Υπογλώσσιο #24

ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Τα «υπογλώσσια» είναι μικρές φράσεις ή λέξεις υπαρκτές στην Ελληνική γλώσσα και που το νόημά τους δεν μας είναι ακριβώς γνωστό, είναι δηλαδή και υπογνώσια. Θα γράφω τέτοια συχνά για να διαβάζονται εύκολα και μην ξεχνιώμαστε.
Οι παραπομπές στη βιβλιογραφία βρίσκονται στο τέλος της σελίδας
Αστειεύεστε;
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Από τις πρώτες ανεπτυγμένες κοινωνίες οι άνθρωποι άρχισαν να αστειεύονται. Αυτό τεκμηριώνεται από αρχαίες καρικατούρες πάνω σε αγγεία, σε επιγραφές σε γκράφιτι στους τοίχους.  
άστυ

πόλη. Απο το ανω + στήναι (ίστημι)

Αστυ

639 Μεγα Ετυμολογικόν Α-Β Τ.1

Αλλα και παγωτοβιομηχανία.

Παράγωγα

  • Αστυφιλία
  • Αστικός
  • Αστυνομία
  • Αστυφύλαξ
  • Αστυίατρος
  • Αστείος
  • Αστυνόμος
 
ανέκδοτο

Aυτό που δεν έχει εκδοθει. Αστείο που διαδιδεται απο στόμα σε στόμα. Πολλές συλλογές απο τέτοια αστεία έχουν εκδοθεί σε βιβλία με οξύμωρους* τίτλους "ανέκδοτα για Ποντίους" , "ανέκδοτα για σκύλους", «ανέκδοτα για ξανθές».

*) Ανέκδοτα που εκδίδονται παύουν αυτοδικαίως να είναι ανέκδοτα.

Συνώνυμο: Αστεία, καλαμπούρια

 
αστεϊζομαι συμπεριφέρομαι ως αστός, λέω αστεία. Μόνο οι κάτοικοι των πόλεων είχαν το χρόνο, την άνεση και την διάθεση να λένε και να ακούν αστεία. Οι χωριάτες ήταν «απ το πρωί μεσ' στη δουλειά και μέσα στο λιοπύρι», που να αστειευθείς!
Συνώνυμα. Χωρατεύω (Η χώρα= το άστυ, η πολη σε αντιθεση με το χωριο) επί λέξει μεταφορά του «αστεϊζομαι» στην Δημοτική.
 
αστείος

Επιθ. Ο του άστεως αυτός που ανήκει στο άστυ, στην πόλη. Κατά παράδοξο τρόπο «αστικός» σημαίνει κυριολεκτικά το ιδιο πράγμα. Ομως προκειμένου περι δικαίου το Αστικόν δίκαιον είναι το δίκαιο που διέπει τις ιδιωτικές σχέσεις σε αντίθεση με το Δημόσιο Δίκαιο που διέπει τις σχεσεις των πολιτών προς το κράτος. Τα αστικό Δίκαιο δεν ειναι καθόλου αστείο*. Ο Heine (Γερμανός Ποιητής Christian Johann Heinrich Heine (13 12 1797 – 17 2 1856) ονόμαζε το Αστικό Δίκαιο (το Corpus Iuris civilis) «Βίβλος του Σατανά».

*) Οποιος είχε καθηγητή τον μακαρίτη Κ. Φουρκιώτη στην ΑΣΟΕΕ με εννοεί.

 

Αστείον:

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: το του άστεως, της πόλης.

Συνώνυμο:

καλαμπούρι

 
γελοιογραφία

Ως γελοιογραφία χαρακτηρίζεται κάθε ζωγραφική παράσταση της οποίας τα κύρια γνωρίσματα προσώπων ή πραγμάτων αποδίδονται κωμικά παραλλαγμένα. Στόχος της γελοιογραφίας είναι η διακωμώδηση προσώπων για τους λόγους ή τις πράξεις τους καθώς και καταστάσεων που όμως δεν συμβιβάζονται στη κοινή αντίληψη. Η σημασία δε της γελοιογραφίας συνήθως υποδηλώνεται με σχετικό υπότιτλο ή στιχομυθία αν πρόκειται για γελοιογραφικό σύμπλεγμα.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την σκιτσογραφία (σκιαγράφημα), που δεν είναι απαραίτητα και γελοιογραφία.

