:«Δεν αντέχει το οικογενειακό βαλλάντιο»  

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ :

    Για το «βαλλάντιο»:
    Πουγγί, πορτοφόλι

    Στο Βυζάντιο ομως φούνδα ή κοιλιόδεσμος ή πουγγίον λεγόταν το σακίδιο με τα χρήματα που έζωναν στη μέση τους οι Βυζαντινοί.
    Η ρίζα της λέξης είναι λατινική από το fundo, που σημαίνει κυριολεκτικά βυθίζω (το καράβι ή η επιχείρηση "πηγε φούντο" λέμε σήμερα). Θυμηθείτε το Αγγλικό Fund, το Γαλλικό fonds, το Ιταλικό fondo.
    Μεταφορικά σημαίνει: θεμελιώνω, καθιερώνω, παγιώνω, πακτώνω και τελικά συνάπτω σύμβαση. Αυτό γιατί κατά την σύναψη μιας σύμβασης οι Ρωμαίοι συμβαλλόμενοι βύθιζαν τα ραβδιά τους στο έδαφος για να στερεώσουν συμβολικά την συμφωνία (pactun, βυζ. πάκτον) βλ. Κ. ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΝΟΜΩΝ ή ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ σελ. 411 και ΜΕΛ σ. 853 βλ . και την νομική ρήση "pacta sunt servanda" = τα συμφωνημένα είναι τηρητέα, πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και τώρα λέμε "τα μιλημένα και τιμημένα" (τιμώ=τηρώ).
    Έως το 1935 υπήρχαν και «εγχειρίδιες αμοιβές», στην περίπτωση των οποίων ο ιερέας παίρνει τρόπον τινά τα χρήματα στο χέρι (υπάρχουν και «έκτακτες εγχειρίδιες αμοιβές» και «βασικές αμοιβές» [stipendia fundata]), οι οποίες στη Γερμανία είναι συν τοις άλλοις απαλλαγμένες από φορολογία. KARLHEINZ DESCHNER Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΜΟΣ 4 -ΚΑΚΤΟΣ
    Δηλαδή οι συμβατικές αμοιβές, οι τιμές τιμοκαταλόγου. Εργασία "φουντάτη" εννοείται λοιπόν η συμβατικά κατοχυρωμένη εργασία και δεν έχει σχέση με την γνωστή φούντα=θύσανο. Το "φουντάτη" ερμηνεύτηκε από τους μεταγενέστερους "με φούντες". Η δουλειά με φούντες είναι λοιπόν μια σίγουρη και καλή δουλειά, και όχι θυσανωτή δουλειά.

    Για το «Γλωσσόκομον»: Μπεζαχτάς (απο το Τουρκ. bes+tahta = «πέντε σανίδες» = Το συρτάρι με τα χρήματα του καταστήματος)

     

    ΠΗΓΕΣ:

    6 εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.

    (Ιωάν. 12 6)

    29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ.

    (Ιωάν.13’ 29)

    4 μὴ βαστάζετε βαλάντιον(1), μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε.

    (Λουκ. 10 στ. 4)

    33 πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει·

    (Λουκ. 12 στ. 33)

    35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· Οὐθενός. 36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· Ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν.

    (Λουκ. 22 στ. 35-36)

     
    1. Το «The New American Standard Bible» μεταφράζει το «βαλλάντιον» money belt δηλ. ζώνη χρημάτων, πράγμα που ενισχύει την ετυμολογική ερμηνεία μου για την εκφραση «βάζω λεφτά στην μπάντα», οπου μπάντα σημαίνει «ζώνη» βλ. σχετικά στο λήμμα βάνδον
     

    Στά Αρχαία Αγγλικά αναφέρεται ως pursa "little bag made of leather," απο το μεσαιωνικό Λατινικο bursa "purse" (Το ιδιο και σστα Γαλλικα του 12 αι. borse, για να γίνει το σύγχρονο «bourse»). Το Λατινικο bursa παράγεται απο το Αρχ. Ελληνικό «βύρσα» " (o Σταματάκος [261. 223] το αναφέρει μόνον ως εκδαρέν δέρμα δηλ. πετσί, τομάρι και αμφισβητεί την ρίζα της λέξης, πιθανόν να μην είναι ελληνική.)

    Ο Πτωχοπρόδρομος το αναφέρει ως «πουγκίν»

    Απλώνω εις το περσίκιν μου, γυρευω το πουγκίν μου,
    δια στάμενον το ψηλαφώ, κι' αυτό γέμει χαρτία.

    1. Κατά τον Ε. Α. Σοφοκλή (Greek Lexicon of the Roman and Byzantine periods) το περσίκιον είναι συνώνυμο του «βαλλάντιον» οπως και του «πουγκι», οπότε συμπεραίνουμε οτι ο Πτωχοπρόδορομος, παλλιλογεί.βλ. 315,886 901.
    2. Η λέξη “περσίκιον” που συναντάται σε βυζαντινά κείμενα, σημαίνει, μεταξύ άλλων, “τσέπη”, δηλαδή μια από τις πολλές σημασίες των αραβικών “jayb” ή “jaib” και του λατινικού sinus που χρησιμοποιήθηκαν ως υποκατάστατα για την έννοια της «ημιχορδής».(Με την μαθηματική/γεωμετρική έννοια). Ο Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός (περ.1360-1452) και ο μαθητής του καρδινάλιος Βησσαρίων (περ.1400-1472), ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την Αστρονομία και μάλιστα ο τελευταίος χρησιμοποίησε για την έννοια της ημιχορδής τον όρο «κόλπωμα».Ο όρος αυτός, ο οποίος δεν έχει καμιά ετυμολογική συνάφεια με τη συγκεκριμένη έννοια, αποτελεί προφανώς μια απόπειρα λόγιας απόδοσης του λατινικού sinus στα ελληνικά, δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε ευρύτατη χρήση στους γεωγραφικούς χάρτες της εποχής με τη σημασία του “θαλάσσιου κόλπου”.
    ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΗΜΙΤΟΝΟΥ:ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Γιάννη Θωμαΐδη, Νίκου Καστάνη σ. 15

    Η άποψη των Θωμαΐδη και Καστάνη μου φαίνεται πιό σωστή.

    305, ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ Α - ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ, Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ, ΔΩΔΩΝΗ, Προδρομικά ποιήματα (1-144) στ. 33-34
     

    βούκινο

    ΣΗΜΑΣΙΑ:

    Σάλπιγγα . Η αρχ. βυκάνη. Πνευστό μουσικό όργανο.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Η ρωμαϊκή έκδοση του βούκινου, ήταν από κέρατο ζώου, συνήθως από κέρατο ενός βοδιού, μερικές φορές μαζί με ένα επιστόμιο. Αν και φαινομενικά το βούκινο ήταν όργανο του βοσκού, υπήρχε και που αντίστοιχο χάλκινο που ήταν κατάλληλα διακοσμημένο για χρήση στο ρωμαϊκό στρατό.

    Η ιστορία του χάνεται κάπου στο αρχαίο μουσικό όργανο «Βυκάνη», πρόγονο του βούκινου, που δεν ήταν αρχικά παρά ένα κέρατο βοδιού που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί, για να ελέγχουν το ποίμνιό τους. Αργότερα, με τη μορφή σάλπιγγας, καμωμένης είτε από κέρατο είτε από χαλκό, πέρασε στα ρωμαϊκά στρατεύματα, έχοντας χρήση μέσου ειδοποίησης αλλαγής της φρουράς ή γνωστοποίησης άλλων διαταγών. Σαν οργανο κλησης, συγκέντρωσης (οπως η στρατιωτική σάλπιγγα) χρησιμευε για νά προσκαλέσει τους Βυζαντινούς στη διαπόμππευση.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    απο το λατ. «buccina -æ» < ουσ. bucca=η εν τω λέγειν ή εσθίειν ογκουμένη παρειά, το μάγουλο που φουσκώνει όταν μιλάμε η τρώμε[267,69] ... και οταν σαλπίζουμε. Ο Σταματάκος στο λήμα «βυκάνη» [261] το αναφερει ως προερχόμενον πιθανόν από το βους, αφού το κέρατο του βωδιού (βλ. επίσης και το Αρχ. Ελλ. κέρας ) χρησίμευε για την κατασκευή του βούκινου.

     

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    Εδώκασι τα βούκινα και τα παιχνίδια όλα,
    τρουμπέτες και άλλα μουσικά οργανα του πολέμου.

    Ιμπέριος και Μαργαρώνα στ. 411[305.110]

    Β. Κορνάρου - Ερωτόκριτος

    Με βούκινα από την αυγή στη Χώρα διαλαλούσι,
    οι ανήμποροι και τα μωρά παιδιά να φυλακτούσι
    κι αν εις το φόρον ή μωρό ή ανήμπορος προβάλει,
    κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τον-εβγάλει.

    105

    Κι ως εκαλοξημέρωσε, δευτεροδιαλαλούσι,
    τους Καβαλάρους κράζουσι, τα βούκινα κτυπούσι.

    111

    Δεν ήτονε καλά σωστός, κι από μακρά γρικούσι σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι.

    230

    Εικοσιπέντε σάλπιγγες και βούκινα εκτυπήσαν, και το Πατάρι εσείστηκεν, και τ' άλογα εξυπνήσαν.

    1300

    Η σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει, σημάδι πως εσκόλασε τση Γκιόστρας το παιγνίδι.

    2407

    Τα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν, κι απ' όλους τον Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν.

    2415

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    βουκινίζω : ρ. Σαλπίζω: «να βουκινίσετε με τις τουρμπέτες» (Πεντ. Αρ. X 9). [μτγν. βουκινίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

    βουκιά

    βουκελάριοι

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    Το έκανε βούκινο = το διέδωσε παντού

    ΕΠΩΝΥΜΑ:Βουτσινάς (με τσιτακισμό)= Σαλπιγκτής, Αλλά το Βουτσάς απο το βυτίο=βουτσί=βαρέλι.

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    Τρουμπέτα, τουβα, τούμπα, τούμπανο (ως μέσα ανακοινωσης), Αρ. Ελλ. κέρας , μπουρού<Τουρκ. boru

    ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

    Ο κόσμος τόχει βούκινο (ή τούμπανο) κι εμείς κρυφό καμάρι.[241,124]

    Άρχοντας φταρνίστηκε, άκουσμα και βούκινο[241,64]

    ΠΗΓΕΣ:

    Κριαράς

    Δ

    διαβατικά

    Τα διαπύλια τέλη (κάτι σαν τα σημερινά διόδια), έμμεση φορολογία δηλαδή που επιβαλλόταν στα πρόσωπα και τα εμπορεύματα που κυκλοφορούσαν στο εσωτερικό του βυζαντινού κράτους κατά τη διέλευσή τους από πύλες. (163,365)

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    διαβάτης, διαβαίνω, διάβαση

    Δομέστικος των σχολών της Ανατολής

    Αρχηγός του στρατού των ανατολικών επαρχιών. Σχετικά με τη θέση του στην ιεραρχία, αναφέρεται στα "Τακτικά", τα στρατιωτικά εγχειρίδια, μετά το στρατηγό του θέματος των Ανατολικών και πριν τους άλλους στρατηγούς θεμάτων.

    Δρόμων

    Ο Δρόμων ή Δρόμωνας (dromon, corvette) υπήρξε ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού.

    Ο Δρόμων έφερε δύο σειρές κουπιών ανά πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη τετριήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες). Έφερε επίσης ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν όμως την από κοντά μάχη με τον εχθρό.

    Περί το τέλος του 7ου αιώνα τα πλοία αυτά έφεραν στη πλώρη τους ειδική συσκευή με την οποία εξακοντίζονταν το υγρό πυρ οπως και τά χελάνδια

    δρομονάριν το. * (Πιθ.) είδος ψωμιού στενόμακρου σαν το δρόμωνα (πβ. Eideneier, Προδρ., σ. 243): o Ποιούν και προσφοράν … και δρομονάριν (Προδρ. II 26-6 χφ H κριτ. υπ). [πιθ. <ουσ. δρόμων ή δρομώνιον (βλ. δρομόνι) + κατάλ. -άριν (ορθότ. γρ. ‑μω‑· άσχ. με ουσ. *δερμονάριν)· πβ. και επίθ. δρομωνάριος (6. αι., Lampe)]. Πιθανότατα ενα παρατσουκλι σε απρόσεκτο φουρναρη να ηταν Δρομοκαϊτης (αυτός που καίει το δρομονάρι) που επέζησε ως επώνυμο. πρβλ. Γ. Σουρή «Ολίγα γιά το σπίτι του Ζωρζή Δρομοκαϊτη» (συμπατριώτη του Χιώτη εθνικού ευεργέτη και ιδρυτή του ομώνυμου Ψυχιατρείου). Πιθανον όμως να ήταν και «δερμοκαϊτης» δηλ. με δέρμα στιγματισέενο δια καυτηριάσεως (με πυρωμένο σίδερο) για λόγους τιμωρίας και διαπομπευσης.

     

    δουλκή

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Η παράθεση του επιδορπίου στα επίσημα γεύματα

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Τα γλυκα ή φρούτα παρετίθεντο στο τέλος του δείπνου.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το Λατ. dulcis = Γλυκός (Dulce et decorum est pro patria mori, ) αλλα καί τα ντόλτσα πορτοκάλλια.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Δουλτσινέα - Το ινδαλμα του Δον Κιχώτη (Μ. Θερβάντες)

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Ντόλτσε Βίτα (Γλυκειά Ζωή)

    ΠΗΓΕΣ:Περί του Τυπικού της Βυζαντινής Αυλής - Ερανίσματα από το «Σύνταγμα της περί της βασιλείου τάξεως», του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου

    Ε

    Ειλητό ή ειλητάριο

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Τύπος αρχαίου και μεσαιωνικού βιβλίου. Ηταν μιά στενή και επιμήκης λωρίδα από περγαμηνή, που ήταν γραμμένη και στις δύο όψεις της και τυλιγόταν σε "ρολό".

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Ειλητόν

    Το ειλητάριο ήταν γνωστό ήδη από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Αποτελείται από ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο τμήμα παπύρου, χαρτιού ή περγαμηνής που τυλίγεται (ειλέεται) γύρω από έναν ξυλινο άξονα (κοντάκιο)[2] και ξετυλίγεται σε κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση.

    Ο αναγνώστης όταν διάβαζε το κείμενο ξετύλιγε λίγο-λίγο με το αριστερό χέρι και το ξανατύλιγε με το δεξί. Από τα ρήματα «ειλείν» και «ανελίσσειν» που δηλώνουν ακριβώς αυτή την κίνηση ο τύπος αυτός του βιβλίου ονομάστηκε ειλητάριο ή ειλητό. Με την ανακάλυψη της τυπογραφίας και την κατάτμηση του κειμένου σε σελίδες προχώρησε και η τέχνη της βιβλιοδεσίας και εξέλιπαν τα ειλητάρια (εν χρήσει ώς τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ.).

    Η μορφή του ειλητού επέδρασε πανω στό Ιωνικό κιονόκρανο.

    Ιωνικό Κιονόκρανο.

    Η μορφή του είναι εμφανώς επηρρεασμένη απο το ειλητάριον

    κιονόκρανον
    ειλητάριο
    Ειλητάριο με την Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου 12ος αι. Σινά, Μονή της Αγίας Αικατερίνης.

    ΟΙ περισσοτεροι ερευνητές λενε ανοησιες σχετικα με τον τροπο χρήσης του ειληταριου.

    ΠΗΓΗ
    http://www.xanthi.ilsp.gr/istos/manuscript/book_type/book_type_1.htm

    Το βασικα ερωτηματα ειναι:
    Που βρισκεται η αρχή του κειμένου
    οταν η περγαμηνή ειναι τυλιγμενη; Στο τέλος η στην αρχη;

    Τι μηκος ειχε η περγαμηνη;

    Σπάνιο έντυπο ειλητάριο με τη Λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Βενετία, 1549. Σινά, Μονή της Αγίας Αικατερίνης.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το αρχαίο Ελληνικό ρήμα ειλέω = συστρέφω (Εικόνα)

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:ειλεός[1]

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ :Ρόλος (< Γαλ. rôle <Λατ.rotulus =υποκοριστικό του Λατ. rota =τροχος,ρόδα), Ρολό, Βιβλίον, πάπυρος, περγανηνή, διφθέρα [3] , κοντάκιον[4]

    ΣΧΟΛΙΑ:

    1. Το λεπτό έντερο έπεται του στομάχου και προηγείται του παχέος εντέρου στην πεπτική οδό. Αποτελείται από τρία μέρη το δωδεκαδάκτυλο, τη νηστίδα και τον ειλεό. Ξεκινά από το στομάχι με τον πυλωρό από τον οποίο αρχίζει ο δωδεκαδάκτυλος. Σε αυτόν συνδέονται οι πόροι της χοληδόχου κύστεως και του παγκρέατος. Ο δωδεκαδάκτυλος σταματάει στην νηστιδοδωδεκαδακτυλική καμπή και συνεχίζει η νηστίδα. Ανατομικά ο δωδεκαδάκτυλος εκτείνεται γύρω από το πάγκρεας. Η διοχέτευση αίματος γίνεται από την παγκρεατοδωδεκαδακτυλική αρτηρία. Η νηστίδα βαθμιαία μετατρέπεται στον ειλεό κατά μήκος του εντέρου. Το μήκος της νηστίδας είναι περίπου 2,5 μέτρα και του ειλεού 5 μέτρα. Ο ειλεός καταλήγει στην ειλεοκολπική βαλβίδα, απ' όπου αρχίζει το παχύ έντερο.

    2. Κοντάκιο λέγεται συνήθως η απαρχή (το προοίμιο) Εκκλησιαστικών Ύμνων που εξ αυτού και μόνο ολόκληροι οι ύμνοι αυτοί χαρακτηρίζονται τελικά και ως κοντάκια . Αποτελεί δε ιδιαίτερο είδος της εκκλησιαστικής ποίησης που ιστορικά φέρεται να καλλιεργήθηκε περί τον 6ο - 7ο αιώνα . Το όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι η χρήση του απέβλεπε ως «εισαγωγή» του θέματος του ύμνου που ακολουθούσε. Κάποιοι παρετυμολογούν το όνομα «κοντάκιο» από το περιορισμένο – σύντομο συνεπώς κοντό σε μήκος. Ενώ άλλοι παρετυετυμολογούν το όνομα «κοντάκιο», το από το «κοντό» (= τράπεζα ψαλτηρίου) όπου οι ψάλτες άφηναν, ή συχνά ακουμπούσαν τα λειτουργικά κείμενα. Το ορθότερο είναι το κείμενο που ειναι τυλιγμένο σε ένα κοντόν (ο κοντός=κοντάρι ξύλο [265,717])

    3. Διφθέρα (απο το Αρχ. Ελλ. ρήμα Δέφω=τριβω, επεξεργάζομαι πβ. βυρσοδέψης<βύρσα+δέφω): Η μαρτυρία τού Ηροδότου αναφέρει (βιβλίο 5, 58): Καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες͵ ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ΄ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι
    «Από παλιά οι Ίωνες ονομάζουν τα βιβλία διφθέρες, διότι όταν οι πάπυροι ήταν σπάνιοι, χρησιμοποιούσαν δορές αιγοπροβάτων. Νομίζω μάλιστα ότι και πολλοί από τους βαρβάρους σε τέτοιες διφθέρες γράφουν». Οι όροι «βύβλος» και «πάπυρος», τότε δήλωναν το ίδιο φυτό.

    Το Τουρκικό «defter» (=κατάστιχο, τετράδιο ) παράγεται απο τήν «διφθέρα» και επεστρεψε ως αντιδάνειο στο «τεφτέρι» και μπακαλοτέφτερο. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΤΟΥΡKΙΚΗΣ, Κ.ΚΟΥΚΚΙΔΗΣ, ΕΤΑΙΡΙΑ ΘΡΑΚΙKΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, 1960. [281,94]
    (πβ.την παροιμία «Ο εβραίος σαν φαλίρει τα παλιά τεφτέρια ανοίγει»)

    4. Ορα Κριαρά (Λεξικόν της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας ) κοντάκιον το· κοντάκι· κοντάκιν. * 1) Ειλητάριο: o ρομφαία κρατεί στην χέραν του, στην άλλην του κοντάκιν (Βεν. 66).

    εγγιστιάριος

    Ειδικός υπάλληλος του παλατίου επιφορτισμένος να σηκώνει το βήλον[1] (το παραπέτασμα) για να εισέλθουν (εγγίσουν, προσεγγίσουν δηλ. πλησιάσουν) οι προσκεκλημένοι στο χώρο οπου παρέθετε το δείπνο ο αυτοκράτορας.

    1.Βυζ - Βήλον vellum (λατ.), λέξη που προέρχεται από το υποκοριστικό vitellus «μοσχαράκι». http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%AE

    Εμφώτιος Εσθής

    Το βαπτιστικό φόρεμα (εσθήτα). Κατά κανόνα λευκό.
    Το ρήμα «Φωτιζω» σημαινε «βαπτίζω» γιατι υποτιθεται οτι ο θεός φωτίζει τον βαπτιζόμενο. Ακόμα και σήμερα το παιδί μολις βαπτισθεί αποκαλείται «το νεοφωτιστο».

    Σήμερα λέμε για στενά ρούχα : «μου έρχονται σαν βαφτιστικά μου». Ομως ο λαός δεν πιστεύει οτι η φώτιση είναι «μια και έξω», γι΄αυτο λεει την έκφραση «κάνε ο,τι σε φωτίσει ο θεός» ακόμα και σε όσους έχουν ήδη βαπτισθεί.

    Ενδύματα του Βασιλέως - Τα ~

    Στις μεγάλες εορτές ο Αυτοκράτορας φορούσε μια πολυτελή μακριά πουκαμίσα (όχι κατ' ανάγκην πορφυρή), με ζώνη στή μέση, που ονομάζονταν «διβητήσιον»(1) ή «διβικίτσιν» το ή «διφιγκίτσιν». (πβλ. διβικίτσιν σπαστρικόν μονόφυλλον εφόρει Αχιλλ. [πιθ. <ουσ. *διβιτίτσιν <διβιτήσιον (LBG, DGE, Henrich 1998: 594)]. Και πάνω από αυτό είτε ένα βαρύ μανδύα που λέχονταν «χλαμύς[2]» ή μανδύας ή μαντίον το κν. μαντί ή ένα μαντήλι («λώρος») τυλιγμένο πάνω από τους ώμους και γύρω από τα χέρια του. Πάντοτε όταν ίππευε ο αυτοκράτορας φορούσε ένα διαφορετικό πουκάμισο, απλούστερο και πιο άνετο το οποίο ονομάζεται «σκαραμάγγιον» και από πάνω ένα ελαφρύτερο μανδύα το «σαγίον». Υπήρχε ακόμη ένα ελαφρύτερο φόρεμα, το «κολόβιον», ένα πουκάμισο με κοντά μανίκια μέχρι τον αγκώνα το οποίο φορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις. Όλες αυτές τις επίσημες ενδυμασιες τις φορούσε πάνω από τον συνήθη χιτώνα της ιδιωτικής ζωής. Επιπλέον διάφορα διάσημα 4

    1. Πιθανότατα απο την Αρχ. φράση η «δίβωλος χλαίνα», που ίσως ειχε ουσιαστικοποηθεί με εξάλειψη του «χλαίνα». Δηλ. πανοφώριο που περιτύλιγε ο σώμα δύο φορές. πρβλ. Επώνυμο: Διβόλης.

    2. Η Χλαμύς

    Η λευκή χλαμύς μωβ ταβλία φοριώταν από τους πατρικίους τα Θεοφάνια (Ι, 132) και τον Ευαγγελισμό (Ι, 151). Η χλαύδα με ένα χρυσό ταβλίο διακοσμημένη με λιοντάρια από τους πραιπόζιτους το Μεγάλο Σάββατο (Ι, 169).

    Η λεγόμενη ενωμένη χλαμύδα φοριώταν από τους πατρικίους στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (Ι, 116).

    Τρεις αξιωματούχοι που περιστοίχιζαν τον αυτοκράτορα, το τρικανίκλειον του, ο πρύτανης και ο μεγάλος πριμηκήριος - φορούν χλαμύδα συμμετρική που ενδέχεται να είναι αυτού του τύπου , και ο τρίτος, ο πρωτοβεστιάριος, ίσως σαγίον με μετάλλια.

    Η πορφυρή χλαμύδα της Τύρου, από ιδιαίτερα πολυτελές μετάξι, φοριώταν από τον κουροπαλάτη στην προαγωγή του (ΙΙ, 37) και από τους αξιωματούχους του αυτοκρατορικού κουβουκλίου το Μ. Σάββατο Πάσχα (Ι, 169) και στο συμπόσιο που ονομάζεται «όρκος» (II, 160).

    Η μοβ χλαμύδα της Τύρου με πράσινο-κίτρινο μενταγιόν φοριέται από τις πιο σημαντικές titularies μεγάλη γραφείων τα Χριστούγεννα (Ι, 119), και η μοβ χλαμύδα της Τύρου με παγώνια από το προσωπικό του αυτοκρατορικού θαλάμου τα Χριστούγεννα.

    Την ίδια γιορτή ο Δομέστικος των σχολών κάνει το σήμείο του σταυρού- με χρωματιστή χλαμύδα. Πιθανότατα αυτή την ενεργεια υπονοεί ο Ποροφυρογεννητος οταν αναφέρει στην σ. 287 του de cerimoniis aulae Byzantinae , Τόμος 1
    Η χλαμύδα βαθέος χρώματος φοριέται από πατρικίους, Δομέστικους και ολόκληρη τη Γερουσία το Μεγάλο Σάββατο (Ι, 169) και στο συμπόσιο που ονομάζεται «όρκος» (II, 160).

    Η μπλε χλαμύδα φοριώταν από το δήμαρχο των Βενέτων την Τετάρτη της Μέσοπεντηκοστής (Ι, 98) και τα Χριστούγεννα (Ι, 125), και την ανάρρησή του (II, 79) τότε φοράει τη μπλε και μοβ χλαμύδα της Τύρου. Η μπλε χλαμύδα με χρυσά κεντήματα φοριώταν και από τον Δομέστικο των Σχολών, την Τετάρτη της Μέσοπεντηκοστής (Ι, 97).

    Η πράσινη ο χλαμύδα φοριώταν από το δήμαρχο των Πρασίνων, την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής (Ι, 97) και στην ανάρρησή του (ΙΙ, 79). Η πράσινη χλαμύδα με τα χρυσά κεντήματα φοριώταν από το Δημοκράτη την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής (I, 98) και η πράσινη χλαμύδα με τα χρυσά τριαντάφυλλα και χρυσά ταβλία φοριώταν από τούς νοβελίσιμους (ΙΙ, 34).

    λοιπα βυζαντινα ενδυματα

    βλ. Η Βυζαντινή ενδυμασία των αυτοκρατόρων,4ος-10ος αι. Διπλωματική εργασία της: Παναγιώτας Μιχαηλίδου .Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2004.

    3. Τα αυτοκρατορικά διάσημα

    Περιγράφονται στις γραπτές πηγές και εικονίζονται σε πορτρέτα. Ο Κόριππος περιγράφει πως κατά την ενθρόνιση του Ιουστίνου Β' (565 μ.Χ.), οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι μετέφεραν τα αυτοκρατορικά ενδύματα, τη διάστικτη με πετράδια ζώνης, το στέμμα και την πόρπη. Τόσο μεγάλη σημασία είχαν τα αυτοκρατορικά είδη καλλωπισμού, ώστε ο Ιουστινιανός έθεσε ξανά σε ισχύ έναν παλαιότερο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο "Κανένας άλλος (εκτός από τον αυτοκράτορα) δεν επιτρέπεται να κοσμεί στο εξής τα χαλινάρια και τη σέλα του αλόγου του ή τις ζώνες του με μαργαριτάρια, σμαράγδια ή υακίνθους". Το πρόστιμο παράβασης του νόμου ήταν 100 λίβρες χρυσού ή ακόμη και η θανατική ποινή. Παρόμοιοι νόμοι ίσχυαν και για το πορφυρό μετάξι. Η αυτοκρατορική πόρπη, την οποία ο Προκόπιος περιγράφει ως μία στρογγυλή καρφίτσα με τρία κρεμαστά πετράδια, εικονίζεται σε πορτρέτα του Θεοδοσίου Α' και Ιουστινιανού. Η απόφαση του Ιουστινιανού να απονείμει σε ξένους ηγεμόνες αυτή την πόρπη, καθώς επίσης να εκχωρήσει σε κάποιους εξ αυτών το δικαίωμα να φορούν κόκκινες μπότες, όπως στους πέντε Αρμένιους σατράπες, θεωρήθηκε παραχώρηση με ιδιαίτερη σημασία. Σε μεταγενέστερες εποχές, οι αυτοκράτορες έστελναν στέμματα "ως σύμβολα επικυριαρχίας" στους Χαζάρους, στους Ούγγαρους, στους Ρώσσους και σε άλλος βαρβάρους βασιλείς.

    ΠΗΓΗ: Οι κοινωνικές τάξεις και τα σύμβολά τους

    εξάστερον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Ο αστερισμος των πλειάδων κν. Πούλια

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Οι Πλειάδες κατά τη μυθολογία ήταν κόρες του τιτάνα Άτλαντα και της Πλειώνης, αδελφές των Υάδων. Την ύπαρξή τους οι αρχαίοι Έλληνες εμπνεύσθηκαν απ' τον ομώνυμο αστερισμό, που στα νεώτερα χρόνια έγινε γνωστός σαν Πούλια. Γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη και θεωρούνταν θεότητες του βουνού. Από την ένωσή τους με το Δία γεννήθηκαν θεοί και ήρωες. Οι Πλειάδες ήταν εφτά, όπως και τα αστέρια του αστερισμού που είναι ορατά με γυμνό μάτι. Οι πλειάδες ή πούλια είναι ο αστερισμός που είναι περισσότερο ορατός από τη Γη

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Αστερον=το έχον αστέρας, ο αστερισμός. Δεν δικαιολογειται απο το έξι+άστερον αφού ηταν 7. Ηταν εφτάστερο που μετέπεσε εξάστερο με την έννοια έξω+άστερον=εμφανής, εξέχων αστερισμος.
    Πιθανόν το «Πούλια» να προέρχεται απο τη ρίζα «πλειάδ-» (< πλειάδα) ή πλειάς με ανάπτυξη του ευφωνικού -ου-. Πάντως υπάρχει παρετυμολογική σχέση με τις λέξεις «πουλιά» και «πούλα» (= η κλώσσα) , εξαιτίας της διάταξης που είχαν τα επτά αστέρια του αστερισμού.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
    Ευριπίδου, Ιφιγένεια εν Αυλίδι 8
    ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: Τις ποτ΄αρ΄αστήρ ώδε πορθμεύει;
    ΠΡΕΣΒΥΣ: Σείριος εγγύς της επταπόρου Πλειάδος άσων έτι μεσήρης

    Σαπφώ η Λεσβία:
    Δέδυκε μεν α σελάννα και Πληιάδες·
    μέσαι δε νύκτες,
    παρά δ´ έρχετ´ ώρα,
    εγώ δε μόνα κατεύδω.

    και το πασίγνωστο παραδοσιακό

    Πότε θα κάμει ξαστεριά,
    πότε θα φλεβαρίσει,
    να πάρω το ντουφέκι μου,
    την έμορφη πατρόνα ...

     

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:"καθαρά κι' εξάστερα" = σαφώς, χωρις περιστροφές, απερίφραστα. Πιθανόν αρχικά να λεγόταν "καθαρά εξάστερα" τουτέστιν «η κατεύθυνση καθοριζεται εύκολα διότι η οδηγός-πούλια ειναι εμφανέστατη».

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Ο Αυγερινός (Αφροδίτη ή Έσπερος ή Αποσπερίτης ή Εωσφόρος). Στην Δημώδη Ποιηση συνήθως αναφέρεται μαζί με την Πούλια.

    ΠΗΓΕΣ:163, σ.371

    έπαρχος των βεηκούλων

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Έπαρχος οχημάτων, ο ρωμαϊκος praefectus vehiculorum.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Το κόστος για τις Ρωμαϊκές δημόσιες οδούς (publicus cursus) ήταν πάντα υψηλό, και η συντήρησή τους ήταν πάντα εγγυημένη. Την εποχή του Νερβα, στα τέλη του πρώτου αιώνα, το γενικό κόστος μεταφέρθηκε στο Δημόσιο Ταμείο (Fiscus). Περαιτέρω συγκέντρωση ήρθε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, ο οποίος δημιούργησε μια πραγματική διοίκηση υπό έπαρχο, ο οποίος έφερε τον τίτλο praefectus vehiculorum. Οι επαρχίες ήταν πάντα σε επαφή με τη Ρώμη και η μία με την άλλη. Το αυτοκρατορικο Ταχυδρομείο έδωσε στις λεγεώνες την δυνατότητα να καλούν ενισχύσεις και να αναφέρουν με εκθέσεις για την τακτική κατάσταση να επιδεινώθει. Ο μέσος πολίτης έστειλε επιστολές και μηνύματα στους φίλους του πέρα από τη θάλασσα μέσω δούλων και με συνεργατες του που ταξείδευαν γιά άλλους λόγους. Οι περισσότερες ειδήσεις έφθαναν τελικά στον προορισμό τους.Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ορίζει η επιχορήγηση να περνά στον επαρχο του Πραιτωρίου. Στο Βυζάντιο, παρά την τεράστια έξοδα, η υπηρεσία εξακολουθούσε να λειτουργεί πλήρως από το πρώτο μισό του έκτου αιώνα. Ο ιστορικός Προκόπιος κατηγορεί τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό για την κατάργηση των περισσότερων τμημάτων του, με εξαίρεση τη διαδρομή που οδηγεί στα Περσικά σύνορα ( μέσα του 8ου αιώνα ).

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:βεήκουλον, ου, τό, Από το Λατινικο vehiculum = όχημα.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ :Έπαρχος οχημάτων

    ΠΗΓΕΣ:(Προκόπιος - Μυστική Ιστορία 30,1 έως 11).

    Επαρχος της πόλεως

    Διοικητής και ουσιαστικός κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης στη Μεσοβυζαντινή περίοδο.

    Ήταν υπεύθυνος για την αστυνόμευση και την εύρυθμη ζωή της πρωτεύουσας, ενώ στις αρμοδιότητές του ήταν επίσης ο έλεγχος της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας της Κωνσταντινούπολης.

    Mετά το 1204 ωστόσο το αξίωμα άρχισε να φθίνει, ενώ από το 14ο αιώνα τις αρμοδιότητές του ανέλαβαν δύο αξιωματούχοι, οι λεγόμενοι κεφαλατικεύοντες της πρωτευούσης. (βλ. 39)

    Επαρχος των πραιτωρίων

    Πολιτικός διοικητής, επικεφαλής των επαρχιών στις οποίες διαιρούνταν το βυζαντινό κράτος κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-610).

    εσωπόλια

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Στρατόπεδα κοντά σε κάποια πόλη

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Κυρίως χρησίμευαν ως κέντρα εκπαιδεύσεως νεσυλλέκτων.Οι νεοσύλλεκτοι κατηχούντο ανάλογα με την ειδικότητητά τους.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: εσω(=μέσα)+πόλις. Αυτά που είναι μέσα στην πόλη. Σε αντίθεση με τα στρατόπεδα εκστρατείας.

    ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ:ΣΕΠΟΛΙΑ Τα Σεπόλια είναι συνοικία της Αθήνας που βρίσκεται βορειοδυτικά της Ομόνοιας. Συνορεύει με τις συνοικίες των Κάτω Πατησίων του Αγίου Νικολάου και του Κολωνού. Διασχίζεται από την οδό Λιοσίων. Από τα Σεπόλια διέρχεται η γραμμή 2 του μετρό και η περιοχή εξυπηρετείται από τον σταθμό Σεπολίων.

    ΠΗΓΕΣ: «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907, σ.167

    Θ

    Θέμα

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Βυζαντινή μια γεωγραφική και διοικητική ενότητα.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Θέματα ονομάζονταν αρχικά οι κατάλογοι της κεντρικής βυζαντινής υπηρεσίας, όπου καταγράφονταν οι στρατιώτες μιας μονάδας. Στη συνέχεια, ο όρος δήλωνε την ίδια τη στρατιωτική μονάδα και την περιοχή όπου έδρευε και, τέλος, μια γεωγραφική και διοικητική ενότητα. Στη θεματική οργάνωση, ο στρατηγός κάθε θέματος συγκέντρωνε στα χέρια του τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της περιοχής της δικαιοδοσίας του. Ωστόσο, οι διευρυμένες εξουσίες που είχε αναλάβει ο στρατηγός δε συνεπάγονταν ότι ασκούσε ανεξέλεγκτος την εξουσία λογοδοτώντας μόνο στον αυτοκράτορα. Οι άμεσοι υφιστάμενοί του, ο πρωτονοτάριος του θέματος, ο πολιτικός δηλαδή διοικητής του θέματος, ο πραίτωρ του θέματος, που ήταν ο θεματικός δικαστής και ο χαρτουλάριος του θέματος, που ήταν ο στρατολόγος του θέματος, μπορούσαν επίσης να απευθύνονται στον αυτοκράτορα για υποθέσεις του θέματος.