 
γελώ

Παροιμία : γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει

Ο ανόητος γελάει ακομα και αν δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο.

 
γέλως

Το γέλιο είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Σαρδώνιος γέλως. Το σωστό ειναι σαρδάνιος = ο ανήκων εις τήν Σαρδηνία (Η αρχαία ονομασία ήταν «Σαρδώ»)

 
διασκεδάζω

Λέγεται μεταφορικά. Σκορπίζω της πίκρες και τις στεναχώριες. Αποσπώμαι από τις καθημερινές μου ασχολίες και κατά συνέπεια ευχαριστούμαι.

απο το αρχαίο ρημα διασκεδάννυμι: διασκορπίζω, διασπείρω, διαχέω συνώνυμο: σπαθίζω> σπατάλη και διασπάθιση του Δημοσίου χρήματος.

τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν ἁπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, ἀλαλήμενος αἰεὶ ἄστυ κάτ᾽: αὐτὰρ μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες.

Ομηρος - Οδύσσεια - 17 στ. 244

 
ευθυμογράφημα Εύθυμο διήγημα. Από το ευθυμώ (ευ+θυμός) = Καλή διάθεση. Ονομα: Ευθύμιος  
ευτράπελος

απο το ευ+τρέπω αυτος που μεταβάλλεται εύκολα ο επιδέξιος ο μηχανευόμενος

Ορισμός του Αριστοτέλη στο «Ηθικά Ευδήμια» 3 1234

ἔστι δὲ καὶ ἡ εὐτραπελία μεσότης, καὶ ὁ εὐτράπελος μέσος τοῦ ἀγροίκου καὶ δυστραπέλου καὶ τοῦ βωμολόχου. ὥσπερ γὰρ περὶ τροφὴν ὁ σικχὸς τοῦ παμφάγου διαφέρει τῷ ὃ μὲν μηθὲν ἢ ὀλίγα καὶ χαλεπῶς προσίεσθαι, ὃ δὲ πάντα εὐχερῶς, οὕτω καὶ ὁ ἄγροικος ἔχει πρὸς τὸν φορτικὸν καὶ βωμολόχον: ὃ μὲν γὰρ οὐθὲν γελοῖον ἀλλὰ χαλεπῶς προσίεται, ὃ δὲ πάντα εὐχερῶς καὶ ἡδέως. δεῖ δ᾽ οὐδέτερον, ἀλλὰ τὰ μὲν τὰ δὲ μή, καὶ κατὰ τὸν λόγον: οὗτος δ᾽ εὐτράπελος.

Αρχικά σήμαινε αισχρολόγος, φλύαρος, σήμερα λέγεται με την έννοια αστείος, γελοίος πχ. Τα ευτράπελα της Πολιτικής.

 
ιλαρότης

Απο το αρχαίο ιλαρός: χαρούμενος, εύθυμος. Από τήν ιδια ρίζα προέρχεται και το εκκλησιαστικό ίλεως*: ελεήμων, ευγενικός

πρβλ. ιλαρότης στο ακροατήριο (γέλια).

Σύνθετο

Ιλαροτραγωδία.

Κύριο όνομα

η Ιλαρότης ήταν αρχαία θεά της χαρούμενης διάθεσης,

Συνώνυμο:

Θυμηδία

*) «...και ίλεως ίλεως γεννού ημίν δέσποτα επι ταις αμαρτίαιας ημων...»
Ακολουθία της Αρτοκλασίας