    Τα Θέματα, ως διοικητικές περιφέρειες1 της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν πιθανά τον 7ο αιώνα, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια). Με τα έσοδά τους οι στρατιώτες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Ο θεματικός στρατός αντικατέστησε παλιούς μισθοφορικούς στρατούς και αποτέλεσε ένα είδος εθνικού στρατού που φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην απόκρουση των αραβικών επιθέσεων. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ανέφερε 29 θέματα, 17 στην Ασία και 12 στην Ευρώπη, αλλά ο αριθμός τους κυμαινόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις μεταβολές της αυτοκρατορίας. Καθένα από τα θέματα διοικείτο από τον στρατηγό (κατεπάνω) ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Στον στρατηγό υπάγονταν οι κλεισουράρχες, οι τουρμάρχες (στρατιωτικοί) και οι πρωτονοτάριος ή κριτής (δικαστική εξουσία και οικονομική διαχείριση).

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    Ο όρος «θέμα» (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα θέτω - Πληθυντικός: θέματα), ορίζει τις περιφέρειες που δημιουργήθηκαν τον 7ο αιώνα από τον Ηράκλείο, για να ανανεώθει τη διοικητική και χωρική δομή της αυτοκρατορίας. Η έννοια της λέξης, η οποία με την κλασική ελληνική απλώς δήλωνε «αυτό που είναι τοποθετημένο, ορισμένο» είχε ήδη επιλεγεί από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄ στο "Σύνταγμα".

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Θεματοφύλακας

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Δεν είναι θέμα (δεν ετέθη, δεν αποτελεί προβλημα, δεν ειναι γραμμένο στον κατάλογο των προς συζήτηση υποθέσεων. Ασχετο μέ το «Θέμα» που αναφέρουμε εδώ).
    Είσαι εκτός θέματος
    (παλι αφορά την προς συζήτηση υπόθέση αλλά ειναι φανερά επηρρεασμένο απο την χωρική σημασία του βυζαντινού Θέματος. Αυτός που είναι «εκτός θέματος» δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του κετεπάνω)

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    • ο κλεισουράρχης του Θέματος της Καππαδοκίας, (στρατιωτικός)
    • ο τουρμάρχης Θέματος του Οψικίου, (στρατιωτικός)
    • ο πρωτονοτάριος του Θέματος της Σεβαστείας, (δικαστικός)
    • ο κριτής του Θέματος της Παφλαγονίας, (δικαστικός)

    ΠΗΓΕΣ:wikipedia

    263,106

    Σήμερα επέζησε μόνο η λέξη «θεματοφύλακας» με μεταφορική σημασία, που εννοεί τον πιστό φύλακα η τηρητή των κανόνων.

    Κ

    καγκελάριος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Δικαστικός υπάλληλος

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Στο Βυζάντιο αντίστοιχοι τίτλοι του δυτικοευρωπαϊκού μεσαιωνικού «καγκελάριου» ήταν του Πρωτονοτάριου και του Μεγάλου Λογοθέτη. Στην κυρίως Ελλάδα ο όρος μεταφέρθηκε από τη δυτική Ευρώπη με τη Φραγκοκρατία, όταν πολλά νησιά ονομάστηκαν «καγκελαρίες» και ο γραμματέας των κοινοτήτων τους «καγκελάριος» Στα περισσότερα νησιά ο καγκελάριος ήταν Έλληνας και εκλεγόταν –δεν διοριζόταν- πλην όμως δεν είχε σπουδαίες αρμοδιότητες πέρα από κυρίως εμπορικές πράξεις και την υποχρέωση να καταγράφει στα πρακτικά διάφορες αποφάσεις* 2. Ο όρος καγκελερία και καντζιλερία χρησιμοποιήθηκε και για την έδρα των Φράγκων αρχόντων στο δουκάτο των Αθηνών.

    Στο Αυτοκρατορικο Ναυτικό οι «καγκελάριοι του σκρινίου του Στρατηγού» (γραφείς προφανώς) ήταν υφιστάμενοι του Πρωτοκαγκελάριου του Στρατηγείου που ηταν επιτελικός αξιωματικός του πλωίμου.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Η λέξη προήλθε από το λατινικό όρο cancellarius, για τον κλητήρα αλλά και γραμματέα των ρωμαϊκών δικαστηρίων. Αυτός ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας δικαστικός υπάλληλος της εποχής. Έπρεπε να έχει επαφή με το κοινό, αλλά στεκόταν πίσω από τα «cancelli», δηλαδή τα κάγκελα, ένα φράχτη ύψους μόλις ενός μέτρου που διαχώριζε τα μέλη του δικαστηρίου από το ακροατήριο και άλλοτε όμως υψώνονταν πολύ περισσότερο, ώστε να προφυλάσσει δικαστές και δικαζόμενους από το πλήθος.

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Καγκελαρία

    ΠΗΓΕΣ:wikipedia και «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907

    Καπνικόν

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Άμεσος, τακτικός και σημαντικός φόρος

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Καπνικόν δηλ καπνικός φόρος (με την εννοια της φορολογίας) Άμεσος, τακτικός και σημαντικός φόρος που βάρυνε το κάθε νοικοκυριό. Πρόκειται για ένα παλιό φόρο, ο οποίος πιθανώς στα ύστερα βυζαντινά χρόνια να επιβάρυνε μόνο τους αγρότες ή τους παροίκους (εξαρτημένους γεωργούς). Το 810 μ.Χ., προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου να πληρώσουν οι πάροικοι των ευαγών ιδρυμάτων, των εκκλησιών και των μοναστηριών, το φόρο αναδρομικά από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Απο το «καπνός» , την εστία που κάπνιζε αρα κάθε νοικοκυριο.Σε αντιθεση με τον κεφφαλικο φόρο που αφορουσε ατομα.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Καπνικαρέα

    ΠΗΓΕΣ:Άσπρη λέξη© 2003-2010.

    κατεπάνω

    Τίτλος που από τα τέλη του 10ου αιώνα χαρακτηρίζει τους κυβερνήτες μεγάλων επαρχιών, της Ιταλίας και της Μεσοποταμίας και από τον 11ο αιώνα επεκτάθηκε και σε περιοχές της Βουλγαρίας της Αντιόχειας κ.λπ.

    Είναι πολύ πιθανό ο τίτλος ("κατ΄επάνω" ανάλογο του "επί κεφαλής") να μετεξελίχθηκε στις λατινόφωνες χώρες σε Capitano, Capitain, Captain, Kapitän, capitán και να επστρεψε ως αντιδάνειο στο Ελληνικό «καπετάνιος». Μια εκδοχη οτι προερχεται απο το Caput navis δεν ευσταθει γιατι οι λεξεις αυτες αφορουν και στρατιωτικες και παραστρατιωτικές θέσεις, εκτός των πλοίων.

    Απο το «Caput» προέρχεται το «Κάπος» = αρχηγός που χρησιμοποιούσαν οι Βενετσιάνοι (βλ. Δ. Ρωμα «Σοπρακόμιτος» που αναφέρει τον «κάπο των αρκομπουζιέρων»), και η Μαφία, οχι ομως το «καπετάνιος». Τοσο το «Κάπος» οσο και το «Καπετάνιος» επιζούν ως επώνυμα.

    Το «καπετάνιος» διατηρείται ακόμη αντί του «πλοίαρχος» στο Εμπορικό Ναυτικό και απονέμεται στους αρχηγούς ανταρτικών ομάδων. (Καπετάν-Γιώτης, Καπετάν-Μιχαλης), ιδιαίτερα στην Κρήτη.

     

    καύκος

    καύκος ο· καύχος. = Εραστής, αγαπητικός: o (Σαχλ., Αφήγ. 856). [<ουσ. καύκα («ερωμένη»). Στο Du Cange. πιθανον απο το καυχώμαι.

    Η λέξη σημαινε και «κούπα» και το περιεχομενο της (κρασί). Κατά τον 9. αιωνα πβ. το σκόλιο[*] (σκωπτικό ασμάτιο) που τραγουδιώταν στον Ιππόδρομο για να διακωμωδήσει τον μέθυσο Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά «Πάλι τον καύκον[**] έπιες, πάλιν τον νουν απώλεσας». Απο τον καύκο (κύπελο, τσανάκι) δημιουργηθηκε το καύκαλον. Ο Βουλγαρος ηγεμόνας Κρούμος χρησιμοποίησε το κεφάλι (καύκαλο) του Νικηφόρου Α! για κυπελο. Εφαγε δηλαδη το κεφάλι του ... και ηπιαν στο κεφάλι του.

    Σήμερα υπάρχει επώνυμο Καυκάς=ο κατασκευαστής ή εμπορος καύκων, κυπέλων.

     

    * Σκόλιο (το) = Λαϊκοί αυτοσχέδιοι πειρακτικοί στίχοι που τους διασώζουν οι Βυζαντινοί Ιστορικοί και πεζογράφοι. Απο το αρχαίο σκολιός που σημαίνει ο κυρτός ο καμπούρης (Αλ. Παπαδιαμάντη. Διηγήματα. "Ήτο δε ανίκανος, σκολιός, και τα έκαμνε θάλασσα" ).

    Ν. Ανδριώτης, «Ιστορια της Ελληνικής Γλώσσας», ΙΜΤ,2005, στη σ.80.

    πρβλ.« Άκουσε τα σκολιανά του» δες την σχετική ερευνά μου «Σχόλια για τα σκολιανά».

     

    Κομμέρκιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Φόρος επί των εμπορικών συναλλαγών, αντίστοιχος με τους σημερινούς τελωνειακούς δασμούς.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Κομμέρκιον, Φόρος επί των εμπορικών συναλλαγών, αντίστοιχος με τους σημερινούς τελωνειακούς δασμούς. Εξάλλου κομμέρκιον σημαινε και τελωνείο: Εμφανίστηκε γύρω στο 800 μ.Χ. Ανάλογα με τις συνθήκες αντιστοιχούσε στο 2% - 10% της αξίας του εμπορεύματος. Το κομμέρκιον του 10% ονομαζόταν δεκάτη. Οι τύποι κουμμέρκι και κουμμέρκιν συναντιούνται και σήμερα ιδιωματικά.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Κομμέρκιον > λατ. commercium.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:«ίνα … δίδωσιν εις το κομμέρκιον (τελωνείο)… υπέρ εκβολής ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν» (Ψευδο-Φραντζής 540) και «εμήνυσεν … ότις πραματευτής … να μεν πλερώσει κουμμέρκιν (δασμό) »- (Μαχ. 58432).

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Κομμέρκιον, κουμμέρκι, κουμμέρκιν, κουμμέρκιον.

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:κουμμερκιάρης=τελώνης.

    ΠΗΓΕΣ:Άσπρη λέξη© 2003-2010. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

    κολάσον

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Τροφή διανεμομένη το πρωί στα πληρώματα των πλοιων

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Λεγονταν και κολάσιον. Σύνθεση για το καλοκαίρι: άκρατος οίνος, φρυγανιές και το χειμώνα : γαλέττα, σκόρδα και ελιές. Στο Στρατό Ξηράς λέγονταν «Ακρατισμός». Το κρασί το χορηγούσαν με διαφορετικό κύπελλο στο γεύμα το «γεματάριον» ενώ το απογευμα με το μισόν. Το πρωϊ και το βράδυ χορηγούσαν το «ποτό του καρδαμώματος»

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από το Αρχ. Ελλ. ρήμα κολάζω=τιμωρώ [ενν. την πείνα]

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Το σημερινό Κολατσιό, το γιοματάρι, "φάε ή πιέ να καρδαμώσεις"

    ΠΗΓΕΣ: «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ»- ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907

    Κόμης

    Σημασία:Τίτλος Βυζαντινού Άρχοντα, ειδικότερα:
    1) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας
    2) Αρχηγός, διοικητής αυτοκρατορικής φρουράς
    3) Αξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου
    4) Αρχηγός στόλου
    5) Nαύκληρος

    Εγκυκλοπαιδικά:

    Κόμητες (χωρις να ειναι ούτε φεουδάρχες ούτε κληρονόμοι του τίτλου όπως στα χρόνια μας) έγιναν τα ηγετικά στελέχη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τίτλος του κόμητος απονεμεται σε κατοχους διοικητικων θεσεων κάθε είδους, στο το στρατό, και στους δημοσίους υπαλλήλους, με άμεση σύνδεσή τους και πρόσβαση στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος καθιέρωσε την πιστοποίηση των θέσεων ώστε να αποτελούν οργανικές θέσεις στην ιεραχία της αυτοκρατορικής κυβέρνησης.

    Ετυμολογία:

    Απο το λατινικο comes (con+mitte=συνταξιδιώτης), αυτός που πηγαίνει σέ αποστολή με καποιον αλλο (απο το mitte προερχεται το missio=αποστολή και το μεσαιωνικο Ελληνικό «μισεύω», μισεμός) .

    Παραδείγματα:
    ο κόμης … ήρχισε να ορίσει της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν (Aπόκοπ. 327)· εποίησέν τον … κόμην απάνω εις τους κουρτέσηδας (Hist. imp. 106).

    Ομοριζα:

    • Κόμισα (θ. του κομης)
    • Κομέσσος (εκπροσωπος)
    • Κομισιόν (Επιτροπή)
    • Κομισάριος (Επίτροπος)

    Εκφράσεις

    • Κόμης Μοντεχρήστος
    • Κόμης Δρακουλας
    • Κόντε-Θεοτόκης ή σκαρπινάκιας (ειρωνικά για τον Πολιτευτή Γεώργιο Θεοτόκη, Τιτλούχο εκ Κερκυρας)
    • Κοντέσα

    Συγγενικά

    • Κόντες
    • Κοντέσσα
    • Κοντέα = Το φεουδο (με εδαφική έννοια) του κόμητα. Ιταλικο contado > contadino = δουλοπάροικος, χωριάτης.

    Επώνυμα

    • Κόμης
    • Κόντης και ενδεχομένως ο Κόντος (οχι ο Κοντός)
     
     

    κομμενταρήσιος

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Πολιτικός αξιωματούχος του Bυζαντινού κράτους

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: κομμενταρήσιος ο· κουμμενταρήσιος. Γραμματέας δικαστηρίου για ποινικές υποθέσεις ο οποίος σημείωνε τα σχόλια και τις αποφάσεις σε έγγραφα που υπενθυμιζαν τα λεχθέντα, (πρακτικογράφος των αποφάσεων).

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: [μτγν. ουσ. κομμενταρήσιος (L-S Suppl.)] απο το Λατινικό commentum = Σχόλιο, Ερμηνεία. Λεξη σύνθετη από το com- αντίστοιχο του δικου μας «συν» και «meminisse» (θυμάμαι, οπως το Ελλ. Μιμνίσκομαι), Μεμνησο των Αθηναίων

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Μέντωρ, Απο το Ελλ.Μιμνίσκομαι: Μνημη, μνημόνιον, μνημείον, μνήμα, Υπομνημα, Μέμο,

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Δέσποτα Μέμνησο των Αθηναίων, Εμνήσθην ημερών αρχαίων, Μνήσθητι μου Κύριε,

    ΕΠΩΝΥΜΑ:Κουμέντης

    ΠΗΓΕΣ:

    κονταροκτύπημα, γιόστρα, τορνεμές ...

    Δες ιδιαίτερη σελίδα για το Κονταροκτύπημα

    κονσιστόριον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Το Κονσιστώριο ήταν η κύρια αίθουσα ακροάσεων του παλαιότερου παλατίου και φαίνεται ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του αύλειου χώρου του Τριβουναλίου.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Για την χρήση του κονσιστορίου διαμέσου των αιώνων βλ. (wordsdomination - consistorium)

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Κυριολεκτικά, «αυτό που στέκεται στη θέση του», (ως εκ τούτου σημείο συνάντησης, αναμονής ή κοινόχρηστος θάλαμος) κυριως αιθουσα δικαστικών δραστηριοτητων. Οι συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις αξιωματουχοι στεκόντουσαν ορθιοι ενωπιον του αυτοκράτορος.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    ΠΗΓΕΣ:

    Κονοστάβλος

    Κονοστάβλος ο· Κοντόσταβλος· Κοντοστάβλος.
    1) Ανώτατος αξιωματικός (αξιωματικός τρίτος στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη): «εποίκεν τον κοντόσταβλον των Ιεροσολύμων» (Μαχ. 2148‑9).
    2) Aρχηγός στόλου, ναύαρχος: «μέγαν κονοστάβλον του στόλου» (Δούκ. 41511). [<λατ. comes stabuli. Οι τ. από επίδρ. του βεν. contestabile. Η λ. και ο τ. κοντο~ στο Meursius (λ. κονοσταύλος, κοντοσταύλος)]

    Το αξίωμα του κονοστάβλου έφεραν όλοι οι διοικητές των βυζαντινών στρατευμάτων που απαρτίζονταν με Φράγκους μισθοφόρους.

    Ετυμολογικά το αξίωμα αυτό προέρχονταν από το λατινικό «conestabulus» . Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στο Βασίλειο της Νικαίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Στο Βυζάντιο εισήχθηκε μετά την ανάκτηση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261. Επίσης ο τίτλος αυτός απαντάται και στο Δεσποτάτο του Μορέως με ακαθόριστα καθήκοντα. Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκεται με διάφορες παραλλαγές όπως "κοντόσταβλος", "κονοσταύλος" και "κοντοσταύλος". Αντίστοιχο αξίωμα στη Δύση υπήρχε μόνο στις Βασιλικές Αυλές και στις Φεουδαρχικές Αυλές όπως οι «κονετάμπλοι» (connétables) της Γαλλίας και οι «κοντεστάμπιλοι» (contestabili=Ο αναιρών, ο εφεσιβάλων) της Ιταλίας. Οι Γάλλοι κοντόσταυλοι ακολουθούσαν ιεραρχικά αμέσως μετά τον Βασιλέα, η δε προσβολή του προσώπου τους που θεωρούταν ιερό, ενείχε την προσβολή προς τον ίδιο τον Βασιλέα, ιδιότητα που περιήλθε αργότερα στους Πρέσβεις. Στη Δύση το αξίωμα αυτό το κατήργησε ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΓ΄. Το επανέφερε όμως και το καθιέρωσε με μεγαλύτερη επισημότητα ο Μέγας Ναπολέων που αποτελούσε τότε και στρατιωτικό βαθμό στην αυλική ιεραρχία.

    Κουρόσυνα

    Τελετή που γινεται

    • ειτε κατα το κουρεμα του εφηβου οταν πια ενηλικωνεται
    • ειτε κατα την εμφανιση του πρωτου δοντιου σε ενα νηπιο
    • ειτε κατα την βαπτιση.

    Ο Κωνσταντινος ο Πορφυρογέννητος αφιερωνει στο «Εκθεσις περι της του Βασιλείου Τάξεως» ειδικο κεφαλαιο «Οσα δει παραφυλάττειν επι κουρευματι παιδός βασιλέως»

    κουροπαλάτης

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Φροντιστής του Ιερού Παλατίου

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ο τίτλος του κουροπαλάτη ήταν ένα από τα υψηλότερα τιμητικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα. Ο τίτλος προέρχεται από το λατινικό cura palatii («διαχείριση/φροντίδα του παλατίου»), και εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα ως curapalati. Αυτός ήταν ένας αξιωματούχος της τάξης των περίβλεπτων (vir spectabilis), υπό τον καστρήνσιο του παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του παλατιού. Το 552 όμως, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' έδωσε το αξίωμα αυτό στον ανιψιό και μετέπειτα διάδοχό του, Ιουστίνο. Το αξίωμα μετατράπη από τότε σε τιμητικό τίτλο, τον υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρα και του νωβελισσίμου. Όπως και οι προηγούμενοι, ο τίτλος του κουροπαλάτη απονεμόταν αρχικά αποκλειστικά στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά αργότερα και σε διάφορους σημαντικούς ξένους ηγεμόνες που συνδέονταν με το Βυζάντιο, όπως οι σύμμαχοι ηγεμόνες της Ιβηρίας του Καυκάσου, καθώς και διάφοροι Αρμένιοι δυνάστες. Στο «Κλητορολόγιον» του Φιλόθεου, τα διακριτικά του κουροπαλάτη ήταν ερυθρός χιτώνας, μανδύας και ζωστήρας. Η απονομή τους από τον αυτοκράτορα γινόταν σε ειδική τελετή αναγόρευσης. Σταδιακά ο τίτλος έχασε την αρχική του σημασία, ιδιαίτερα τον 11ο αιώνα, οπότε άρχισε να απονέμεται ευρύτερα και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας, π.χ. σε στρατηγούς. Ταυτόχρονα, οι αρμοδιότητές του σχετικά με τη διοίκηση του παλατίου παραχωρήθηκαν σταδιακά στον πρωτοβεστιάριο. Ο τίτλος του πρωτοκουροπαλάτη δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο ως αντιστάθμισμα στην απώλεια κύρους του αρχικού τίτλου. Ο τίτλος επιβίωσε και στην Παλαιολόγεια περίοδο, αλλά κατείχε χαμηλή θέση και απονεμόταν σπάνια.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το Λατινικό cura palatii. H λ. τον 6. αι. Cura= φροντίδα, επιμέλεια.

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Κουράτωρ

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Αρχ. Ελλ. ρήμα κορέω απο το οποιο ο νεωκόρος.

    ΠΗΓΕΣ:wikipedia

    Κωμοδρομικόν

    Εισφορά που εισπραττόταν προς όφελος των συλλογέων των φόρων των επαρχιών.

     

    Καπαρασόν

    caparaconΑπο το γαλλικό caparaçon = Υφασμάτινο κάλυμα, τμήμα της σαγής του αλόγου των ιπποτών και ευγενών.

    Η εραλδική διακόσμηση του καπαρασόν είχε εμφανή χρησιμότητα: Ηταν απολύτως δυσδιάκριτο το πρόσωπο των μονομαχούντων λόγω της περικεφαλαίας και της απόστασης. Τα οικόσημα των μαχομένων πάνω στην σχετικά μεγάλη επιφάνεια του αλόγου επέλυαν το πρόβλημα.

    Οι αριθμοί στις φανέλλες των συγχρόνων ποδοσφαιριστών είναι η ανάλογη λύση σήμερα.

    Κατάφρακτοι

    ΣΗΜΑΣΙΑ: Πλήρως θωρακισμένοι

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Οι «κατάφρακτοι» ήταν μονάδα βαρέος ιππικού του βυζαντινού στρατού. Οι κατάφρακτοι ιππείς εμφανίζονται ως στρατιωτική μονάδα και ως όρος στην ιστορία, στο βασίλειο των Πάρθων, τον 3ο αιώνα π.Χ.. και από το βασίλειο των Σελευκιδών, όσο και από τους Σασσανίδες της Περσίας, και από τους Ρωμαίους. Στην Ανατολική Βυζαντινή αυτοκρατορία, παρότι δεν έπαψε ποτέ η χρήση διαφόρων μορφών βαρέος ιππικού, επανεμφανίζονται τον 10ο αιώνα.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Ουσιαστικοποιηθέν επίθετο. Aποτελείται από τις λέξεις : «κατά» με την έννοια εντελώς συν «φρακτός» καλυμμένος , προστατεύμένος (πρβλ φράκτης) η οποία ερμηνεύεται «πλήρως θωρακισμένοι (ενν. στρατιώτες ή ιππείς)», κλειστοί από όλες τις πλευρές.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: Στρατολογήσας γαρ αυτός χιλίους καταφράκτους (Βίος Αλ. 1533)

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Φράκτης, Φραγή , Φράγμα

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:-

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ & ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ: Βαρύ ιππικό, Τεθωρακισμένοι,κλιβανοφόροι (έφεραν το κλιβάνιον=θώρακας το αποτελούμενος από μεταλλικές πλάκες ραμμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και με δερμάτινες οριζόντιες λωρίδες. λωρικάτοι

    ΠΗΓΕΣ:ΚΡΙΑΡΑΣ Λεξικόν της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας

    Λ

    λαυράτον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Εικόνα του Αυτοκράτορα ή υψηλών προσώπων φερομένη στο στήθος, κυρίως κατά την ανάρρηση τους στο αξιώμα.
    λαβράτον το. * Ορόσημο (συν. λίθινο) που φέρει επάνω του χαρακτηριστικό σημάδι (Κριαράς)

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το λατινικο<laureatum <Laura = Δάφνη και μεταφορικα δόξα. Η αρχ. γραφή

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: o άπεισιν άχρι του τούδε τόπου, … λαβράτον ίσταται λίθινον κεχωσμένον, έχον σταυρόν ή γράμματα ή γνώρισμα τοιόνδε (Metrol. 12022). [<λατ. laureatum. Η λ. τον 5. αι. (ά. γρ. λαυ‑)]

    Αἱ δὲ τοῦ Κωνσταντίνου εἰϰόνες, ὡς ἔθος ἦν τοῖς ἄρτι παρελθοῦσιν εἰς βασίλειαν πράττειν ἀναπέμπονται πρὸς τὴν ἐῶαν.

    Φιλοστόργιος Βιβ. 12 κεφ. 10

    Τούτῳ τῷ έτει ἐϐασίλευσεν ὁ Ἀνθήμιος, ϰαὶ ἀπῆλθεν εἰς Ῥώμην, ϰαὶ εἰσῆλθεν τὰ λαϐράτα αὐτοῦ ἐν Κωνσταντίνου πόλει διὰ Φερεντίου ἐπάρχου τῆς πόλεως.

    Αλεξανδρινόν Χρονικόν σ. 748

    Εἰ γὰρ βασιλέων λαυράτοις ϰαὶ εἰϰόσιν ἀποστελλομέναις ἐν πόλεσι ϰαὶ χώραις ἀπαντῶσι λαοὶ μετὰ ϰηρῶν ϰαι θυμιαμάτων, οὐ τὴν ϰηρόχυτον σανίδα τιμῶντες, άλλά τὸν βασιλέα.

    Præterea ex septima Synodo act. 1. pag. 483 :

    Τούτω τω έτει Φωκάς ο τύραννος έζευξε την αυτου θυγατέρα Δομεντζίαν Πρίσκω τω πατρικίω κόμητι των εξκουβιτόρων, καί γενομένου τον γάμου έν τω παλατίω των Μαρίνης, εκέλευσεν ιππικόν αχθήναι. οι δε δήμαρχοι των δύο μερών εν τοις τετρακίοσιν συν των βασιλικών λαυράτων έστησαν Πρισκου και Δομίντζίας λαύρατα.

    Corpus scriptorum historiae byzantinae
    Τόμος 41 σελ. 454
    Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin

    Οταν δε ήλθον καί έξηγήσαντο έκαστος προς τήν ιδίαν χώραν τά νεωτερικά σου καί παιδικά έργα, τότε ρίψαντες τά λαυράτα σου κατεπάτησαν καί άνασκαφήν τοϋ προσώπου σου έποιήσαντο.

    Textus Byzantinos ad Iconomachiam pertinentes
    Herman Hennephof
    Σελ. 35

     

    Οι εικόνες στολίζονταν με φύλλα δάφνης για να δοξασθεί ο εικονιζόμενος.(161,29) Η δαφνη λέγεται στα Λατινικά Laurea. Η συνήθης σύγχυση μεταξύ U και V τόσο στην προφορά όσο και στην γραφή μας κάνει να βλέπουμε και τους δύο τύπους «λαυράτα» και «λαβράτα».

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Η λαύρα στα αρχαία ελληνικά σήμαινε δρομακι, σοκακι, διαδρομος, υπονομος, οχετος [265,752] και οι λεξεις λαυρα, λαύρος, Λαύριον (αυτό που έχει πολλούς υπονόμους, υπόγειες στοές, μεταλλείο) δεν εχουν την ιδια ρίζα με το λαυράτον.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:στηθάριον

    ΠΗΓΕΣ:Glossarium mediæ et infimæ latinitatis. - Du Cange

     

    Λογοθέτης

    ~ του Γενικου: Προιστάμενος των Δημοσίων Φόρων

    Μέγας ~ : Υπουργός των Οικονομικών

    ~ του Σεκρέτου : Υπουργός των Οικονομικών ο αργοτερα Μέγας ~

    λεγατάριος

    Υπάλληλος στήν διακαιοδοσία του επάρχου. Όταν έληγε η άδεια παραμονής των ξένων, ο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος έλεγχε τον κατάλογο των αγορών τους, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν κεκωλυμένα.

    λεπτεπίλεπτον (το)

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Υποδιαίρεση του λεπτού της μοίρας του ωροσκοπίου

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Οι Βυζαντινοι αστρολόγοι μάθαιναν το μέλλον ενός νεογέννητουμε το ωροσκοπιον ή ραμπλίον .
    Το ωροσκόπιο χωρίζονταν σε 12 τόπους , ο κάθε τόπος σε 30 μοιρες, η καθε μοιρα σε 60 λεπτά και καθε λεπτό σε 60 «λεπτεπίλεπτα».

    Άρα το λεπτεπίλεπτον ηταν ουσιαστικό και οχι επίθετο (ο λεπτεπίλεπτος -η -ον οπως νομιζουμε σημερα και εννοπουμε κατι το πολυ ευαίσθητο)

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Το λεπτό επανω στο λεπτό

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Λεπτοδείκτης, λεπτοτητες, λεπτός, λεπτόν

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Πρόσεχε να μην κρυώσει το παιδι. Είναι πολύ λεπτεπίλεπτο!

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Δεύτερολεπτον, για το σημερινο λεπτεπίλεπτος= Μη-μου-απτου/p>

    ΠΗΓΕΣ:Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφια για τα ωροσκόπια και την αστρολογία. Η αστρολογία εκφεύγει απο τήν εμβέλεια του Λεξικού και είναι παντελώς αδιάφορη για τον συγγραφέα.

    Μ

    μάγγανο(ν)

    Μάγγανον = Fr. Mangonneau < Lat. mangonium) Πολιορκητική ή ανυψωτική μηχανη. Ο χειριστης της: Μαγγανάρις ή Μαγγανάριος (Το Μαγγανάρης έπεζησε σαν επώνυμο)

    Σήμαινε:

    1) Βαρούλκο, γερανός: «τείχη θαυμαστότατα … στηλώσας … εκτός μαγγάνων και πριών και άνευ εργαλείων» (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 80).
    2) Πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης: « Το πρώτον μάγγανον ήτον έναν ξυλόκαστρον … τρίπατον» (Μαχ. 48235)·
       «έφεραν μάγγανα και αργαλεία, ότι επετάσσαν πέτρες τόσον μακρά ως γιον καλόν δοξάριν» (Μαχ. 46214).
    3) Δόκανο, παγίδα: « Εάν δε στήσουν μάγγανον πολλάκις να σε πιάσουν (ενν. εσένα την αλωπού)» (Διήγ. παιδ. 289).
    4) Μηχάνημα


    α) Συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο (ελαιοτριβείου, οινοποιείου, κ.ά.· πβ. και τσιπουρομάγγανον): + «στροφίδι μάγγανου» (Ερωτόκρ. Δ́ 1851· Ιστ. Μαρκ. 256)·
    β) πιεστήριο επεξεργασίας υφασμάτων, κυρίως μεταξωτών, για να αποκτήσουν στιλπνότητα και ποικίλη διακόσμηση (λιγότερο πιθ. να πρόκ. για κλωστικό μηχάνημα ή αργαλειό κεντήματος): +«τα δε επιτραχήλια μέρος είναι μαγγάνου » (Παϊσ., Ιστ.Σινά 662)

    Βεβαια η αρχαια σημασια του μαγγανον ηταν λιγο διαφορετική [261,591]

    μαγγανευμα , τό (μαγγανεύω)· δείγμα ταχυδακτυλουργίας θαυματοποιίας, άγυρτεΐας) | πληθ. μαγγανεύματα=τεχνάσματα απατεώνων, τσαρλατάνιές.

    μαγγανευτής, 2* ό άπατών διά μαγγανειών, αγύρτης, γόης, ταχυδακτυλουργός, άπατεών. Έκ τοδ μαγγανεύω, μελ. ~σω (μάγγανον)· ώς μχβχ. εξαπατώ διά ταχυδακτυλουργιών || γοητεύω, μαγεύω, ματιάζω. 1) ώς άμχβ., μετέρχομαι ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα η καΐ μαγγανευτικά μέσα, δέλγητρα, φίλτρα. Έκ χοδ μαγγανον, χό· πάν μέσον μαγγανείας, δέλγη-τρον, φίλτρον, πάν μέσον διά τοϋ οποίου εξαπατά τις ή μαγεύει (γοητεύει) || συσκευή ταχυδακτυλουργού, άγύρτου.— II = γάγγαμον (= δίκτυον κυνηγετικόν). Έχυμ.: μαγγανον" μαγγανεύω' συγγ. χφ ίρλ. meng (δόλος, άπατη), mengach (προδότης, άπατεών), παλ-πρωασ. manga (αύλοκόλαξ), σανσκρ. mafiju-h, mafi-jha-h (γόης, άξιέραστος)· χό λα χ. mango (μεταπράτης, σωματέμπορος) είναι δάνειον εκ της Ελληνικής" *mang- (εξωραΐζω, στολίζω, παρουσιάζω τι ώς ώραΤον διά τσαρλατανισμών αρχικώς όμως έαήμ. ζυμώνω) (*mag- (μεχά έρρίνου), γερμ. *mak-έν τφ παλ-γερμ. mahhon (ποιώ) κλπ.' έν πασι χοΰχοις ή πρωχαρχική σημασ είναι ή χοΰ ζυμώνειν, καχαακευ-άζειν έκ πηλού (βλ. μάγειρος, μαγενς, μαγίς, μάοσω). μαγεία, ή (μαγεύω)· ή δρησκεία (δεολογία) των Μάγων. 2) ή μαγική τέχνη. μάγειρεΐον, χό (μάγειρος)· τόπος μαγειρεύμα-τος, κατάστημα δπου παρατίδενται μαγειρευμένα φαγητά, ξενοδοχεΤον φαγητού.— II οί Μακείόνες μάγειρεΐον ώνόμχζον και χήν χύτραν, τον λέβητα. μαγειρεύω (μάγειρος)· ώς καΐ νδν, μαγειρεύω, ψήνω φαγητόν. 2) κρεουργώ, κόπτω, τεμαχίζω, κρέατα ώς κρεοπώλης. μαγειρικός, ή, όν (μάγειρος)· κατάλληλος (αρμόζων) διά μάγειρον, ή διά μαγειρικήν || έπί προσ., έμπειρος εις τήν μαγειρικήν || ώς οΰσ. χό θηλ. ή μαγειρική (ένν. τέχνη). Ές" αύχοϋ χό μαγειρικός, έπίρ. χοδ προηγ.· κατά τόν τρόπον τοϋ μαγείρου, μετάΊ^αγειρικής έπιτηδειότητος, τεχνηέντως, καλλιτεχνικώς. μάγειρος, δ· 8,χι καί νδν, ό μάγειρος, «μάγερας» 1J κρεουργός, κρεοπώλης, χασάπης. Έτυμ.; έκ ριζ. μα γ- χών μάοσω, μάζα, διότι ή καχασκβυή άρχου ήχο αρχικώς χό κύριον esyov χοδ μαγείρου" έν χη δωρ. διαλ. καί μάγιρος' πρβλ. μαγίς (=ζυμαρικόν, πλακούς), μάχτρα (σκάφη ζυμώματος) λαχ. magiS, γεν. magidis), μαγεύς (ζυμωτής)· παλ-ιρλ. maistre (γαυλός, καρδάρι), μεα-ιρλ. maistir (κτυπώ τό βούτυρο, βουτυροποιώ), bret. meza (ζυμώνω), gall, maedd (παλεύω, ζυμώνω μέ τούς γρόνδους μου), παλ-σλαυ. mazati (αλείφω), mazf (αλοιφή ιαματική ή αρωματική), maslo (βούτυρον, έλαιον, αλοιφή), άρμ. macanim (συγκολλώμαι), άγγλ-ααξ ma-cian (πλάσσω), gemacian (ποιώ, προξενώ), maca gemaca (συνέταιρος), gemoecca (συνέταιρος, σύζυγος), παλ-σαξ. makon, gimakon (Ιδρύω, οικοδομώ), παλ-γερμ. mahh5n (συνάπτω, συνδέω), gamahha (σύζυγος), gamah(=^ax. commodum, voluptas), gi-mahho (=λαχ. (socius), gamah (= λαχ. aptus, ido-neus), ungamah (=λαχ. malus, minus idoneus), παλ-norr. makara συγκριχ. (καταλληλότερος, συμφερώ-τερος)· ΐαπ. *ma£- (ζυμώνω, στιλβώνω, πιέζων), ίαπ. *maq- (ζυμώνω, πιέζω) έν χφ λαχ. maceria (φράκτης κήπου), macero (ζυμώνω, μαλάσσω), λεχχ.. makt (πιέζω, συνταράσσω), χσεχ. maikafi (πιέζω), βουλγ. madkam (ζυμώνω), έλλ. μάοσω (pA. λ.). μ£γεύμα, χό (μαγεύω)· τέχνασμα μαγευτικής τέχνης ή καί τό αποτέλεσμα || έν χφ πληθ. μαγεύμα· τα=βέλγητρα, φίλτρα, μάγια, μαγικά, ξόρκια || πάρα Πλου:, λέγεται καί επί τροφής παρεσκευασμέ-νης μετά τέχνης. μόγεύς, -ίω,·, δ (μάσσω)' ό ζυμωτής. — II ό άπο-μάττων, ό σπογγίζων.

     

    Μάγγανον


    Η λέξη στον πληθυντικό ως τοπωνύμιο απαντάται και σήμερα.

    Στην Κωνσταντίνου Πόλη: «Μονή Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων» (την εκτισε ο Κωνσταντινος ο Μονομάχος, στο σημερινό Σαραί-Μπουρνού) Στολ, Στην Θράκη υπάρχει παραλία των «Μαγγάνων»

    Στην Σιφνο υπάρχει ενα υπέροχο συγκροτημα η «Παναγιά τα Μάγγανα». Η σωστή ονομασία πρέπει να είναι η «Παναγιά στα Μάγγανα». Προφανώς εκει:

    α) Ή θα υπήρχε κάποιο ορυχείο και τα μάγγανα ήταν βιομηχανικά και οχι πολιορκητικά ή

    β) Θα υπήρχε κάποιο λιοτρίβι και τα σχετικά συμπιεστικά μάγγανα. (βλ. παραπάνω 4.β)

     

    Υπήρχε ομως και το οφφίκιον του «Κουράτορος των Μαγγάνων». Ο κουράτωρ των Μαγγάνων εφρόντιζε και διαχειρίζονταν την Βασιλική περιουσία.