Φως Ιλαρόν

"Ιλεως: Ίλώ ίλάσω γίνεται ϊλαος και τό Άττικόν 'ίλεως, ή από τοϋ έλεος κατά τροπήν τοϋ ε εις ιώτα. Έκ τοϋ ίλεως γίνεται ίλεω ίλεώσω και έξιλεωσάμην έκ τοϋ ίλεω γίνεται κατά συγ-γκοπήν ίλώ ϊλας. ϊλεύς ό Αϊαντος πατήρ ήτυ-μολόγηται ύφ' Ησιόδου, «Ίλεα τον ρ' έφίλησεν άναξ Διός υίός Απόλλων, καί οί τοΰτ' ο<ν> ουνεκα νύμφην εΰράμενος ϊλεων ώ έρατή φι-λότητι.» Ό δέ Ηρόδοτος διχώς λέγει, ώσπερ Βριάρεως και Όβριάρεως. ΐλη σημαίνει την ά-θροισιν, ήγουν τό πλήθος, παρά τό όμοΰ είλεί-σθαι· έκ τοϋ εΐλώ ούν γίνεται ΐλη διά τοϋ ι. 'Ρήμα παρά τό εΐλώ παραγώγω ονόματι συνθέτω μή κατά αρχήν μέρους διά τοϋ ι γράφεται, οίον ϊλυς, 'ίλεος, ή κατάδυσις, Ίλισσός ποταμός, όμιλος, πέδιλον ούτως ουν καί ΐλη καί ίλαδόν. Πρόσκειται «παράγωγον όνομα», διά τό είλίσσω, καί ειλιπους, καί ειλΐψι τό ϊ προ τοϋ λ έκτεταμένον μέν ψιλοΰται, οίον, "Ιλιος Ίλος συνεσταλμένον δέ δασύνεται, ίλασμός ιλαρός ίλά-σκω· σεσημείωται τό ίλεως- μακρόν έχει τό ι καί δασύνεται.
Μέγα Ετυμολογικόν

 
καλαμπούρι Αστειότης, Λογοπαίγνιο : Από το Γαλλικό calembour. Πιθανόν από Κομη του Kahlenberg πρέσβυ της Γερμανίας στο Παρίσι που μιλούσε με περίεργη προφορά λέγοντας μάλιστα και δυσνόητα πράγματα.  
κοροϊδεύω. Από το κουρόγιδο. Βλ. Διαπόμπευση  

κωμωδία

 

κώμος + ωδη. Κωμικός, κωμωδιογράφος.

Με τον όρο κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε έργο που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει μέσω κάποιου χιουμοριστικού θέματος. Η ακαδημαϊκή της έννοια, επηρεασμένη από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, είναι συνήθως διαφορετική και συνυφασμένη με την σατιρική κωμωδία πολιτικού θέματος. Η κωμωδία παρουσιάζεται σε πολλές μορφές, όπως την θεατρική, από όπου ξεκίνησε μέσω του αρχαίου θεάτρου, την τηλεοπτική και την σόλο όρθια κωμωδία. Η επιρροή της κωμωδίας μπορεί να είναι σημαντική σε κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που είχαν ως μέσο τη σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.

ΜΑΣΚΑ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

Παράγωγα

κωμικός αυτός που ανήκει στήν κωμωδία.

κωμικά πρόσωπα: προσωπικοτητες της κωμωδίας οπως ο Γιορικ του Αμλετ, ο Ριγολέττος του Βέρντι , ο Tiel Wetzweiler ο ενδοξος "τρελλός" του Δούκα τής Βουργουνδίας ( Bourgogne) Καρόλου (Charles le Témérair) του Σκόττ. Παράσιτοι στις αυλές των βασιλέων της Μεσαιωνικής Δύσης. Ηταν συνήθως νάνοι και έκαναν αστεία για να διασκεδάζει ο βασιλιάς και οι αυλικοί του. Τουρκικά τζουτζές (cüce= νάνος).

Στιγμιότυπο απο το πλανόδιο πανόραμα (ηταν πρόδρομος του προβολέα τρισδιάστατων εικόνων)

Ο πανοραματζής: - Εδω κύριοι βλέπετε τον Μεγαλέξαντρο που σκοτωσε το καταραμένο φίδι και πήρε την βεζυροπούλα.
Ο πιτσιρικάς: - Πού΄ ν΄τος ρε μπάρμπα; Δεν τον βλέπω!
Ο πανοραματζής (με ταυτόχρονη σφαλιάρα): - Και τι ειναι ρε ο Μεγαλέξαντρος κανένας τζουτζές και θέλεις να τον δείς με ένα πενηνταράκι!

κωμικοτραγικόν, κωμωδιογράφος, κωμειδύλλιον.

Ρήσεις

Η κωμωδία είναι απλώς ένας αστείος τρόπος να είσαι σοβαρός.