    Παράγωγα

    μαγκώνω [maŋgóno] -ομαι : 1α. στερεώνω κτ., έτσι ώστε να μένει ακίνητο ή να κινείται δύσκολα: Φρόντισε να μαγκώσεις την πόρτα για να μην κλείσει και μείνουμε έξω. || σκαλώνω: Mαγκώνει η πόρτα / το συρτά ρι και δεν κλείνει. Mάγκωσε το τακούνι της σε μια τρύπα κι έπεσε κάτω. β. σφίγγω κτ. δυνατά και το συνθλίβω: H πόρτα / η μηχανή τού μάγκωσε τα δάχτυλα.

    2. (σπάν., προφ., για πρόσ.) α. πιάνω ή συλλαμβάνω κπ.: Tον μάγκωσε από το λαιμό. Σε μάγκωσα, παλιοκλέφτη! β. (μτφ.) φέρνω κπ. σε δύσκολη θέση, σε αδιέξοδο· στριμώχνω: Ρώτα το ένα, ρώτα το άλλο, στο τέλος τον μάγκωσε ο ανακριτής. γ. (μτφ., μππ.) για συναισθήματα που φέρνουν σε δύσκολη θέση κπ.: Ύστερα από όσα συνέβησαν στην επίσκεψη ήταν μαγκωμένος. [< *μαγκανώνω με απλολογία[1] [ganon > gon] < μάγκαν(ο) -ώνω]


    [1] απλολογία ή συλλαβική ανομοίωση: Όταν δύο συνεχόμενες συλλαβές μιας και της αυτής λέξης αρχίζουν από το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο, τότε αποβάλλεται ολόκληρη η πρώτη σχετική συλλαβή. Το γλωσσικό αυτό φαινόμενο οφείλεται στην τάση του ομιλητή να αποφύγει την επανάληψη της ίδιας άρθρωσης μέσα στα στενά όρια της λέξης. Π.χ.: α. άμφορεϋς (αντί άμφιφορεύς), κελαινεφής (αντί κελαινονεφής), σκί-μπους (αντί σκιμπόπους), κέντρον (αντί κέντητρον) κ.ά. (α.ε.) β. δάσκαλος (αντί διδάσκαλος), αστροπελέκι (αντί αστραποπελέκι), λαίμαργος (αντί λαιμόμαργος) κ.ά. (ν.ε.)

    Μάγγιψ ή Μάγγιπος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Αρτοποιός - Φούρναρης

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Οι μάκιπες αποτελουσαν ιδαιτερο κεφάλαιο (το 18ο) στο Επαρχικόν του Λεοντος του Σοφου, αρτοποιοί

    (κεφ. ΙΗ'). Τό Εργον τούτων, καλουμένων ενταύθα καΐ μέ τό λατινικόν όνομα «μάγκιπες», δέν περιωρίζετο μόνον είς τήν κατασκευήν και πώλησιν του άρτου, αλλα εξετείνετο καΐ είς τήν άλεσιν του προς τοΰτο χρησιμοποιουμένου σίτου (ΙΗ' 1). Λόγω της σπουδαιότητας του επαγγέλματος των δια τάς άνάγκας της κοινωνίας οί αρτοποιοί απήλαυον ιδιαζούσης ευνοίας εκ μέρους του Κράτους, απαλλασσόμενοι τόσον αυτοί όσον και τα διά την κίνησιν τών άλευρομύλων χρησιμοποιούμενα ζώα από πάσης λειτουργίας ώς αν άπερισκόπτως τόν αρτον έργάζωνται (ΙΗ' 2). η παραγραφος ΙΗ 3 οριζε τους ορους εκατάστασης του μαγκιπειου για να αποφευγεται ο κινδυνος πυρκαιάς.[39,123]

    Οι μαγκιπες ηταν διαφορετικοί απο τους Φουρνιτάριους που εψηναν φαγητά και γλυκίσματα. [160,184]

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Έτυμ.; έκ ριζ. μαγ- των λεξεων μάσσω, μάζα, διότι ή κατασκευή άρτου ήταν αρχικά τό κύριο εργο του μαγείρου, μάχτρα (σκάφη ζυμώματος) > λατ. magis, γεν. magidis), μαγεύς (ζυμωτής)· (ζυμώνω),< έλλ. μάοσω (pA. λ.). [261,591] αν και ο Κριαράς το ετυμολογεί από το μάγκιψ το <λατ. manceps. Η λέξη από τον τον 4ο αιώνα[1]

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ :Φουρνιτάριος

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:μαγεύω,μάγειρος,μάγερας, μαγειρείον, μάγκας[2]

    ΠΗΓΕΣ:39.89,123

    [1] Kahane, GR H. & R. Kahane, Graeca et Romanica Scripta Selecta, τ. Ι: Romance and Mediterranean Lexicology, Άμστερνταμ 1979

    [2] Μάγκας ¨

    «μαγγανεύω» συγγ. χφ ίρλ. meng (δόλος, άπατη), mengach (προδότης, άπατεών)> μάγκας , παλ-πρωσ. manga (αύλοκόλαξ), σανσκρ. mafiju-h, mafi-jha-h (γόης, άξιέραστος)· Αρχ. λατ. mango (μεταπράτης, σωματέμπορος) είναι δάνειον εκ της Ελληνικής. ιαπ. *mang- (εξωραΐζω, στολίζω, παρουσιάζω τι ώς ώρα Τον διά τσαρλατανισμών αρχικώς όμως έαήμ. ζυμώνω) (*mag- (μεχά έρρίνου), γερμ. *mak-έν τφ παλ-γερμ. mahhon (ποιώ) κλπ.' ή πρωχαρχική σημασία είναι 1) το ζυμώνειν, κατασκευάζειν έκ πηλού (βλ. μάγειρος, μάγενς, μαγίς, μάσσω), μαγεία = θρησκεία (θεολογία) των Μάγων. 2) ή μαγική τέχνη.


    [1] Ιταλικα «fare il mangia» σημαίνει κάνω τον γενναίο, σχεδόν επιθυμώ να φάω, να καταπιώ κάποιον. Κατά την παράδοση το ομοίωμα που χτύπαγε την καμπάνα του πύργου του ρολογιού της Σιένας έμοιαζε σαν να φοβερίζει τον κόσμο. Η ρίζα της λέξης είναι το ρήμα mangiare=τρώγω (πρφ. μαντζιάρε με δασύ τζ). Προφανώς ήλθε στα ελληνικά απο το διάβασμα του «ng» (μανγκιά, μαγκιά) και όχι το ακρόαμα της λέξης.

    Μάγιστρος ή Μαϊστωρ

    ΣΗΜΑΣΙΑ:άρχων, επιστάτης, προστάτης

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ανώτερο αξίωμα που τοποθετείται στο "Κλητορολόγιο" του Φιλόθεου πάνω από τον ανθύπατο.
    Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ εξαφανίζεται πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Απο το Λατ. Magister=άρχων, επιστάτης, προστάτης < τον συγκριτικό βαθμό του magnus που είναι «major»

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Μάγος

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:
    Μάγος
    εισαι; (πως το κατάλαβες;)
    Τα ζάρια στό μάστορα (δώσε σε μενα τά ζάρια που ξέρω)
    Βρήκε τον μάστορή του (αυτον που μπορεί να τον διδάξει)

    ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
    Σαράντα χρονώ Γιάννης Μάστρο-Γιάννης δεν γίνεται.
    Εμαθα και βελονιάζω και γαμώ τον μάστορή μου.

    ΕΠΩΝΥΜΑ: Μαγγιώρος, Μάστορας, Ολα τα επώνυμα με το επίθεμα Μάστρο- , Μαϊστρος (άνεμος αλλά και επώνυμο με την σημασια του μάστορα).

    Ξενόγλωσσα Παραγωγα: Μαζορέτα,Master, Maitre, Majesty, Maesta, Majesté, Maestro, Mastro-, Mayor, Major, και τράβα κορδόνι.

    ΠΗΓΕΣ:

    Μάγιστρος των θείων οφφικίων

    Επικεφαλής ομάδας υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (324-610).

    Μαγναύρα

    Από το λατινικό magna aula= Μεγάλη Αίθουσα. Αίθουσα τελετών που βρισκόταν στην περιφέρεια του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης, ανατολικά του Αυγουσταίου. Εδώ γίνονταν οι υποδοχές ξένων πρεσβευτών, οι οποίοι εντυπωσιάζονταν από τα αυτόματα που εκτίθεντο στην αίθουσα. Kατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ' ήταν έδρα ανώτατης σχολής.

    MAGNA AULA=MAGNA AVLA και το L μετατράπηκε σε R γιατι οι Ελληνόφωνοι γνώριζαν λέξη "αύρα" και το άουλα ή «άβλα» δεν τους φαίνονταν ευπρεπής λέξη. Το AULA είναι αντιδάνειο απο το Ελληνικό «Αυλή».ÀULA, Æ, Θηλ. Αυλή, Cour, ανάκτορο. Συνώνυμα. Atrium, regia. Πχ: Ornamenta aula;. Rex omni auctoritate aulæ communita.

    Το αρσενικό ουσιαστικό «καυλός» κυριολεκτικά σημαίνει:
    * ο βλαστός του φυτού, το κοτσάνι που προεξέχει από το έδαφος, πάνω και έξω από τη γη
    * το κοτσάνι, ο μίσχος, ο κορμός, το στέλεχος του φυτού
    * ο πρωταρχικός τρυφερός βλαστός.
    Μετφορικά σημαίνει το πέος.
    Ο ορος ήταν σε χρήση στο Βυζάντιο αφού οι μοιχοί καυλοκοπούντο.(1), και οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν το ρήμα αποκαυλίζω με την σημασια : «αποκόπτω το τμήμα προεξέχει»(2)

    (1) 375 Εξάβιβλος Αρμενοπούλου βιβ. Στ Τιτλ. Γ §4 Οι αλογευόμενοι ήγουν οι κτηνοβάται καυλοκοπεισθωσαν.)
    (2) βλ. Απιανός - Μιθριδατικοί Πόλεμοι «τοὺς μὲν οὖν [πολιορκητικούς] κριοὺς λίθοις ἀπεκαύλιζον ἢ βρόχοις ἀνέκλων ἢ φορμοῖς ἐρίων τῆς βίας ἐξέλυον, τῶν δὲ βελῶν τοῖς μὲν πυρφόροις ὑπήντων ὕδατι καὶ ὄξει, τὰ δ᾽ ἄλλα προβολαῖς ἱματίων ἢ ὀθόναις κεχαλασμέναις τῆς φορᾶς ἀνέλυον, ὅλως τε οὐδὲν προθυμίας ἀνδρὶ δυνατῆς»
    και ο Θουκιδίδης Στο βιβλ. Β. κεφ. 26
    ἅμα δὲ τῇ χώσει καὶ μηχανὰς προσῆγον οἱ Πελοποννήσιοι τῇ πόλει, μίαν μὲν ἣ τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῖσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾶς ἐφόβησεν, ἄλλας δὲ ἄλλῃ τοῦ τείχους, ἃς βρόχους τε περιβάλλοντες ἀνέκλων οἱ Πλαταιῆς, καὶ δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν ἀπὸ κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν ὑπὲρ τοῦ τείχους ἀνελκύσαντες ἐγκαρσίας, ὁπότε προσπεσεῖσθαί πῃ μέλλοι ἡ μηχανή, ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι καὶ οὐ διὰ χειρὸς ἔχοντες, ἡ δὲ ῥύμῃ ἐμπίπτουσα ἀπεκαύλιζε τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς.

    και ο Ιπποκράτης στο "Περι Αγμών" 45
    Ὅταν δὲ ἀπαγῇ ταύτῃ ᾗ ὑπερέχει ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος, πλανωδέστερον τὸ ἄρθρον γίνεται, ἢν παντάπασιν ἀποκαυλισθῇ.

    και στο «Περι Αρθρων»
    Ἢν δὲ ἀποκαυλισθῇ παντάπασι τὸ ὀστέον ῾ὀλιγάκις δὲ τοῦτο γίνεταἰ, κατορθοῦν μὲν χρὴ τὸ ὀστέον οὕτω, καθάπερ εἴρηται.

    και ο Ευριπίδης στις Ικέτιδες στ. 717
    αὐτός θ᾽ ὅπλισμα τοὐπιδαύριον λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα ὁμοῦ τραχήλους κἀπικείμενον κάρα, κυνέας θερίζων κἀποκαυλίζων ξύλῳ.

    μακελλάρις ή μακελάριος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:σφαγεύς ζώων, κρεοπώλης, χασάπης[300] 9-124 σ.4441]

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:[160,202-203]: [39,88-89] Οι μακελάριοι αγόραζαν τα θρέματα (αρνιά, μοσχάρια, βώδια κλπ εκτός απο χοιρινα) και τα εσφαζαν εωωπιον του επαρχου. Κρατουσαν για λογαριασμό τους τα ποδαράκια, το κεφάλι και τα εντόσθια και το κρέας το πωλούσαν ανάλογα με την τιμή της αγοράς και με το ανάλογο κέρδος. Τα κρέατα τα αγόραζαν απο τους προβατέμπορους, τα εκοβαν πανω σε ένα κορμό δένδρου: το κορμίον ή επικόρμιον (πικέρμι;), το αρχαίον επίξηνον. Τα χοιρινά τα παστωναν καικατασκευαζαν τα απόκτια. Οι αγορανομικές παραβάσεις, περιπτωσεις τενητής έλλειψης, αδικαιολόγητη ύψωση των τιμών κλπ ελέγχονταν απο το έπαρχο και οι παραβάτες «τυπτόμενοι και κουρευόμενοι εξωρίζοντο».

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Η ριζα από το αρχαίο ουδετ. ουσ. μάκελλον = τόπος περιφραγμένος, μαντρί.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:


    μακελλάρης: Θεόδωρος Πρόδρομος Ι,335 «τοΰ μακελλάρη την γυνήν ήρξάμην κολακεύειν»
    Άραβικόν Μυθολόγιον Χαλιμά, «μέ έκλωθογύρισεν ωσάν ο μακελλάρης όταν πιάνη το πρόβατον από τον λαιμόν, καί το δακιμάζη αν είναι παχύ διά να το σφάξη»
    Αισώπου Μύθοι 134: «έδει γάρ με, μακελλάριον όντα, αύλητήν μή μιμείσθαι».

    μακελλείον: Θ. Προδρόμου 1,333 «τήν τζίκναν ήκολούθπσα, κι είς μακελλείον μέ πάγει»
    Δημ.τραγ. κι ωσάν σφαχτό στα μακελλειό χάμαι τόν έχτυπούσαν

    ΠΑΡΑΓΩΓΑ:

    μακελλείον (το) {λατ,| γλωσσ. κ. μσν., μσν. κ. δημ. μακελλειό, τόπος, όπου σφάζονται τά ζώα, σφαγεϊον, κρεοπωλεϊον, χασάπικο,

    μακελλεύω δημ., κρητ. μακελλεύγω _ σφάζω, σκοτώνω γεν. κακοποιώ, δέρνω: Ν. Πολίτη-Εκλογή απο τα Τραγούδια του Ελληνικού λαού:«αν είν' πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλεψέ τους».

    μακελλικός-ή-όν μτγν. ό ανήκων ή αναφερόμενος είς τό μακελλείον, ό κρεωπωλικός : Αθανάσιος ο Μέγας :κύων μακελλικός κν. χασαπόσκυλο.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Μακελλάρης λέγεται μεταφορικά ο θηριώδης, αίμοχαρής, φονεύς, απάνθρωπος. Το μακελλειό σημερα αναφερεται με την μεταφορική σημασία: «μεγάλη σφαγή ανθρώπων » ( έγινε τρομερό μακελλειό) .

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Χασάπης απο το τουρκικο (kasap), Κρεωπώλης και κρεωπούλος

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    μακελλαρικός-εννοείται ~ χορός. ό ανήκων ή αναφερόμενος είς τους μακελλαρίους, ο χασάπικος, το χασάπικο ως χορός. Με λίγα λόγια: Είναι ο χορός του χασάπη από την Κωνσταντινούπολη κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Χορεύεται σε ευθεία γραμμή και αποτελείται από τα βασικά βήματα που εναλλάσονται με φιγούρες. Αρχικά, το χασάπικο ονομαζόταν Μακελλάρικος χορός. Άλλοι χοροί που μοιάζουν στο χασάπικο, είναι ο Arkan της Ουκρανίας, ο Hora απ' το Ισραήλ, ο αραβικός Debke, ο Kasapsko Horo της Βουλγαρίας και ο Kasapsko Kolo της Σερβίας.

    μαξιλλάριος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Υπάλληλος του Ιπππδρόμου επιφορτισμένος να τοποθετεί πριν απο τον αγώνα και να αφαιρεί, μετα την ληξη του, τα μαξιλλάρια απο τα βάθρα (κερκίδες)

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Τα μαξιλλάρια ηταν παραγεμισμένα με άχυρα ή καλαμοφυλλα.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το Λατινκο maxilla, -æ =σιαγών, σαγώνι > maxillaris ο ανήκων εις την σιαγώνα, στο σαγωνι = το προσκεφάλαιο, το σημερινό μαξιλλάρι. Δεν ακουμπούσαν το κεφάλι τους εκεί αλλά τα οπίσθιά τους (αλλά μαγουλα εδώ ... κωλο-μάγουλα εκεί)

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Μαξιλλαροπόλεμος.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Προσκεφάλαιον, προσκεφάλι

    ΠΗΓΕΣ:161, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΜΟΣ Γ, ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 1952,σελ. 19

    Μεγάλο Σέκρετο

    Ο ορος δήλωνε από τον 7ο αιώνα και μετά τόσο την πατριαρχική αυλή όσο και την αίθουσα συνεδριάσεων του Πατριάρχη.

    οψίκιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:κεντρικό στρατό κρούσεως υπό αυτοκρατορική διοίκηση

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Από τις αρχές του 7ου αι. οι δυνάμεις των δύο magistri militum praesentales φαίνεται ότι συγχωνεύθηκαν σε έναν ενιαίο κεντρικό στρατό κρούσεως υπό αυτοκρατορική διοίκηση, το Οψίκιον (από το λατ. Obsequium = συνοδεία). Αργότερα το Οψίκιον, το οποίο αρχικά φρουρούσε τόσο τη Θράκη, όσο και τη Βιθυνία, εγκαταστάθηκε εξολοκλήρου στην τελευταία, όπου δημιουργήθηκε το ομώνυμο θέμα. Παράλληλα, από τα τέλη του ίδοιυ αιώνα εμφανίζονται στις πηγές δύο νέες μονάδες στην Κωνσταντινούπολη, τα «νούμερα» και οι «τειχεώται», επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των πυλών και των τειχών του Ιερού Παλατίου, το οποίο είχε οχυρώσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ (685-695, 705-711).

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το Λατινικό Obsequio=Συνοδεία

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Ψίκι η επικήδειος συνοδεία

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Γαμώ την κηδεία σου (εννοεί το ψίκι) δηλ. το σύνολο των συγγενών και φίλων σου.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    ΠΗΓΕΣ:Παπαγεωργίου Αγγελική, «Στρατιωτικά σώματα και οργάνωση της άμυνας στην Κωνσταντινούπολη», 2008,

    Μέγας εταιρειάρχης

    Αρχηγός της «Εταιρείας», στρατιωτικός αξιωματούχος, υπεύθυνος για την ασφάλεια του αυτοκρατορικού παλατιού.

    ΣΗΜΑΣΙΑ:

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:

    ΠΗΓΕΣ:

    Π

    παλάτιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Ανάκτορο, ενδιαίτημα του ανωτάτου Αρχοντος, του Αυτοκράτορα

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Το Μέγα Παλάτιον ή Ιερόν Παλάτιον (λατινικά: Sacrum Palatium, τούρκικα: Büyük Saray) ήταν ένα εκτενές συγκρότημα ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη, που στέγαζε την αυτοκρατορική οικογένεια και τις διοικητικές υπηρεσίες κατά την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θεμελιώθηκε από τον Κωνσταντίνο το Μέγα και αποτέλεσε κέντρο της διοίκησης του αχανούς κράτους για περισσότερα από 800 χρόνια. Η περιοχή που καταλάμβανε πιστεύεται πως καλύπτει τη σημερινή έκταση όπου βρίσκεται το Μπλε Τζαμί. Πολύ κοντά στο ανάκτορο βρισκόταν ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, τα Λουτρά του Ζεύξιππου, το Αυγουσταίον, οι εκκλησίες της Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης, η Μέση οδός, καθώς και τα φόρα του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου. Σπουδαιότερη πηγή από την οποία αντλούνται πληροφορίες για το Μεγάλο Παλάτιο είναι το Περί βασιλείου τάξεως (λατ. De Cæremoniis Aulæ Byzantinæ) που συντάχθηκε από ή για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητο στα μέσα του 10ου αιώνα. Τα ανακτορα των βυζαντινών αυτοκρατόρων περιγράφονται ως απέραντα. Ένας λαβύρυνθος διαφόρων μεγάρων, στρατώνων, εκκλησιών, κήπων και σταύλων, που εκτείνονταν από τον Ιππόδρομο μέχρι την Αγία Σοφία και από εκεί μέχρι τη θάλασσα. Ο Ιππόδρομος, άλλωστε, συνδέονταν με τα ανάκτορα. Τα κύρια ενδιαιτήματα του αυτοκράτορα ήταν ο χρυσοτρίκλινος και το παλάτι.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το Λατ. Palatium , aπό τον Παλατίνο Λόφο της Ρώμης (Palatinus Collis) οπου ειναι χτισθεί ανάκτορο του Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Παλατακι = πολυτελής βίλλα. Συηθέστατο, μεχρι ναυτιάσεως, στις επωνυμίες Κεντρων, Ξερνοδοχειων, Κινηματογράφων. πβ. Diogenes Palace το ΥΠΕΡΟΞΥΜΩΡΟΝ διότι ο Διογένης (ο Σινωπεύς)ζούσε μιά μινιμαλιστικη ζωή, κατοικών σε ένα πιθάρι (παλάτι να σου πετύχει!).

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Παλατίνος, Πλατιανός

    ΠΗΓΕΣ:

    Παραβήματα

    Οι χώροι δίπλα στο Iερό Bήμα, δηλαδή το διακονικό και η πρόθεση.

    Παρακοιμώμενος

    Ο φύλακας των αυτοκρατορικών ιδιαίτερων δωματίων. Το υψηλό αυτό αξίωμα δινόταν συνήθως σε ευνούχους, που ήταν πρόσωπα ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι ίδιοι να ανέβουν στο θρόνο. Από τον 9ο, και μέχρι το 11ο αιώνα, το αξίωμα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και υπήρξαν παρακοιμώμενοι πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της αυτοκρατορίας, όπως ο Ιωσήφ Βρίγγας.

    Παραξύπνημα

    Ειδικη τελετή που γίνονταν την επομενη μερα του γαμου. Συμμετέχουν οι συγγενεις και φίλοι των νεονύμφων που ψελνουν και σχετικά τραγούδια. Απώτερος σκοπος να εμφανισθουν τα πειστήρια της παρθενίας της νυφης: Τα ματωμενα νυκτικα ή σεντόνια.
    (162,116) Αυτη η τελετη στην Κυθνο ονομαζεται «Ξυπνητούρια». Δηλαδη οπως και τα «γεννητούρια» (βλ. λέξη) η λεξη δεν υπδηλώνει την ενεργεια (ξυπνημα), αλλά την ειδική τελετη. Αν δεχθουμε οτι τα ξυπνητουρια ήταν συνωνυμα των βυζαντινων παραξυπνημάτων, τοτε η εκφραση «καλα ξυπνητούρια» θα σήμαινε αίσια έκβαση της τελετής, δηλ. σαφή αποδειξη της παρθενίας.
    Σημερα ξυπνητούρια λέγεται το ξύπνημα, κυρίως στην ειρωνική έκφραση «καλά (σου) ξυπνητούρια»:
    • α. σε καποιον που ξύπνησε ή σηκώθηκε από το κρεβάτι πολύ αργά. ή
    • β. σε κάποιον που δεν έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει ή που κατάλαβε ή πληροφορήθηκε κάτι πολύ καθυστερημένα.

    Τριαναφυλίδη-Λεξικο
    : http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BE%CF%85%CF%80%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1&loptall=true&dq=

    Πιττάκια

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Πιττάκια. Το πιττάκιον, στους βυζαντινούς χρόνους, ήταν ένα είδος πινακίδος για γράψιμο, ένα δελτάριο. Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την αρχιερατική επιστολή με την οποία γνωστοποιείται σ' έναν κληρικό η κατάστασή του στην ιεραρχία (αν προήχθη κ.ά.).

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ενα κτηριακό συγκρότημα, στην περιοχή του Παλατιού, που είχε ποικίλες χρήσεις ως διοικητικό συγκρότημα και φυλακή. Σημερα η περιοχη λεγεται «Σουλτάν Αχμέτ».Πιθανόν ο χώρος να ονομάστηκε «πιττάκια» επειδη εκει συντάσσονταν τα εγγραφα (πιττάκια) που δικαιολογούσαν τον εγκλεισμό των κρατουμένων.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Από το Αρχαίο Ελληνικό πιττάκιον που σήμαινε:

    1. πίνακας γραφής
    2. ένα φύλλο του σημειωματαρίου
    3. απόδειξη
    4. εισήτηριο
    5. άδεια εισόδου
    6. μήνυμα
    7. κατάλογος μελών ενός οργανισμού
    8. κομάτι δέρματος για την επίθεση αλοιφής

    ( Λατινικό pittacium) = χαρτί, σημείωμα, δελτάριο.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:τον ορο χρησιμοποιουν: Διογένης ο Λαέρτιος, ο Γελάσιος, ο Αθανάσιος, ο Στέφανος ο Διάκονος, ο Ιωάννης Μόσχος κα

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Πιττακός ο Μυτιληναίος, Επώνυμα: Ρένη Πιττακή, Πιθανώς Στυλιανός Παττακός «ο ωσει παρων» χουντικος γοποσυλλέκτης (πατάκα =νομισμα) , Κυριακός Πιττάκης, ο πρώτος αρχαιολόγος της νεότερης Αθήνας μετά το 1830.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:ραβασάκι

    ΠΗΓΕΣ:Pasinli, Α., «La Zona Settentrionale del Gran Palazzo: Interventi di Scavo il Giardino della Vecchia Prigione di Sultanahmet», στο Bolognesi, E. (ed.), Il Gran Palazzo degli Imperatori di Bisanzio, Associazione Palatina Istanbul (Istanbul 2000). Βλ. επίσης του ιδίου, «Pittakia’ ve ‘Magnum Palatum – Büyük Saray’ Bölgesinde 1999 Yılı Çalışmaları (Eski Sultanahmet Cazaevi Bahçesi)», Müze Çalışmaları Ve Kurtama Kazıları Sempozyumu, 2001, σελ. 41-62.

    Πορφυρογέννητος

    Αυτοκρατορικό προσωνύμιο που δηλώνει αυτόν που γεννήθηκε, όταν ο πατέρας του ήταν ήδη αυτοκράτορας, δηλαδή στην Πορφύρα, το πορφυρά διακοσμημένο δωμάτιο του παλατιού, όπου έρχονταν στο κόσμο τα παιδιά των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

    Οπως περιγραφει στην «Αλεξιάδα» της η Αννα η Κομνηνή η προφύρα ήταν τετράγωνο οικοδόμημα που ειχε θέα προς το λιμάνι του Βουκολέοντα, μαρμαρόστρωτο και με ορθομαρμαρωση απο πορφυρές πλάκες με στίγματα. Το χρώμα των πλακών έδωσε και το όνομα στο κίισμα αλλα και όσοι γεννιώνταν μεσα σ΄αυτο λεγόντουσαν Πορφυρογέννητοι.(162,38)

    πραιπόσιτος

    Σημαίνει τον «τοποθετηθέντα εμπρός» prae+positus (απο το Λατ. Πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου (praepositus sacri cubiculi), υπεύθυνος των αυλικών υπηρεσιών.

    Και εδώ υπάρχουν οι παραδοσιακοί αναγνώστες και οι παραδοσιακοί ακροατές που διαμορφώνουν την ορθογραφία της λέξης

    • οι αναγνωστες «πραιπόσιτος» και
    • οι ακροατές «πρεπόζιτος».
      Είναι γνωστό ότι στα Λατινικά, και σε όλες τις Λατινογενείς γλώσσες, το «s» προφέρεται «ζ» αν βρίσκεται μεταξύ δυο φωνηέντων.

    Πρατίκιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Ονομασία του έμμεσου φόρου επί των αγοραπωλησιών

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Το πρατίκον ή μετριάτικο ήταν ειδική κατηγορια τελών που πληρώνωνταν εξ ημισείας απο τον πωλητή και τον αγοραστή. Επέζησε και στήν Τουρκοκρατία ονομαζόμενο tamga (1)

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Αν ετυμολογείται απο το πράττω ή πράσσω=διαπράττω (πρβλ.«Τον έπιασαν στά πράσσα» σωστοτερο: στο πράσσειν, επ' αυτοφώρω) ώφειλε να γράφεται πραττίκιον. Το πράσσειν και την εννοια αγοράζω, διενεργω αγοραπωλησίες που παραγει το φώνημα «-πράτης» που απαντα στά σύνθετα βυζαντινά: βεστιοπράτης, πρανδιοπράτης, αργυροπράτης, οθονιοπράτης, μεταξοπράτης ιχθυοπράτης και το σημερινό «μεταπράτης»). Το -πράτης γράφεται αναμφισβήτητα με ενα «τ», όπως μαρτυρούν όλες οι πηγές. Το πρατικόν ήταν φόρος που πλήρωναν οι διάφοροι «-πράται».(2)

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Ισως και ρίζα του επωνύμου Πρατικάκης

    ΠΗΓΕΣ:
    (1) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, σελ. 198
    (2) Επαρχικον - Λέοντος του Σοφού [39,80].

    πριμικήριος

    Ετυμολογείται απο το Λατινικο primus in cera που σημαίνει πρώτος στο κερί. Με τη λέξη «Κερί» (cera) εννοει την πινακιδα (την tabula cerata) που ηταν επιχρισμενη με κερι και στην οποια εγγραφαν. Ηταν δηλαδή ο πρώτος της λιστας των αξιωματούχων.

    Βυζαντινός τίτλος και λειτουργημα που οριζει τον επικεφαλής της κάθε διοίκησης. Ετσι υπήρχε ο πριμικήριος των Ιερων Κουβουκλείων, ο πριμικήριος των Μαγγλαβιτών, πριμικήριος των Βεστιαριων, των Βαράγγων.

    ΠΑΡΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

    Το κερί (κηρός) συχνά παρετυμολογείται απο το κύριος (κυρός) (βλ. Αντίλογο στο κύριος : «κερί και λιβάνι»). Βρήκα 14 επώνυμα Αθηναίων συνδρομητών του ΟΤΕ που γράφουν το επώνυμό τους «Πριμικύρης» αντί του ορθού «Πριμικήρης» <πριμικήρις<πριμικήριος. Σωστοί «Πριμικήρηδες» βρέθηκαν μονον εξη. Το ιδιο συμβαίνει με το επώνυμο Κηρομήτης που πολλοί το γράφουν Κυρομίτης (βρήκα 11 τέτοιους). Οι κηρομύτες ηταν ρινότμητοι που αντικαθιστούσαν την κομένη μύτη τους με μια μύτη από κερί.

    ΠΗΓΕΣ

    Τανταλίδης Ηλίας «Η Κεράτσα»

     

    'Σ το πατριαρχεῖο φίλον κ' ἕναν εὐταξία ἔχω,
    Καὶ εἰς τοῦ Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
    Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
    Νὰ μὲ διῇς, Μπεκροκανάτα!

    απο το «Ποιήματα» του Ηλία Τανταλίδου, . Μετά προλόγου υπό Ιω. Ζερβού, εν Αθήναις, εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, 1916, σσ. 47-49

    Πρόθεση

    Διαμέρισμα, στη βόρεια πλευρά της αψίδας, όπου οι πιστοί εναπόθεταν τις προσφορές τους.

    Προστάτης

    Ορος που χρησιμοποιείται στο "Επαρχικό Βιβλίο" για την αναφορά στους επικεφαλής κάποιων συντεχνιών (παπουτσήδων, κατασκευαστών ιπποσκευής και ιχθυοπωλών).

    Πρωτοσεβαστός

    Ανώτερος τιμητικός τίτλος που δήλωνε τον πρώτο από τους σεβαστούς. Εμφανίστηκε τον 11ο αιώνα και το 12ο αποδιδόταν σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα, ενώ το 14ο αιώνα παραχωρούνταν γενικά σε μέλη αριστοκρατικών οικογενειών όπως οι Παλαιολόγοι, οι Ταρχανειώτες, οι Ραούλ και οι Μετοχίτες.

    πρωτοσπαθάριος

    Ανώτερο αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας με διάφορες αρμοδιότητες στην αυλή, το στρατό και τη δικαιοσύνη.

    Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την Εκθεση «Περι της του Βασιλείου Τάξεως» Τ. 1 σελ .62, 72, 99 για «πρωτοσπαθάριους βαρβάτους». Απο εκει συμπεραίνω πως ως πρωτοσπαθάριοι διορίζονταν και ευνούχοι.

    Ρ

    ρικτολόγιον

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Τεχνική άσκησης μαντείας με τα ιερά βιβλία.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ο μαντευόμενος ανοιγε το Ευαγγέλιο ή το Ψαλτήριο σε μιά τυχαία σελίδα. Πιθανον και να το εριχνε για να ανοιξει πανω στο τραπεζι, οπως δειχνει και το ονομα αυτης της τεχνικης που έχει ρίζα το ρήμα ρίχνω.Η σελίδα του υπαγορευε αν πρέπει να κάνει ή οχι αυτό που είχε στο νου του.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το ρήμα ριχνω< και λόγιον = συλλογή απο αποτελέσματα ρίψεων. Πρ. Ανθολογιον, Σκυλολογιον

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Ριχτάρι = καταπέτασμα που ρίχνουμε πάνω σε ένα έπιπλο.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Ανοιγειν εν λαχνιστηρίω

    ΠΗΓΕΣ:[158,158]158, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΜΟΣ Α ΙΙ, ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 1952.

    ρωσθέλιον

    Η λέξη απαντάται στα Βυζαντινά Κείμενα και συγκεριμμενα στο Constantini Porphyrogeniti - «de cerimoniis aulae Byzantinae» Βιβ. 2 Τόμος 1 σ. 278 («Εκθεσις περί της του Βασιλείου Τάξεως»).
    «o επί της καταστάσεως λαβών το άκρον της του βασιλέως χλανίδος ποίει το ρωσθέλιον, και επιδίδωσι τω βασιλεί»,
    και την μεταφέρει ο Κουκουλές[161,56] στό κεφάλαιο «Ιππόδρομος και Ιπποδρομιακοί Αγώνες» - «Τα προοίμια και η διεξαγωγή του αγώνος».

    Προτού ο βασιλεύς άνέλθη είς το κάθισμα, o επί της καταστάσεως λαβών το άκρον της χλαμύδος αύτού έδίπλωνε, «εποίει ρωσθέλιον», ως έλέγετο, και του το έδιδεν, ίνα, οταν ούτος ανέλθη είς το κάθισμα, σφράγιση κατά την συνήθειαν τον λαόν, κρατών το πτυχωθέν αυτό άκρον (Εκθ. 287,3 306,25 347, 365,20). Έν τφ μεταξύ οί θεαταί αναμένουσι μετ' αγω¬νίας την εμφάνισιν τού βασιλέως, «ιστανται εκδεχόμενοι την άνατολήν τού δεσπότου» (Εκθ. 305,5), αναβοώντων των δήμων «άνάτειλον ή ενθεος βασιλεία» η «άνάτειλον ή εκλογή της Τριάδος», τού δε λαού τρίς «άνάτειλον» (Εκθ. 316.3,5,10) ».