Peter Ustinov

 
λήρος

A. σκύβαλο, φανταχτερό, εντυπωσιακο αλλ' αχρηστο, “λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας” Ar.Pl.589; “τραγικὸς λήρος” Id.Ra.1005; λῆρόν τε τἄλλ᾽ ἡγεῖτο τοῦ γνῶναι πέρι φύσεις ποιητῶν κακοί γνώστες των ποιητών, ib.809; “λήρος πάντα πρὸς τὸ χρυσίον” Αντιφών: λήρος εἶναι δοκεῖ τὸ νόμισμα, φύσει δ᾽ οὐθέν: σκουπιδι, Αριστοτέλους Πολιτικά: Μια απλή σαχλαμάρα.

λήρος ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν
οι αλλοι είναι ασήμαντοι μπροστά στον Κινησία,

Αριστοφάνης - Λυσιστράτη.860

οἱ ποιηταὶ λήροι εἰσιν

Xenarch.7.1; “ποιητῶν λήρος.” Cratin.306; “ἐμὲ μὲν λήρων ἡγεῖσθαι” Pl.Chrm.176a, cf. Tht.176d, Luc. DMeretr.10.3; “λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ” Ar.Nu.359; λῆροι καὶ παιδιαί, παίξιμο αυλού στα συμποσια, Pl.Prt.347d; λῆροι καὶ φλυαρίαι ασκοπες ανοησίες, Id.Hp.Ma.304b; “ὁδοὺς καὶ κρήνας καὶ λήρους” D.3.29; παροψίδες καὶ λῆροςπιάτα και άλλα παρόμοια μπιχλιμπίδια, Alex.261.5; “παρεὶς λήρος πολὺν ἀστακὸν ὠνοῦ”. Ως επιφώνημα, λῆρος : Ανοησίες! ! Ar.Pl.23, cf. Eub.41.8.

Επιζεί το σύνθετον παραλήρημα και παραληρώ το λατινικό Delirium που περασε στην ομιλουμένη ως ντελίριο.

πρβλ. Ακολουθία Ακαθίστου :

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν, καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν: Ἀλληλούια.

 
λοιδωρώ Κοροϊδεύω. Σε ένα μύθο του Αισώπου μια κατσίκα κάθονταν σε ένα ύψωμα και κοροϊδευε το λύκο και ο λύκος της είπε : «Ου σύ με λοιδορείς αλλ΄ο τόπος». Δηλ. Δεν είσαι εσύ που με περιγελάς αλλά ο τόπος που βρίσκεσαι.  
παλαβομάρα από τη ρίζα πελ > πέλαγος > πελαγός> πελαός> παλαός> παλαβός
βλ. πελαγοδρομώ: λόγος άνευ λόγου (ομιλία άνευ λογικής)
 
παλάβρα palabra = Ισπανικα "λεξις", με επηρρεασμό απο την παραβομάρα, σημαίνει ανοησια.  
παρωδία Στην παρωδία, μία μορφή ή ένα έργο τέχνης προβάλλεται μιμητικά με διαθλασμένο τρόπο με σκοπό τη γελοιοποίησή του. Στο είδος αυτό ανάγεται και η μίξη (montaz) αληθινών γεγονότων όχι όμως ομοίων κατά τόπο και χρόνο.  

σαρκασμός

κατασχιζω, κατασπαράσσω τις σαρκες σαν σκυλι, περιπαίζω κάποιον, εμπαιγμος, χλεύη  
σάτιρα

Σάτιρα: Η σάτιρα επιχειρεί τον εμπαιγμό κάποιας έννοιας ή προσώπου που ο καλλιτέχνης θεωρεί ότι αξίζει τέτοια αντιμετώπιση με σκοπό συχνά τη βελτίωση του αντικειμένου. Γίνεται μέσω μεθόδων όπως είναι η παρωδία, η υπερβολή, η σύγκριση, η αναλογία και η ειρωνεία.

Ενώ η σάτιρα μπορεί να αποτελέσει μέσο διασκέδασης, γι' αυτό και συχνά είναι βάση του χιούμορ και συνεπώς συστατικό της κωμωδίας, δεν περιορίζεται στον τομέα της ψυχαγωγίας.

Η σάτιρα δεν συγγενεύει ούτε παράγεται απο τον Σάτυρο!

Η λέξη Σάτυρος προέρχεται απο το σάθη που σημαίνει αιδοίον, πέος.