    ρωσθέλιον

    Rostro, Rostrare (πιάνω από την ακρη) το Rostellum (Σμικρυντικό του Rostro) σημαίνει επομενως πιασιματάκι. πβλ. την παροιμια «Το έξυπνο πουλι απο την μυτη πιάνεται»

    Dictionarium Latinogallicum multo locupletius, Thesauro nostro rece[n]s excuso ita ex aduerso respo[n]dens, vt extra pauca quædam aut obsoleta, aut minus vsitata vocabula, in hoc eadem sint omnia, eodem ordine, sermone patrio explicata: adiectis auth.../ Robertus Stephanus. - [Electronic ed.]. - Lvtetiae : Stephanus, 1546 Permalink: http://diglib.hab.de/drucke/p-442-2f-helmst/start.htm Σελ. 1130

    Απο τα λίγα στοιχεία που περιμάζεψα βγάζω τα εξής συμπερασματα:

    • Το ρωσθέλιο ήταν μια πρακτική αλλά και επίσημη διαδικασία του εκτελούσε ο τελετάρχης
    • Η προφορά του προέκυψε απο παραφθορά και εξελληνισμό της αρχικής ονομασιας ροστέλουμ.
    • Η διαδικασία απαιτούσε να
      • σηκώσει ο τελετάρχης την άκρη της χλαμύδας (αλλιώς χλαμύδα ή μαντίον) , να την διπλώσει με ένα ορισμένο τρόπο και
      • να δώσει την διπλωμένη άκρη στον βασιλέα.
    • Το ρωσθέλιο γίνονταν πριν να ανέβει ο Βασιλέας στο Σέντζον (στο θεωρείο του)
    • Η Χλαμύδα ήταν κάτι παραπάνω από ποδήρης, σέρνονταν κάτω, σαν δείγμα μεγαλοπρέπειας. Αυτό το βλέπουμε σήμερα και στον Επισκοπικό μανδύα των ορθοδόξων κληρικών.
    • Στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου η διαδικασία πρέπει να ήταν γνωστή και γι αυτό δεν έχει γράψει κάποια επεξήγηση όπως έκανε σε άλλες περιπτώσεις (πχ. σσ. 595,575, 390, 580,600, 694, 587, 584, 590,596,18,604 κα)
    • Η πρακτική σημασία του ρωσθελίου ήταν
      • Να διευκολύνει τον βασιλέα να ανέβει την σκάλα του θεωρείου του. Αν η ουρά του ρούχου του σέρνεται στις σκάλες θα μπορούσε να μπερδευτεί και να πέσει.
      • να χαιρετίσει τον λαό με τρόπο εμφανή.
    ρωσθέλιον (λατ. Rostellum, ράμφος, μύτη), πτυχή φορέματος.
    Ν. Ανδριώτης, «Ιστορια της Ελληνικής Γλώσσας», ΙΜΤ,2005, στη σ.84. υποσημ. 29
    Σ

    σάξιμον

    Χορός με έξη καταστάσεις ή στάσεις δηλαδή τμήματα, που χορευαν τρεις φορες γύρο απο το τραπεζι του αυτοκράτορα, οι ανακτορικοι υπάλληλοι, οι αρχοντες ή οι αντιπρόσωποι των δήμων. Ταυτόχρονα έψαλλαν εναλλάξ τα «βασιλίκια» (το πολυχρόνιο) εισπράτοντας αποκόμβια με αρκετά χρήματα.

    Εκφράσεις

    1. Δέξιμον μετα σαξίμου
    2. Δοχή μετά σάξεως

    Και οι δυο σημαιναν «Χορευτική Δεξίωση».

    Σεβαστή

    Τιμητικός τίτλος που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος στα μέσα του 11ου αιώνα και που προέρχεται από τη μετάφραση του αυτοκρατορικού επιθέτου augustus. O τίτλος δόθηκε διαδοχικά στις δύο ερωμένες του αυτοκράτορα.

    Σεβαστοκράτωρ

    Αξίωμα που καθιερώθηκε το 1081 από τον Αλέξιο Κομνηνό για το μεγαλύτερο αδελφό του Ισαάκιο και αντιστοιχούσε σε αυτό του αντιβασιλέα.

    Σέκρετον

    Ονομα που χρησιμοποιούνταν για βυζαντινά γραφεία κυβερνητικών αξιωματούχων ή δημόσιες υπηρεσίες (κάτι σαν τα υπουργεία σήμερα).

    σίγμα 

    ΣΗΜΑΣΙΑ:το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι συριστικό σύμφωνο. Στα νέα ελληνικά αναπαριστά τον φθόγγο [s] Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης έχει αριθμητική αξία σ´=200.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ: Εκτός απο την γνωστή μορφή «Σ» στη βυζαντινή γραφή υπήρχε το «μηνοειδές σίγμα» γραφόταν και ως «C», το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα στην αγιογραφία και σε κάποιες εκδόσεις. Παρά την ομοιότητα με το λατινικό C c (και το ότι συμβολίζουν τον ίδιο ήχο [s] σε κάποιες γλώσσες) δεν πρόκειται για το ίδιο γράμμα. Το λατινικό προήλθε από στρογγυλεμένη μορφή του Γ.

    Στο Βυζάντιο υπήρχαν δύο συνοικίες με το όνομα «Σίγμα», διότι εκεί είχαν ανεγερθεί περίστηλα κτίρια που είχαν το σχήμα του αρχαίου Ελληνικού γράμματος σίγμα (C). Ο Κεδρηνός αναφέρει: «εν τω ημικυκλίω ό νύν λέγεται Σίγμα». Ο Ζώσιμος περιγράφει τον χώρο του λιμανιού λέγοντας ότι από το σχήμα της στοάς ο τόπος που περιέβαλε το λιμάνι λεγόταν «σίγμα». Εκτός αυτού συχνά μνημονεύεται και μια άλλη, δεύτερη περιοχή με το ίδιο όνομα, η οποία πιθανόν να είχε ένα κτήριο του σχήματος αυτού. Η συνοικία αυτή, στην οποία αναφέρονταν μια εκκλησία με το όνομα «η Θεοτόκος εν τω Σίγματι» ευρίσκονταν κοντά στο εξακιόνιο, την λεγόμενη συνοικία των «Έξι μαρμάρων», όπως μας αναφέρει ο Πορφυρογέννητος, εξιστορούμενος την επάνοδο του παππού του, Μιχαήλ από την Τεφρική και την Γερμανίκεια.

    Σίγμα ονομάζονταν επίσης και κτήριο του Ιερού Παλατίου που έκτισε ο Θεόφιλος.

    Το δέκατον πρώτον έτος τής βασιλείας αύτού, κτίζει ο Θεόφιλος τό Τρίκογχον και τό καλούμενον Σίγμα. Φρονώ ότι άνεκαίνισε καί ούχι έκ θεμελίων ήγειρε, . Και γύρωθεν τού Σίγματος σάσσωσι χορεύοντες και άδοντες.

    ΤΑ BΥΖΑΝΤΙΝΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ και τα περιξ αυτων Ιδρύματα - Α. Γ. Πασπάτης - 1885

    Ο Θεόφιλος ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 829 ως το 842.
    Ήταν γιος του Μιχαήλ Β', με θαυμάσια εκπαίδευση και φανατικός εικονομάχος. Πολεμήσει, όσο μπορούσε, τις εικόνες. Κατέφυγε σε σκληρούς διωγμούς των εικονολατρών και αυστηρές τιμωρίες. Επί της βασιλείας του, τα γράμματα και οι τέχνες βρήκαν μεγάλη υποστήριξη στην Κωνσταντινούπολη. Αντιμετώπισε τους Άραβες, που τους νίκησε στην αρχή, αυτοί ξεκίνησαν ιερό πόλεμο εναντίον του, κατέστρεψαν πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας και παραλίγο να διαλύσουν το Βυζάντιο. Παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, την οποία προτίμησε από την Κασσιανή, μετά την απάντηση που του έδωσε για τις γυναίκες, σε διαγωνισμό που έκανε στο παλάτι του.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το βορειοσημιτικό šin=δόντι.[131]-σίγμα Οι Δωριείς το έλεγαν «σαν» και ο Ιωνες «σίγμα».
    Εγω πιθανολογώ οτι προήλθε απο το σίγημα με την εννοια αυτο που προκαλεί ή προηγείται της σιγής, αφου η συχνότερη χρήση του σιγμα ειναι ως τελικου συμφώνου.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Στίγμα γράφεται ετσι στίγμα. Συγχέεται με το τελικο σίγμα. Είναι ένα απο τα 3 συμβολα (τ΄αλλα δύο είναι το κόππαΚόπα και το σαμπίσαμπι ) που δέν ειναι πιά γράμματα αλλά χρησιμοποιούνται στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Το στίγμα έχει αριθμητική αξία 6

    Οι βυζαντινοί ομως χρησιμοποιουσαν το στίγμα και ως συντομογραφία του στ. Βλεπε την λέξη «μεγίστη» οπως γραφεται στο Μέγα Ετυμολογικόν [335]
    μεγίστη

     

    ΠΗΓΕΣ:

    Σούδα

    Μεσαιωνικό Λεξικό. 148 Εχουν υποστηριχθεί οι απόψεις ότι το όνομα του λεξικού προέρχεται:
    1)  από τη συγγραφή του από κάποιον Σουΐδα, και
    2)  από κακή ανάγνωση της λατινικής λέξης guida που σημαίνει οδηγός.
    3)  Επικρατέστερη ωστόσο είναι σήμερα η άποψη ότι ο σωστός τύπος είναι Σούδα που σημαίνει τάφρος, δηλαδή συλλέκτης και, κατά συνέπεια, εγκυκλοπαίδεια.

    Σπαθάριος

    Αξίωμα που στα υστερορωμαϊκά χρόνια δήλωνε τον αυτοκρατορικό ή ιδιωτικό σωματοφύλακα. Στις αρχές του 8ου αιώνα πιθανότατα έγινε τιμητικός τίτλος. Τον 9ο αιώνα άρχισε να υποτιμάται, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής εμφανίζεται σπάνια στις πηγές. Ο αρχηγός τους λέγονταν πρωτοσπαθάριος.

    Επέζησε σαν επώνυμο: Ευγένιος Σπαθάρης (γνωστός Καραγιοζοπαίκτης)

    Σπαθαροκανδιδάτος

    Αξίωμα που σχηματίζεται από εκείνα του σπαθάριου και του κανδιδάτου. Εμφανίζεται στις πηγές τον 9ο αιώνα και στα "Τακτικά" της περιόδου τοποθετείται μεταξύ του δισύπατου και του σπαθάριου. Ανήκε σε κατώτερους υπαλλήλους, νοτάριους ή δικαστές. Το αξίωμα παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.

     

    Σπεκουλάτωρ

    Απο το Λατ. speculator= κατάσκοπος ή φρουρός, σκοπός < specula = κατόπτευση, κατασκοπεία, σκοπιά αλλά και αμυδρή ελπίδα <υποκοριστικό του spes= ελπιδα.

    Το αξιωμα του Σπεκουλάτωρα - Γραμματέα καθιερώθηκε ως δημοσίο αξίωμα επί Βασιλείου του Βουλαροκτόνου. Το κίνητρο για την δημιουργια της θεσης ηταν η γενική ανησυχία για τη μείωση της ποιότητας της ελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας. Αρκετά σπαράγματα έχουν βρεθεί τα τελευταία χρόνια στη νοτιοανατολική Βουλγαρία, η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση. Φαίνονται να είναι μέρος μιας αναφοράς προς τον αυτοκράτορα, στην οποία καταγγέλεται οτι επιδεινώνωναι τα στυλιστικά πρότυπα και πρακτικές, μερικές φορές έντονα, ως δικαιολογία για την δημιουργία της θεσης ενος αξιωματουχου που θα επιβλέπει και θα καταγγέλει τα λάθη επι των δημοσίων εγγράφων

    D. Reindl, Rice University

    Ακομα και σημερα το ρήμα «σπεκουλάρω» σημαίνει κερδοσκοπώ.

    Σχολαί

    Ο όρος «Σχολαί» χρησιμοποιήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι τον 12ο αιώνα. Σημαίνει μια μονάδα της Αυτοκρατορικής φρουράς.

    Σώσιππον

    Επιθεώρηση των αλόγων που θα λάβουν μέρος στις ιπποδρομίες απο τους βηγάριους και τους θεωρητές.

    Τ

    τούρμα

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Στρατιωτική δύναμη απο 18.000 εως 21.000 άνδρες.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Η βυζαντινή τούρμα ήδη από τα μέσα του 12ου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, είχε χάσει την αρχική στρατιωτική, αλλά και τη μετέπειτα διοικητική της έννοια, και είχε καταλήξει σε απλή γεωγραφική περιφέρεια, όπως ακριβώς θα τη γνωρίσουμε και στην Κρήτη στους πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    Το DIZIONARIO ETIMOLOGICO ONLINE το ετυμολογεί απο το Λατ. TURMA απο το Λατ. TURBO που προέρχεται απο το Ελληνικό Τυρβάζω απο το Τύρβη.

    Ο Σταματάκος στο Λεξικο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης ερμηνευει το «τυρβάζω» ως «ανακατώνω».

    Δηλαδή περιστρέφομαι. Πιθανόν η αρχική τούρμα να ήταν μια περίιπολος περιφερομένων (τυρβαζόντων) στρατιωτών που επόπτευαν μια περιοχή. Οσο οι εχθροί του Βυζαντίου πλήθαιναν η δύναμη της τούρμας σε ανδρες μεγάλωνε.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Τουρμάρχης=Ο επικεφαλής της τούρμας.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    Σημερα η λέξη επιζεί στο «τσούρμο» (απο το Ιτ. ciúrma < Lat. turma) που ειναι το προσωπικό, το πλήρωμα ενός σκάφους. Μεταφορικά σημαίνει μια πολυπληθή ομάδα ανθρώπων. π.χ. «παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα τσούρμο παιδιά».

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Η τούρμα λεγόταν και «Μέρος».

    1. ΠΗΓΕΣ:ΑΠΟ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΤΟΥΡΜΑ - ΧΑΡΆΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
    2. DIZIONARIO ETIMOLOGICO ONLINE

    τζάγκρα

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Χειροβαλλίστρα, Τόξο με υποκόπανο και σκανδάλη. (Βλ. Αρμπαλέτα).

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Εξέλιξη του αρχαίου «γαστραφέτη» αλλά με λιγότερα μηχανικά μέρη. Αποτελειται από το ξύλινο μέρος (ολκός) ενα σιδερένιο τόξο εμπρός και ενα μηχανισμό σκανδάλης πίσω.

    Ο γαστραφέτης (απο το Αρχ. γαστήρ = κοιλιά + και αφέτης) γιατι ο τοξότης ακουμπούσε τον υποκόπανο στήν κοιλιά του για να τεντώσει την χορδή. Αργότερα επειδη οι τεχνολογια προχώρησε ή ισως οι κοιλιακοι μύες των τοξοτών χαλαρώσαν η συγκράτηση του τόξου για τέντωμα γινόταν με το πόδι που έμπαινε σε ένα είδος αναβολέα στο μπρός μέρος του τόξου. (Βλ. Εικονες).

    Οι άραβες συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με τους πολέμους των Σταυροφοριών, ονομαζουν την βαλλίστρα zenbourek. Για πρώτη φορά αναφέρεται στην πολιορκία της Τύρου από τον Σαλαντίν το 1187. Η χρήση του zenbourek συνεχίστηκε στο Saint-Jean d' Acre από τους Σταυροφόρους το 1189. Σύμφωνα με τον ιστορικό των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, ένα βέλος zenbourek ειχε το πάχος ενος αντίχειρα, το μήκος ενος πήχη, με την άκρη του βέλους από σίδηρο, και φτερά για ασφαλέστερη πτήση. Παντού όπου έπεφτε το βέλος, τρυπούσε, και μερικές φορές διέσχιζε ταυτόχρονα δύο άνδρες, τον ενα πίσω από τον άλλο, διατρυπωντας τόσο την πανοπλία οσο και τα ρούχα του στρατιώτη. Ελαφρές πληγες που εκανε η τζάγγρα πιθανόν να δημιούργησαν την λέξη "τζαγκρουνιά" [156] την γνωστώτερη «γρατζουνιά». Ο κακός οργανοπαίκτης εγχόρδων οργάνων λέμε οτι «γρατζουνάει την κιθάρα».

    1. Τροχαλία * 2 Μανιβέλα για το τεντωμα * 3. Χορδή βαρούλκου * 4. Χορδή Τόξου * 5. Βραχίονας Τόξου

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:

    Απο το < Venet/Span. Carga (Carga> το Αγγλικό Charge, και το Γαλλικό Charger = φορτίζω .Ιτ. Càrica με τσιτακισμό του C και αντιμετάθεση των rg σε gr. Επειδή η τσάγκρα ήταν ένα τόξο που φορτιζόταν και παρέμενε σε αναμονή για να ρίξει το βέλος, σε αντίθεση με το παλαιό τόξο που μόλις τεντώνωνταν έριχνε και το βέλος.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

     

    ΕΠΩΝΥΜΑ:

    Τσαγκρινός, Τζαγκουρνής.

    ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

    Μας κάνει τον κάργα (νταής, ο χαμάλης, φορτωτής ήταν συνηθως νταής). Κάργκο = Φορτηγό πλοίο. Καργάρω=γεμίζω τελειως.

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:Βαλλίστρα.Τοξοβαλλίστρα

    ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:Βέλος πληθ. τα βέλη Ομηρ. βέλεμνα = βέλη. Ο Μέγας Παρακλητικός Κανών στην υπεραγία θεοτόκο, αναφέρει στήν Ωδη ε:

    Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα
    και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν,
    και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου,
    και καταβιβάσαι, προς γην Αγνή επιζητούσιν· ...

    Αν υποθέσουμε πως ο υμνωδός δεν ήθελε να δημιουργήσει εντυπώσεις γνώσεως επί του Ομήρου, θα συμπεράνουμε πως και στο Βυζάντιο του 1200 μΧ. ο όρος «βέλεμνα» εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα βέλη.

    ΠΗΓΕΣ:http://asimvivastiporia.gr/efhmerida/2/ektyp.php?j=29
    Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως Ο Μέγας Παρακλητικός Κανών στην υπεραγία θεοτόκο Ωδή Ε

    http://beaujarret.fiftiz.fr/blog/r293,militaire,12.html

    τζαούσιος

    ΣΗΜΑΣΙΑ:

    Το Αυτοκρατορικό Οφφίκιο του τζαουσίου ήταν μια ύστερη βυζαντινή στρατιωτική υπηρεσία, της οποίας τα ακριβή καθήκοντα και ο ρόλος είναι κάπως ασαφείς

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:

    Οι τζαούσιοι ήταν σε χρήση από τους Βυζαντινούς ίσως ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα. Κατά τον 13ο-15ο αιώνα, έγινε εφαρμογή για τους αξιωματικούς που υπηρετούν στις επαρχιακές θέσεις. Ενας τζαούσιος θα μπορούσε να υπηρετήσει ως διοικητής της φρουράς του Κάστρου (μια οχυρωμένη διοικητικό κέντρο διοικείται από ενα κεφαλά, δηλ. επικεφαλής), ενδεχομένως συνδυάζοντας ένα στρατιωτικό με διοικητικό ρόλο, η στα Μεγάλα Αλλάγια του αυτοκρατορικού μαχίμου στρατού. Οι περισσότεροι από τους τζαούσιους προέρχονταν από το Βυζαντινό Μοριά, οπως αναφέρεται στις πηγές, όπου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επαρχιακή διοίκηση. Στη Μακεδονία και τη Θράκη, αντιθέτως, φαίνεται να έχουν περιοριστεί σε ένα καθαρά στρατιωτικό ρόλο μέσα στα Μεγάλα Αλλάγια.