Το λεγόμενο Σατυρικό δράμα είναι είδος δραματικής ποίησης αποκλειστικά ελληνικό που δημιουργήθηκε αλλά και καλλιεργήθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο είδη του δράματος, την Τραγωδία και την Κωμωδία. Ασχετο με τη σάτιρα που και αυτή μπορεί να αποτελεί θεατρική δραστηριότητα.

Τους Σατύρους οι πιο πολλοι λένε ότι είναι σαν τους Σειληνούς και Πάνες, (όπως ο Αισχύλος στον «Γλαύκο», ο Σοφοκλής στην «Ανδρομέδα»), oι Σάτυροι και oι Πάνες ρέπουν προς τις συνουσίες, ότι δέ oι Σάτυροι έχουν αυτή τη ροπή, φανερώνεται από το όνομα που προέρχεται απο την σάθη που σημαίνει φλογερή επιθυμία — "Αλλως, oι ακρατείς ερώτων Σάτυροι, λέγεται οτι ονομαστηκαν ετσι απο το σάθη. Σάθη ειναι το μόριον του άνδρος, που λέγεται και πέος.

Ulco Cats Bussemaker - Scholia in Theocritum σ.37

Στις σύγχρονες ελληνικές δημώδεις εκφράσεις η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή προβαίνει σε ασελγείς πράξεις, (π.χ. εφαψίες, επιδειξίες, παιδεραστές, κ.λπ.).

Σημαντικοί σύγχρονοι Έλληνες σατιρικοί είναι, μεταξύ άλλων, οι Τζίμης Πανούσης, Γιώργος Μητσικώστας, Λάκης Λαζόπουλος. Η σάτιρα ήταν επίσης εργαλείο του αρχαίου ποιητή του θεάτρου Αριστοφάνη.

 
σαχλαμάρα

Από το επίθ. σαχλός-ή-ον μεσαιωνικό και δημώδες πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης:
άσπαστρον, αξυντον, σαχλόν, άνάλατον, βρωμιάριν
Πρόδρομος

2) συνεκδοχικά για ανθρώπους: ανούσιος. Ανοστος και ιδίαιτερα όποιος λέει και κάνει άστεισμούς χωρίς ουσία, άνοστα αστεία , σαχλαμάρας, σαχλαμαράκιας, σάχλας.

Πρβλ. Λαϊκο Τραγουδι:

Σουρωμένος θάρθω πάλι στά παρθυράκια σου
για να δώσω δυο χαστούκια στον σαχλαμαράκια σου.

 
σκόλιο

Σκωπτικό τραγούδι. Από το σκολιόν μέλος. "Τεθλασμένο" τραγούδι. Γιατι δεν τραγουδιώταν με τους τραγουδιστες σε σειρά αλλά με τυχαία αλληλουχία. Απο εδώ «άκουσε τα σκολιανά του».

Δεν πρέπει να το συγχέουμε με το σχόλιο που είναι η διατυπωμένη κρίση επι κάποιου θέματος.

 
σόκιν Αυτό που δημιουργεί σοκ, συνήθως λόγω χυδαιότητας. πρβλ. ανέκδοτα σόκιν. (shocking)  
φαιδρότης Η ιδιότητα του φαιδρού. Φαιδρός ο λαμπερός απο χαρά. Σχετικό ρήμα το φαιδρύνω αλλά και ουσιαστικό φαιδρολόγημα. πρβλ. φαιδρό πρόσωπο = γελοίο υποκείμενο.  
φάρσα
  1. Θεατρικό έργο με αστεία τμήματα
  2. Αστειότητα σε βάρος κάποιου. > φαρσέρ (farseur)

Από το αρχ. φάρσος (το) κάθε χωρισμένο ή αποκομένο μέρος, τεμάχιο.

Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεµφανίζονται µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα.

Κ. Μαρξ - «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπαρτη»

Σύνθετα

Φαρσοκωμωδία

Φάρσωμα

Διαχωριστικό από ξύλο. Ο Δουκάγγιος (Du Cange) το ετυμολογεί από το λατινικό falsus, και φάρσωμα ειναι ο ψευδότοιχος, δηλαδη ο ψεύτικος τοίχος που δεν ειναι απο τουβλα, μπαγδατί < Βαγδάτη

Φάλτσος

Ετσι λέμε αυτον που τραγουδάει λανθασμένα.

Το πλήγμα που δεν επέτυχε πλήρως το λέμε ξώφαλτσο ή ξώφαρτσο.