    Ο τίτλος «μέγας τζαούσιος», είναι o πρώτος που βεβαιώνεται σύμφωνα μέ τον Ιωάννη Γ Βατάτζη (ρ. 1221-1254), και οι λειτουργίες του είναι ασαφείς. Ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Rodolphe Guilland θεωρεί ότι απλως προιστατο των τζαουσίων, οι οποίοι δρούσαν ως διάδοχοι των προγενέστερου αυτοκρατορικού σώματος ταχυμεταφορών, τους μανδατορας (mandatores). Στον ψευδο-Κωδινό (μέσα του 14ου αιώνα). Βιβλίο των Οφφικίων, περιγράφεται ως υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Ασφαλώς, ο πρώτος Μέγας Τζαούσιος, Κωνσταντίνος Μαργαρίτης, ήταν ο διοικητής της προσωπικής ακολουθίας του Βατάτζη, αλλά και στα νεότερα χρόνια, δεν φαίνεται να είχαν μια σταθερή λειτουργία. Το Οφφίκιο προφανώς υπήρχε και στο Δεσποτάτο του Μορέως

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Ο όρος προέρχεται από την τουρκική Cavus, «κούριερ, αγγελιοφόρος»

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Τσαούσα = δυναμική γυναίκα

    ΕΠΩΝΥΜΑ:Τσαούσης, Τσαούσογλου, Τσαουσάκης

    ΠΗΓΕΣ:The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453, University of Pennsylvania Press

    Τζυκάνιον

    Δημοφιλές άθλημα έφιππων στο Βυζάντιο, ανάλογο με το σημερινό ιππικό πόλο, το οποίο διεξαγόταν σε ειδικά διαμορφωμένο στάδιο, το τζυκανιστήριον. Βρισκονταν στο πισω μερος του Ιερού Παλατίου και ειχε εκταση οση και ο Ιπποδρομος. (Βλ. την εικονα) Το όνομα έχει ινδική ή περσική προέλευση (jim ka'na) ενώ το ίδιο το άθλημα θεωρείται ότι οι Βυζαντινοί το γνώρισαν από τους Πέρσες.

    θέση

    Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Κίνναμο, το τζυγκάνιον παίζεται από δύο έφιππες ομάδες. Ο παίκτες του είναι εξοπλισμένοι με μακριά ραβδιά που καταλήγουν σε δίχτυα, με τα οποία οι παικτες προσπάθουν να σπρώξουν μια δερμάτινη σφαίρα μεγέθους μήλου στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας (Κίνναμος, 263,17 - 264,11).

    Το άθλημα ήταν πολύ δημοφιλές στη βυζαντινή αριστοκρατία: Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α (867 - 886) διακρίθηκε σε αυτό, ενώ ο Ιωάννης Ι της Τραπεζούντας (1235-1238), πέθανε από ένα θανατηφόρο τραυματισμό κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού τζυγκανίου. Το Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης ειχε δικο του τζυκανιστήριο, που πρωτοχτίστηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β '(408-450) στο νοτιοανατολικό τμήμα του περιβόλου παλατιού. Κατεδαφίστηκε από τον Βασίλειο, προκειμένου να ανεγερθεί η Νέα Εκκλησία εκκλησία στη θέση του, και ξαναχτίστηκε σε μεγαλύτερο μέγεθος ακόμα πιο ανατολικά, συνδεδεμένο με το Νέο με δύο στοές. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα, άλλες βυζαντινές πόλεις είχαν τζυκανισήρια, κυρίως η Σπάρτη, η Έφεσος και η Αθήνα, μια ένδειξη μιας ακμάζουσας αστικής αριστοκρατίας.

    Υ

    Υγρό πυρ

    Εμπρηστικό όπλο των Βυζαντινών. Εφευρέτης του θεωρείται ο έλληνας αρχιτέκτονας Καλλίνικος από την Ηλιούπολη της Συρίας (7ος αιώνας). Η σύνθεσή του αποτελούνταν κυρίως από νάφθα, νίτρο, ασβέστη και άλλες εύφλεκτες ύλες, όπως η ρητίνη. Τοποθετημένο μέσα σε ειδικά δοχεία (σίφωνες) το μίγμα εκτοξευόταν μέσα από ειδικές βαλλίστρες, αφού πρώτα ο χειριστής της βαλλίστρας άναβε το φυτίλι ή και ολόκληρο το δοχείο. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ναυμαχίες.

    Ύπατος των φιλοσόφων

    Τίτλος του προέδρου της σχολής Φιλοσοφίας στην Κωνσταντινούπολη.

    Απο τους γνωστώτερους ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός

    Ο Μιχαήλ Ψελλός, ο «ύπατος των φιλοσόφων», κατά τον ενδέκατο αιώνα [1018-1081] είχε ελληνικότατη συνείδηση. Κατακρίνει τον ιστορικό Ηρόδοτο, γιατί έγραφε κολακευτικά λόγια για τους Πέρσες και προσβλητικά για τους Έλληνες. Ο Ψελλός γράφει σαν να προσεβλήθη ο ίδιος, αφού ο Ηρόδοτος προσέβαλε τους προγόνους του.

    Φ

    φλαμ & οριφλάμ

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Επισείων σε σχημα φλόγας

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Μικρή σημαία στην άκρη της λόγχης των ιπποτών με τα διακριτικά χρωματά τους.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Απο το γαλλικο Flame < λατ. flamma = φλόγα.
    οριφλαμ απο το or+flame= χρυσή φλόγα. Έμβλημα του ρήγα της Φραγκιάς (από τον 12ο έως τον 15οο αιώνα)

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:Λατ. Urbi ferrum flammamque minitatus est. Αντιστοιχο του Ελλ. «Δια πυρός και σιδήρου»

    ΟΜΟΡΡΙΖΑ:φλάμπουρο, φλαμπουριάρης

    ΣΥΝΩΝΥΜΑ:φλάμπουρο, επισείων, μπαϊράκι, σαντζάκι, σημαία, μπαντιέρα, βάνδον, μπάντα, σημαία

    ΠΗΓΕΣ:248,468

    Φλεώ ντ' άρμ

    Fleau d' armes fleau in useΠολεμικό όπλο, σιδερένιο ραβδί μ' αλυσίδα πού κατάληγε σε σιδερένια μπάλα μέ καρφιά. Το βυζαντινό βαρδούκιον ή σιδηρόραβδον μάλλον δεν είχε αλυσίδα.
    (ΠΗΓΕΣ: «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ »,-ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Α. ΣΑΡΑΦΗΣ-ΠΙΤΖΙΠΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ, 1907,σελ.321)

    Από το Λατινικό flagellum = μαστίγιον, φραγγέλιον ( Γαλλικά «fléau», «fouet») affliger, flageller. Ετσι στα Γαλλικά λένε «Attila est appelé le fléau de dieu" (Η μάστιξ του θεου).

    Ιωάνν. 2:15, Ματθ. 27:26, Μάρ. 15:15

     

    15 καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψε,
    26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.
    15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ.,
    Χ

    Χαρτιατικόν

    Εισφορά που εισπραττόταν προς όφελος των φορολογικών υπαλλήλων των επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των κτηματολογίων και της φορολογίας. Το ύψος της ανερχόταν στην αρχή του 9ου αιώνα στο 8,33% του συνολικού φόρου. Αργότερα, με διακανονισμούς του Βασιλείου Α' και του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, άρχισε να εισπράττεται από το ιδιαίτερο ταμείο του αυτοκράτορα.

    Χελάνδιο

    Χελάνδιον < (εγ)χέλ(υς) = χέλι + καταλ. -άνδιον

    Χελάνδιον Βυζαντινό πολεμικό πλοίο με δύο ιστούς.Υπήρχαν δύο βασικές παραλλαγές: το «ουσιακόν χελάνδιον» με πλήρωμα περ. 110 ατόμων (δηλ. μία «ουσία»), και το μεγαλύτερο «πάμφυλον χελάνδιον» με πλήρωμα 120 έως 160 ατόμων (το όνομα δηλώνει είτε προέλευση από την Παμφυλία είτε επάνδρωση με διαλεχτά πληρώματα, από το πάν+φύλον). Εκινείτο με κουπιά αλλά και με τη βοήθεια δύο τετράγωνων ιστίων, ένα σε κάθε ιστό. Στην πλώρη του έφερε ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ.

    Αν και τον 9ο αι. πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τύπο πλοίου στο β΄μισό του 10ου αι. κατέληξε να ταυτισθεί με τον δρόμωνα. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν την από κοντά μάχη με τον εχθρό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε σαν ιππαγωγό.

    Το μικρό χελάνδιο λέγεται «χελανδάριο» αλλά και ο ναύτης του «χελανδάριος» ή «χελανδάρις» (πρβλ. κάτεργο - κατεργάρις). Κάποιος Χελανδάρις φαίνεται οτι ίδρυσε την διάσημη μονή Χιλανδαρίου (Χελανδαρίου) στον Άθω.

    χρυσόβουλλο

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Αυτοκρατορικό έγγραφο του βυζαντινού κράτους, που ονομάζεται έτσι γιατί φέρει την χρυσή βούλλα του αυτοκράτορα.

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Τα χρυσόβουλα γράφονταν σε περγαμηνή στην οποία φέρονταν εξαρτημένη χρυσή σφραγίδα. Τα χρυσόβουλα αφορούσαν κυρίως σε δωρεές προς μοναστήρια, ναούς κ.λπ. καθώς και όποτε τύχαινε ανάγκη πρόσθετων διατάξεων, με προσθήκη νέων τεμαχίων περγαμηνής που αναλάμβανε ο Μέγας λογοθέτης ή ο λεγόμενος λογοθέτης του δρόμου κάνοντας ειδικές σημειώσεις στη συγκόλληση των νέων τεμαχίων, βεβαιώνοντας έτσι το αλληλένδετο και τη φυσική συνέχεια του κειμένου.Στο χρυσόβουλο αναφέρονταν ο Αυτοκράτορας με ερυθρό μελάνι δια της λέξεως «λόγος» (της Βασιλείας μου), το όνομα του μήνα, τον αριθμό του έτους της Ινδικτιώνας και τον τελευταίο αριθμό της χρονολογίας. Χρυσόβουλα διασώθηκαν στα αρχεία των Μονών του Αγίου Όρους καθώς και σε αρχεία παλαιών ιστορικών Μονών εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:επιθ. χρυσός+ρ. βούλλα.

     

    Χρυσοτρίκλινος, o

    ΣΗΜΑΣΙΑ:Kύρια αίθουσα υποδοχής και παράθεσης δείπνων της Μεσοβυζαντινής αυτοκρατορικής οικίας

    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Χρυσοτρίκλινος [ενν. ~ θάλαμος] : Ο Χρυσοτρίκλινος, χτισμένος τον 6ο αιώνα κοντά στη Θάλασσα του Μαρμαρά, ήταν η κύρια αίθουσα υποδοχής και παράθεσης δείπνων της Μεσοβυζαντινής αυτοκρατορικής οικίας, η καρδιά και το πραγματικό κέντρο των εξελίξεων του Παλατιού.

    Αίθουσα του Θρόνου του ύστερου 6ου αιώνα, του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, που βρισκόταν στο κατώτερο τμήμα του Παλατιού, στο χώρο νότια της Δάφνης, φαίνεται ότι διετίθετο για τις κρατικές τελετές που τελούνταν παλαιότερα σε ορισμένες αίθουσες του παλατινού συγκροτήματος της Δάφνης – του Αυγουσταίου, της πρώτης πιθανώς αίθουσας θρόνου από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Α΄, και του κονσιστόριου, της αυτοκρατορικής αίθουσας ακροάσεων. Είναι πιθανό ορισμένα τμήματα του συγκροτήματος του Παλατιού της Δάφνης, όπως το παρεκκλήσιο του Αγίου Στεφάνου, το Αυγουσταίο και το κονσιστόριο, να χρησιμοποιούνταν ακόμη περιστασιακά για ορισμένες τελετές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου (913-959), αν και το μεγαλύτερο μέρος της τελετουργικής δραστηριότητας εκείνην την εποχή πρέπει να τελούνταν στον Χρυσοτρίκλινο, τον Τρίκλινο του Ιουστινιανού, και στις εκκλησίες της Θεοτόκου του Φάρου.

    Δεν υπάρχουν ερείπια, αλλά γνωρίζουμε από τις πηγές ότι ήταν οκταγωνικό και είχε τρούλο. Θα έμοιαζε με τον τρόπο αυτό την Ιουστινιάνειο εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, του Αγίου Μιχαήλ στον Ανάπλου (Βοσπόρου), του Αγίου Ιωάννου του Έβδόμου (Bakirköy) ή τον Αγιο Βιτάλιο στη Ραβέννα.

    Βλ φωτογραφία αναπαράστασης.

    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:Χρυσόν+τρικλινον

    τρίκλινος: ο, Xώρος υποδοχής ή/και τραπεζαρία των ρωμαϊκών, και αργότερα των βυζαντινών, επαύλεων και ανακτόρων. H κάτοψη του χώρου ήταν ορθογώνια και στη μία στενή πλευρά σχηματιζόταν τουλάχιστον μία αψίδα. Tον τοίχο της αψίδας έτρεχε ένα ημικυκλικό θρανίο, το στιβάδιο ή accubitum, ενώ μπροστά του ήταν τοποθετημένο ένα ημικυκλικό τραπέζι, το σίγμα.

    ΠΗΓΕΣ:Κωνσταντίνου 7 του Πορφυρογέννητου - Περι της του Βασιλείου Τάξεως, , Βιβ. 2. Τομ. 1 Σελ. 260, 300
    Αθηναίου ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ Τομ. 1. Σελ. 182, 183 byzantium1200

    Ω

    Ωμ

    Κράνος, απο το Γαλλικο heaume. Το φορούσαν οι κατάφρακτοι Φράγκοι ιππότες που πολεμούσαν έφιπποι. Παρείχε μεγάλη ασφάλεια αλλα περιορισμένη ορατότητα και ελάχιστη ευελιξία. Φαντάζομαι οτι αν δεχόντουσαν μια πλευρική επίθεση θα υφίσταντο πανολεθρία. Αντίστοιχο προς το βυζαντινό κασσίδι.

    Ολο αυτο το κατσαρολικό ακουμπούσε χωρίς να κινείται γιατί ο ιππότης φορούσε από μέσα ένα ειδικό σκούφο. βλ εικονα

    (130,13)

    ΩΜ

    Υποσημειώσεις

    γαστραφέτης

    Απο τον αρχαίο Ελληνικό ρήμα «αφίημι» και «γαστήρ». Ηταν μια φορητή βαλλίστρα, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ο πρόδρομος της αλεμπάρντας. Την περιγράφει κατά πρώτο αιώνα μ.Χ. ο Έλληνας συγγραφέας Ήρων ο Αλεξανδρεύς στο έργο του «Βελοποιικά» (Γιά τήν την κατασκευη καταπέλτων). Πιστεύεται ότι έχει εφευρεθεί γύρω στο 400 π.Χ..Το όπλο ήταν ένα σύνθετο τόξο. Το ακουμπούσαν πανω στο στομάχι σε μια κοιλότητα στο πίσω μέρος του μηχανισμού και το πιέζαν το προς τα κάτω με όλη τη δύναμη για να οπλίσει. Δεν υπαρχουν εικόνες ή αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά η περιγραφή του Ήρωνα είναι αρκετά λεπτομερής ώστε να γίνουν σύγχρονες αναπαραστάσεις. Από wikipedia.

    Γαστραφέτης

     Copyright 2010 © Α. Στουγιαννίδης

     

     

    Το αντικείμενο είναι πολύ ευρύ. Απέχει πολύ απο το να είναι ενα πλήρες Λεξικό. Κριτήριο ένταξης στο λεξικό είναι:

    • το πόσο περίεργη και παράξενη ειναι μια λέξη, ή
    • κατα πόσον εχει επιβίωσει σήμερα, ή
    • πόσο σκοτεινή είναι η ετυμολογία της.
    Ρινότμηση: Αποκοπη της Μύτης. Βυζαντινή Ποινή. Υπήρχε και ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β', ο επονομαζόμενος Ρινότμητος που βασίλεψε σε δύο περιόδους, από το 685 έως το 695, και κατόπιν από το 705 έως τον θάνατό του το 711.

    Πήραμε την κάτω βόλτα - Στίχοι: Ε. Μαραβάς

    Όσα υπήρχανε στην μπάντα1 μας τα πήρανε,
    μας τα φάγαν τα μπουζούκια και μπατίραμε2
    1. Υπονοεί τις οικονομίες μας 2. Επτωχεύσαμε

    Δεν είναι σωστή η γραφή "λαμπάντα". Επρεπε να γράφει δύο λεξεις «λα μπάντα» η πλευρα. Λαμπάντε: Μετοχη ενεστωτα του Lampare απο το Ελληνικό λαμπω, αυτός που λάμπει.

    Ορτσα ειναι η προστακτικη του ορτσάρω που θα πει «στρέφω το σκάφος προς τον άνεμο». Πρβλ. ανάλογες προστακτικές πόντζα, λάσκα, μόλα κλπ. Όρτσα σημαίνει στα Ιταλικά και τα Ισπανικά το αριστερό μέρος του πλοίου εκεί όπου τοποθετούσαν την «όρτσα», ενα δοχείο σαν πιθάρι, για χρήση των ναυτών. Με την ιδια λογική που στα Γερμανικά λενε stenerbord το δεξιό μέρος του σκάφους επειδή το τιμόνι (stener) ηταν δεξιά. Αρα «όρτσα λα μπάντα» πρεπει να σημαίνει «στρέψε τήν αριστερή πλευρά του πλοίου προς τον άνεμο».
    'Ορτσα
    Μια κατά λέξιν μετάφραση θα μπορούσε να ήταν η έξης: Η Σελήνη έδυσε και η Πούλια· είναι μεσάνυχτα, η ώρα περνά, κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

    Πρέβεζα

    Κων. Καρυωτάκης

    Βάσις, φρουρά, εξηκονταρχία Πρεβέζης.
    Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
    Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
    πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
    μπάντα=ζώνη
    Χελανδάριον
    Υγρόν Πύρ

    Τα βουλωτήρια τα φύλαγαν ως κόρην οφθαλμού και δεν υπάρχουν πολλά. Στην εικόνα ένα πολύ πιο σύγχρονο (1854) που δείχνει την ιδέα.
    Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του Σ 1975/1986/2001, «Τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες». Σχετική πρόβλεψη συναντάται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827, και έκτοτε απαντάται με παρεμφερή διατύπωση σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, εντασσόμενη μάλιστα στη διάταξη που κατοχυρώνει την ισότητα των πολιτών (με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1844, όπου - λόγω και της μοναρχικής αρχής που τούτο καθιερώνει – εντάσσεται στο «περί του Βασιλέως» κεφάλαιο).

    Βιβλιογραφία

    Συνδεσμοι στο διαδικτυο

    De cerimoniis aulae Byzantinae - Constantine VII Porphyrogenitus (Emperor of the East), Johann Jacob Reiske [ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΑΞΕΩΣ.] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗΤΟΥ.

    In laudem Iustini Augusti minoris - Flavius Cresconius Corippus,Averil Cameron

    Etymologicum graecae linguae Gudianum: et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primoum edita. Frider. Gul. Sturzius - Λειψία - 1817

    ΒΙΒΛΟΣ ΧΡΟΝΙΚΗ - Μιχαήλ Γλυκά