Βλέπουμε ότι η ρίζα σχετίζεται με το ψεύδος όπως και η φάρσα.

Πρβλ. Πτωχοπροδρομικά:

Γείτοναν ἔχω κοσκινᾶν, φάρσωμα μᾶς χωρίζει,
καὶ βλέπω τὴν ἱστίαν του, πῶς συχνοφλακαρίζει,
καὶ πῶς πολλάκις τῶν κρεῶν τὴν τσίκναν ἀπολύει·

Παράδοξο και άξιο για παραπέρα έρευνα είναι ότι το φάρσωμα, μπαγδατί δηλ. κατασκευασμένο στή Βαγδάτη μπορεί να σχετίζεται με το φαρσί> πέρσι> περσικά!

Η Περσική γλώσσα ή τα Περσικά είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που ομιλείται στο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Μπαχρέιν, το Ιράκ, το Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία, την Γεωργία, τη νότιο Ρωσία, σε όμορες χώρες και αλλού. Προήλθε από την αρχαία περσική γλώσσα και είναι τμήμα του ιρανικού κλάδου της ινδοϊρανικής γλωσσικής οικογένειας. Είναι γνωστή ως (Fārsi), τοπική ονομασία στο Ιράν, το Αφγανιστάν και το Τατζικιστάν. Κυριάρχησε ως γλώσσα πολιτισμού και εκπαίδευσης σε αρκετές ισλαμικές αυλές κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και έγινε η "επίσημη γλώσσα" υπό τη διακυβέρνηση των Μουγκάλ αυτοκρατόρων.

Ετσι σήμερα όταν ομιλεί κάποιος καλά μια ξένη γλώσσα λέμε την εξής ανοησία: «Μιλάει φαρσί τα Γαλλικά»

 
φλέω

Είμαι γεμάτος

φλυκταίνα=φουσκάλα με πύον ή ορρό.

Οινόφλυξ = μπεκρής, ο γεμάτος κρασί,

φλυαρία = πολλυλογία, φλεγμονή, φλοίσβος

 

φλύακες

Φλύαξ

Στα ερυθρόμορφα αγγεία της Μεγάλης Ελλάδος (Νότια Ιταλία) τα καλούμενα «φλυακογραφίες» ήταν παραστάσεις από κωμικά λαϊκά δράματα τα οποία ειδικά στον Τάραντα λέγονταν «φλύακες». Σε αυτά παρωδούνταν μύθοι θεών και Ομηρικών επεισοδίων. Γνωστός εκεί ως γελοιογράφος ήταν και ο ζωγράφος Ασστέας.

Φλύαξ κατάντησε να σημαίνει είδος τραγικής παρωδίας, που εισήγαγε ο ποιητής Ρίνθων. Ήταν έργο σύνθετο από στοιχεία λαϊκών κωμικών, σατυρικών και άσεμνων ακόμα τραγουδιών των Δωριέων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.

 
φλυαρία

Μάταιη και ανόητη πολυλογία. Το να λέει κανείς πολλά και συνήθως περιττά ή ανούσια πράγματα, η πολυλογία, ανοησια. πρβ. Ακατάσχετη φλυαρία.

Και ο φλύαρος (ουσ) μωρολογία, λήρος

Αύται γαρ τοι μόναι εισι θεαί , τάλλα δε παντ΄εστι φλύαρος.

απο το αρχ. Ελλ. ρήμα φλύω: αναβλύζω, υπερεκχειλίζω

Στην Βυζαντινή Νομική Ορολογια η φλυαρία είναι συνώνυμη της δυσφήμισης και της συκοφαντίας:

Φλυαρία

Κ. Αρμενόπουλος - Εξάβιβλος - Τιτ. Θ «Περί συκοφαντών και φλυαρίαν ευρισκόντων» §5,§6

 

φλυαρία: δυσφημιστικός λίβελλος η στιχούργημα

 

Κ. Αρμενόπυλος - Εξάβιβλος - Γλωσσάριο - 422

 
χαζολογήματα

ή χαζολογίες: ανοησίες απο το χαζός+λέγω.

Χαζός ο χάσκων αυτός που έχει ανοικτό το στόμα από ηλιθιότητα. Οχι αυτός που, προς στιγμήν, «έμεινε με ανοικτό το στόμα» απο την έκπληξη.

 
χασκογελώ γελάω ανοήτως χάσκοντας (ανοίγοντας το στόμα) συνώνυμο χαζογελώ  
χάχανα Τα δυνατά γέλια. Ηχομημιτικό. Παράγωγα : χάχας, χαχανίζω, χαχανητά.  
χιούμορ

απο το Αρχ. Ελληνικό χυμός

Η πρώτη αναγωγή της προέλευσης του αγγλικού όρου humor γίνεται στην "περί των χυμών του σώματος" θεωρία του Ιπποκράτη. Βάσει αυτής της ιατρικής θεωρίας υφίστανται τέσσερεις κράσεις, που κάθε μία έχει σχέση με την επικράτηση ενός από τους τέσσερεις χυμούς του ανθρώπινου σώματος (χολή*, φλέγμα**, μέλαινα χολή***, αίμα). Όταν υπάρχει αρμονική μίξη των χυμών του σώματος, ο άνθρωπος είναι υγιής και με καλή διάθεση. Από την ιπποκράτειο ιατρική ο όρος χυμός, πιθανώς με τη μορφή που είχε στην ευβοϊκή διάλεκτο (χυμόρ) ή με πρώτο συνθετικό το ελληνικό χυμ- = hum- και τη λατινική κατάληξη -or, πέρασε στη λατινική γλώσσα ως (h)umor και σήμαινε εκτός από το υγρό, την υγρασία, το χυμό, και τη διάθεση. Έπειτα, οι λατινογενείς γλώσσες προσέλαβαν τον όρο και συναντάται στην αρχαία γαλλική γλώσσα ως umor και humor και από εκεί στην αγγλο – νορμανδική διάλεκτο ως humour. Ο ευδιάθετος: de bon humeur. Άλλωστε μέχρι και σήμερα στα αγγλικά του Ηνωμένου Βασιλείου κυριαρχεί η μορφή humour έναντι αυτής humor.

 

*) Χολερικός

**) Γνωστό το Αγγλικό φλέγμα

***) απο εδώ ή μελαγχολία

 
χλευάζω

Απο την χλεύη. Κοροιδεύω, περιπαίζω με καταφόνηση . Ο μετά χλεύης εμπαιγμός. Το να περιγελάς κάποιον λέγεται χλευασμός.

«χλευασμός εστι λόγος μετά μειδιάματος προφερόμενος, ώς όταν τόν ριψάσπιδα έπεγγελώντες άνδρείον πολεμιστήν είπωμεν»

Ανώνυμα Επιγράματα

 
χωρατά Τα αστεία. Από το χώρα: πόλις, άστυ. Κατ΄αντίθεση προς το χωριό. Στη χώρα η ζωή είναι πιο άνετη και οι κάτοικοι της χώρας έχουν την δυνατότητα να χωρατεύουν.  
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
αστική τάξη Στη σοσιαλιστική ορολογία ο όρος αστική τάξη ταυτίζεται συνήθως με τον όρο μπουρζουαζία, υποδηλώνοντας την άρχουσα τάξη μίας καπιταλιστικής κοινωνίας. Τίποτε το αστείον εδω!  
ψυχαγωγία

Ενας απο τους κυριότερους στόχους οταν αστειζόμαστε. Η λεξη απο το ψυχαγώγιον (τό) μεταγενέστερο και νεώτερο. κ. ψυχαγωγείον (Θεόφραστος. «Περί Πυρός» 24) τόπος οπου καλείται από τον Άδη η ψυχή από τους ψυχομάντεις γιά να έρωτηθεί για αυτά που εγιναν ή που θα γίνουν , ψυχομαντείο

«όνομα τόπου έφ' ου oι μάντεις από ψυχών μαντευόμενοι, άναφέρουσι τάς ψυχάς των νεκρών»

Μέγα Ετυμολογικόν

2) Μεταγενέστερο και νεώτερο τό ψυχαγωγείον: αεριστική οπή, ειδικό πηγάδι των μεταλλείων για τον εξαερισμό τους. Θεόφραστος (Περί Πυρός .24).

 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1). Δ. Σαπρανίδη : Η Ιστορια της Ελληνικής Γελοιογραφίας

2) Δ. Δημητράκος : Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης

3) Κ. Αρμενόπουλου - Εξάβιβλος

 
Copyright 2011© Αρης Στουγιαννίδης www.stougiannidis.gr